Η New Star παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 15 Οκτωβρίου 2015 το αριστούργημα του Βιτόριο Ντε Σίκα «ΛΟΥΣΤΡΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙΩΝ» (Sciuscià).
Σύνοψη
Στα χέρια του Βιτόριο Ντε Σίκα ο καθημερινός βίος γίνεται μια κινηματογραφική ποίηση. Κι εδώ, πιστός σε αυτό που αποκαλούμε νεορεαλισμό, παίρνει μια απλή ιστορία βγαλμένη απ’ την καθημερινή Ιταλία της εποχής, και ακροβατώντας με τα όρια του μελοδράματος σκηνοθετεί μια σπουδαία ταινία.
Οι ήρωες είναι δύο ανήλικα παιδιά. Εργάζονται ως λούστροι παπουτσιών και έχουν ως όνειρο να αποκτήσουν ένα άλογο. Η επιθυμία τους γίνεται πραγματικότητα, όταν ο αδερφός ενός εκ των δύο προσφέρει στα παιδιά εύκολα, αλλά μάλλον όχι και τόσο νόμιμα, χρήματα. Με αποτέλεσμα, οι δύο πρωταγωνιστές να οδηγηθούν σε φυλακές ανηλίκων, όπου οι συνθήκες και οι καταστάσεις αντιστρέφουν την προγενέστερη φιλία σε αντιπαλότητα και εχθρότητα!
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σκηνοθεσία: Βιτόριο Ντε Σίκα
Σενάριο: Σέρτζιο Αμιντέι, Αντόλφο Φράντσι, Τσεζάρε Τζούλιο Βιόλα, Τσεζάρε Ζαβατίνι
Πρωταγωνιστούν: Φράνκο Ιντερλένγκι, Ρινάλντο Σμορντόνι, Ανιέλο Μέλε κ.α.
Μουσική: Αλεσάντρο Τσικονίνι
Δράμα, Ιταλία, 1946, 93′
Βραβεία:
•Βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας ( Ασημένια Κορδέλα στον Βιτόριο Ντε Σίκα, 1946)
•2η θέση καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (Βραβεία Κριτικών Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης, 1946)
•Συγκαταλέχθηκε στη λίστα των 10 καλύτερων ταινιών (Εθνική Επιτροπή Κριτικών των ΗΠΑ- NBR Award, 1947)
Ανάλυση Ταινίας
Από κάποιους η ταινία αυτή του Βιτόριο Ντε Σίκα θεωρείται (μαζί με τον Κλέφτη Ποδηλάτων) ο «Παρθενώνας» της κινηματογραφικής τέχνης.
Ο πρωτότυπος τίτλος «Sciuscià» προέρχεται από παραφθορά των αμερικάνικων λέξεων “shoe shine”, όπως τις είχαν αντιγράψει εξ ακοής τα χιλιάδες ορφανά ή εγκαταλειμμένα αγόρια στην κοινωνικοοικονομικά διαλυμένη από τον φασισμό και τον πόλεμο Ιταλία του 1945, τα οποία γυάλιζαν τα παπούτσια των αμερικανών στρατιωτών, για να επιβιώσουν.
Σχεδόν κάθε σκηνή αυτής της “παιδοκεντρικής” ταινίας είναι ένα -συχνά ντροπιαστικό- μάθημα ζωής για ενήλικους. Είναι επίσης και απαγγελία κατηγορίας εναντίον ενός Συστήματος που στραγγαλίζει εν τη γενέσει του ό,τι ευγενέστερο διαθέτει από τη φύση του ο άνθρωπος.
Ο Ντε Σίκα δεν χάνει ούτε στιγμή το μέτρο, δεν καταφεύγει σε δοκιμασμένα κολπάκια για εύκολους μελοδραματισμούς, δεν προσπαθεί να εκβιάσει συγκινήσεις, ή να βγάλει επιτηδευμένο γέλιο. Και βέβαια, ούτε κατά διάνοια δεν ηθικολογεί. Χρησιμοποιώντας την κάμερα με τρόπο τόσο επιδέξιο που είναι σαν να την καταργεί, “εγκαταλείπει” τον θεατή μέσα στην ιστορία αφήνοντάς του τη νοητική και συναισθηματική πρωτοβουλία.
Στις σκηνές της φυλακής, διαπιστώνουμε ότι φρουροί δεν είναι τόσο βίαιοι όσο θα αναμέναμε. Δεν είναι βέβαια και σωφρονιστές. Τους χαρακτηρίζει η αδιαφορία. Η αδιαφορία προς τα παιδιά είναι γενικότερη, ξεκινώντας από την απουσία γονέων και κηδεμόνων (τα παιδιά βρίσκονται φυλακισμένα δίχως το παραμικρό γονεϊκό ενδιαφέρον), την αδιαφορία του προσωπικού της φυλακής, αλλά και τη γενικότερη αδιαφορία του συστήματος και της κοινωνίας για το μέλλον τους (χαρακτηριστική είναι η σκηνή της δίκης, όπου ο συνήγορος υπεράσπισης αρκείται σε μια έκκληση επιείκειας του δικαστηρίου προς τον πελάτη του.)
Ωστόσο ο σκηνοθέτης δε δείχνει καμία επιείκεια προς τους κοινωνικούς θεσμούς της χώρας του. Μέσω της ταινίας στηλιτεύει αυτή την απάθεια και την αδιαφορία και φοβάται πως είναι η απαρχή για την καταστροφή των αυθεντικών ανθρώπινων σχέσεων.
Το ξέρατε ότι:
Ο Όρσον Ουέλς είχε πει για την ταινία : «Είδα πρόσφατα το Λούστρο παπουτσιών. Κάποια στιγμή η κάμερα και η οθόνη εξαφανίστηκαν, έγινα ένα με την ταινία, τη ζούσα πραγματικά».
Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας, «Sciuscià» αποτελεί παραφθορά της αγγλικής λέξης «shoe shine». Τη χρησιμοποιούσαν τα χιλιάδες εξαθλιωμένα παιδιά της Ιταλίας του ’45 που αναγκάζονται να βγουν στη βιοπάλη από πολύ μικρή ηλικία (πολύ συχνά σαν λούστροι) για να προσελκύσουν πελατεία μεταξύ των Αμερικανών στρατιωτών.
Ο Ντε Σίκα, ως ένας από τους κύριους εκπροσώπους του νεο-ρεαλισμού στην Ιταλία, χρησιμοποιεί και σε αυτή την ταινία, μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Ο Φράνκο Ιντερλένγκι, που συγκλονίζει με την καταπληκτική του ερμηνεία στο ρόλο του Πασκουάλε, θα συνεχίσει την καριέρα του ηθοποιού. Συνεργάστηκε στην πορεία και με άλλους μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Φελίνι, ο Αντονιόνι και ο Βισκόντι.
Βιτόριο Ντε Σίκα
07/07/1901 – 13/11/1974
Γεννήθηκε το 1901 στο Σόρα της επαρχίας Φροζινόνε του Λάτσιο. Γιος Ιταλού επιχειρηματία αρχικά ξεκίνησε σπουδές για σταδιοδρομία τραπεζικού πλην όμως οικονομική ανάγκη τον υποχρέωσε το 1923 να συμμετάσχει ως μέλος σε θεατρικό θίασο οπότε και ακολούθησε το επάγγελμα του ηθοποιού. Το 1926, παράλληλα με την ενασχόλησή του με το θέατρο, στράφηκε προς τον κινηματογράφο. Πρώτος του ρόλος στη μεγάλη οθόνη, που τον καθιέρωσε στο χώρο, ήταν στην ταινία Οι άντρες, τι παλιάνθρωποι! (1932) σε σκηνοθεσία του Μάριο Κομερίνι.
Η πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα θα είναι με την ταινία Δύο ντουζίνες κόκκινα τριαντάφυλλα (1940). Θα ακολουθήσουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι: Λούστρο Παπουτσιών (1946), Κλέφτης Ποδηλάτων (1948), Θαύμα στο Μιλάνο (1951), Ότι μου αρνήθηκαν οι άνθρωποι (Umberto D., 1952). Όλα τους θεωρούνται κορυφαία έργα του νεορεαλισμού, καθώς εκφράζουν με πόνο και ανθρωπιά, τη δραματική κοινωνική κατάσταση της μεταπολεμικής Ιταλίας (εγκαταλειμμένα παιδιά, άνεργοι, άστεγοι). Με την ταινία Η Ατιμασμένη , βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια και με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν έκλεισε η νεορεαλιστική περίοδος.
Έπειτα, ο Βιτόριο ντε Σίκα σκηνοθέτησε κυρίως εμπορικές ταινίες όπως: Φιλουμένα Μαρτουράνο – Γάμος Αλά Ιταλικά (Matrimonio All’ Italiana, 1964) βασισμένη στο θεατρικό του Εντουάρντο ντι Φιλίππο Φιλουμένα Μαρτουράνο. Ακόμα δύο ταινίες του, πάντως, κέρδισαν το βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας: Χθες, σήμερα, αύριο (1963) και Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι (1970)που βασίζεται στο δημοφιλές μυθιστόρημα του Τζόρτζο Μπασάνι. Τελευταίες του ταινίες ήταν Το ιντερμέντσο μιας παντρεμένης (Una Breve Vacanza, 1974) και το Τελευταίο ταξίδι (Il Viaggio, 1974). Πέθανε στο Παρίσι το ίδιο έτος, 1974.
Ήταν γνωστή η αγάπη του για το τζόγο που ήταν αιτία να χάνει κατά διαστήματα διόλου ευκαταφρόνητα χρηματικά ποσά και να αναγκάζεται να αναλαμβάνει και ταινίες που διαφορετικά δε θα τον ενδιέφεραν.
Βραβεύσεις:
Ο Βιτόριο Ντε Σίκα έχει κερδίσει πολλές διακρίσεις τόσο στην Ιταλία όσο και διεθνώς. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται: Χρυσός Φοίνικας ( του φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών), Χρυσή Σφαίρα (Ιταλίας), Βραβεύσεις από το Συνδικάτο Κριτικών Κινηματογράφου της Ιταλίας (Ασημένια Κορδέλα) κ.α.