Η Odeon παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 26 Νοεμβρίου 2015 την ταινία Η Γέφυρα των Κατασκόπων (Bridge of Spies), με τον Τομ Χανκς.
Η νέα συνεργασία του τρις βραβευμένου με Όσκαρ Στίβεν Σπίλμπεργκ και του δις βραβευμένου με Όσκαρ Τομ Χανκς είναι ένα γεμάτο σασπένς δράμα που βασίζεται σε απίστευτα αληθινά γεγονότα.
Δεκαετία του ’50, στα πρώτα στάδια του Ψυχρού Πολέμου. Οι σχέσεις Η.Π.Α. και Σοβιετικής Ένωσης είναι ήδη τεταμένες αλλά η κατάσταση χειροτερεύει όταν το FBI συλλαμβάνει τον Ρούντολφ Έιμπελ, έναν Σοβιετικό πράκτορα που ζει στη Νέα Υόρκη. Η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να βρει έναν ανεξάρτητο δικηγόρο για την υπεράσπιση του Έιμπελ, πλησιάζει τον Τζέιμς Ντόνοβαν, έναν δικηγόρο από το Μπρούκλιν που ειδικεύεται στα ασφαλιστικά. Παρά την σχετική απειρία του, ο Ντόνοβαν δέχεται και επιδιώκει να εξασφαλίσει στον πελάτη του μια δίκαιη δίκη.
Λίγο καιρό αργότερα, ένα αμερικανικό κατασκοπικό αεροπλάνο καταρρίπτεται στη Σοβιετική Ένωση και ο πιλότος του, Φράνσις Γκάρι Πάουερς, συλλαμβάνεται. Η CIA, παρόλο που επίσημα αρνείται την συμμετοχή της στην αποστολή, φοβάται μήπως ο Πάουερς αποκαλύψει απόρρητες πληροφορίες. Λόγω της εντυπωσιακής παρουσίας του Ντόνοβαν στη δίκη του Έιμπελ, η CIA τον καλεί να αναλάβει την ευαίσθητη υπόθεση εθνικής σημασίας. Ο Ντόνοβαν αναχωρεί για το Βερολίνο για να διαπραγματευτεί την ανταλλαγή κρατουμένων, ωθούμενος από την αγάπη του για την πατρίδα και την ακλόνητη πίστη στις αρχές του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Όλοι έχουν δικαίωμα υπεράσπισης… κάθε ένα άτομο μετράει»
Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει συχνά ασχοληθεί με διάφορες ιστορικές περιόδους κατά τη διάρκεια της καριέρας του και έχει αποκτήσει την φήμη του λάτρη της Ιστορίας. Όταν ακόμη ήταν παιδί, οι διηγήσεις του πατέρα του ήταν αυτές που τον έκαναν να αντιληφθεί τα βαθιά ριζωμένα αισθήματα έχθρας και υποψίας ανάμεσα στις Η.Π.Α. και τη Σοβιετική Ένωση, και μία ιστορία τού έχει μείνει ιδιαίτερα χαραγμένη. «Ο πατέρας μου είχε πάει στη Σοβιετική Ένωση για επαγγελματικούς λόγους», λέει ο Αμερικανός σκηνοθέτης. «Αυτός και οι συνάδελφοί του στάθηκαν στην ουρά για να δουν τον εξοπλισμό του Πάουερς, το κατασκοπικό αεροπλάνο του οποίου κατερρίφθη. Η ουρά ήταν πολύ μεγάλη, αλλά δύο κυβερνητικοί τούς πλησίασαν, ζήτησαν τα διαβατήριά τους και τους έφεραν στην αρχή της ουράς, όταν κατάλαβαν ότι ήταν Αμερικανοί. Δεν ήθελαν να τους γλιτώσουν χρόνο αναμονής – τους έφεραν μπροστά στα συντρίμμια του αεροπλάνου, τους τα έδειξαν και τους έλεγαν ξανά και ξανά, ολοένα πιο θυμωμένα: “Κοιτάξτε τι μας κάνει η χώρα μας!”. Ποτέ δεν ξέχασα την ιστορία αυτή. Ποτέ δεν ξέχασα αυτό που συνέβη στον Φράνσις Γκάρι Πάουερς».
Έτσι, όταν έφτασε στα χέρια του το σενάριο του Ματ Σάρμαν για την ιστορία αυτή, ένα μίγμα δικαστικού δράματος, θρίλερ και ιστορικού έπους, ο Σπίλμπεργκ αμέσως έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, κυρίως χάρη στον κεντρικό χαρακτήρα της ιστορίας, ενός συνηθισμένου άνδρα με ηθική ακεραιότητα και κουράγιο που τον βοηθούν να ελιχθεί σε υψηλού ρίσκου καταστάσεις. «Πέρα από το γεγονός ότι τον είχαν συλλάβει και ανακρίνει, δεν ήξερα πολλά από τα παρασκηνιακά της υπόθεσης», λέει ο Σπίλμπεργκ, «ούτε το πώς η δική του υπόθεση συνδέθηκε με εκείνη του Σοβιετικού κατασκόπου. Με τράβηξε αμέσως αυτή η αντιπαράθεση. Επιπλέον, λατρεύω τις κατασκοπικές ταινίες!».
Το πρώτο προσχέδιο του Σάρμαν εστάλη στους αδερφούς Κοέν, οι οποίοι έκαναν τις δικές τους παρεμβάσεις, κυρίως στους διαλόγους και τη σκιαγράφηση του πρωταγωνιστικού ρόλου, φυσικά με την αναμενόμενη προσθήκη του χαρακτηριστικού τους χιούμορ.
«Δεν πρέπει να δείξουμε στους εχθρούς μας ποιοι είμαστε πραγματικά;»
Στην «Γέφυρα των Κατασκόπων», οι χαρακτήρες είναι η ουσία της ιστορίας, στην καρδιά της οποίας βρίσκεται, φυσικά, ο πρωταγωνιστής Τζέιμς Ντόνοβαν. Όταν ήρθε η ώρα να αποφασιστεί το κάστινγκ για τον καθοριστικό αυτό ρόλο, η επιλογή ήταν προφανής: ο Τομ Χανκς. Ο Σπίλμπεργκ και ο Χανκς, εξάλλου, απολαμβάνουν μία μοναδική και πολυετή δημιουργική σχέση, με τρεις ταινίες ήδη στο κοινό ενεργητικό τους («Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν», «Πιάσε με αν Μπορείς» και «The Terminal»), καθώς και την παραγωγή των πολυβραβευμένων τηλεοπτικών σειρών «Band of Brothers» και «The Pacific». «Ο Ντόνοβαν είναι το σύμβολο της αξιοπρέπειας, της αξιοπιστίας και του ιδεαλισμού, δηλαδή το ότι όλοι έχουν δικαίωμα στη Δικαιοσύνη», λέει ο Σπίλμπεργκ. «Η ηθική και η αίσθηση δικαιοσύνης του Τομ, καθώς και το γεγονός ότι χρησιμοποιεί την φήμη του για να αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο στον κόσμο, τον έκαναν τέλειο για τον ρόλο. Είναι ο ιδανικός συνεργάτης. Θα δοκιμάσει τα πάντα, έχει χίλιες ιδέες και είναι ανοιχτός σε χιλιάδες ακόμη. Είναι φοβερά δημιουργικός».
Για τον Χανκς, η απόφαση αποδείχθηκε εξίσου εύκολη. «Βρήκα συναρπαστικό το θέμα», εξηγεί. «Ήξερα ότι προέκυψε ένα σημαντικό διεθνές σκάνδαλο με την ανταλλαγή του Πάουερς, αλλά δεν ήξερα λεπτομέρειες ή το ποιος ήταν ο Ντόνοβαν. Λατρεύω την ιστορία και τις νέες γνώσεις οπότε αισθάνθηκα σα να κέρδιζα το λαχείο».
Κρίσιμη ήταν και η επιλογή ηθοποιού για τον βασικό ανταγωνιστικό ρόλο, αυτόν δηλαδή του Σοβιετικού κατασκόπου Έιμπελ, ο οποίος εκπλήσσει με την αφοσίωσή του στην πατρίδα του αλλά και τον αναπάντεχο δεσμό που αναπτύσσει με τον Ντόνοβαν. Αναζητώντας έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να σταθεί επάξια απέναντι στον Χανκς, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ θυμήθηκε μια μοναδική εμπειρία: όταν πρωτο-είδε τον Μαρκ Ράιλανς στη σκηνή. Ευρέως γνωστός ως ένας από τους καλύτερους -αν όχι ο καλύτερος- σεξπιρικός ηθοποιός όλων των εποχών, ο Ράιλανς έχει κάνει λίγες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές δουλειές, αλλά χαίρει της απόλυτης εκτίμησης των συναδέλφων του. «Ήταν μια συγκινητική, ψυχαγωγική ιστορία που σε κάνει επίσης να σκεφτείς», λέει ο ίδιος ο Ράιλανς για τους λόγους για τους οποίους είπε τελικά το ναι στο πρότζεκτ. «Ο Έιμπελ είναι ένας άνδρας που κάνει αυτό που πιστεύει καλύτερο για την πατρίδα του. Και αυτό είναι σημαντικό. Για τον ίδιο, βέβαια, δεν ξέρουμε πολλά πέρα από το ότι ήταν ένα απλό εκτελεστικό όργανο και όχι εγκέφαλος των επιχειρήσεων, και ότι η κυβέρνηση, όταν συνελήφθη, τον έκανε να φαίνεται πιο σημαντικός από ό, τι ήταν στην πραγματικότητα».
Γνωρίζοντας ότι ο Έιμπελ ήταν ικανότατος καλλιτέχνης, ο Σπίλμπεργκ θέλησε να ξεκινήσει την ταινία με ένα πλάνο-σύμβολο της εγγενούς πολυπλοκότητας του χαρακτήρα αλλά και όλων μας. Έτσι, η ταινία ξεκινά με την εικόνα του προσώπου του Μαρκ Ράιλανς ως Έιμπελ, ο οποίος έπειτα καταλαβαίνουμε ότι μελετά το πρόσωπό του για να ζωγραφίσει μία αυτοπροσωπογραφία. «Μου έδωσε ένα στιλιστικό έναυσμα», εξηγεί ο Σπίλμπεργκ, «σχετικά με το πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας ή το πώς νομίζουμε ότι θέλουν να μας βλέπουν οι άλλοι, κάτι που κάνουν και οι κατάσκοποι. Πρέπει να μεταμφιεστούν και να χαθούν στο πλήθος. Ήταν η ιδανική θεματική πρώτη νότα».
Θέλοντας να αναπαραστήσουν την ιστορική περίοδο και τα συγκεκριμένα γεγονότα όσο το δυνατόν καλύτερα, οι συντελεστές αναζήτησαν πολλές από τις τοποθεσίες, στις οποίες έλαβαν χώρα οι εξελίξεις. Έτσι, τα γυρίσματα έγιναν στη Νέα Υόρκη, το Βερολίνο και το Βρότσλαβ της Πολωνίας, στις περιοχές που είχε κινηθεί και ο πραγματικός Ντόνοβαν.
Τα γυρίσματα στο Βερολίνο, μάλιστα, συνέπεσαν με την 25η επέτειο από την πτώση του Τείχους. Στις 9 Νοεμβρίου του 2014, χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία Potsdamer Platz για να τιμήσουν την ημερομηνία στην οποία η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας κατάργησε τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία. Όπως παραδέχεται ο Σπίλμπεργκ, η στιγμή φόρτισε συναισθηματικά τα γυρίσματα. «Το Τείχος του Βερολίνου ήταν πραγματικά συμβολικό, αλλά δεν ήταν σαν το Αλκατράζ ή κάποια άλλη τεράστια φυλακή. Ήταν σχετικά εύκολο να το σκαρφαλώσεις, απλώς δεν τολμούσες να το κάνεις. Όταν γυρίζαμε τις σκηνές αυτές, το κοίταζα και σκεφτόμουν “Συνέβησαν πραγματικά όλα αυτά; Ήταν πράγματι έτσι χωρισμένο το Βερολίνο;” Μου θύμισε μια εποχή που διάφορα τείχη ανυψώθηκαν στον κόσμο, τα περισσότερα από τα οποία ήταν αόρατα, αλλά τείχη σε κάθε περίπτωση».
Ο Ράιλανς εντυπωσιάστηκε από την ικανότητα του Σπίλμπεργκ να διευθύνει μια τόσο μεγάλη παραγωγή, και ιδιαίτερα στις πολύπλοκες λήψεις με μεγάλο χρόνο προετοιμασίας. «Έχει πλήρη έλεγχο της ευρύτερης κατάστασης αλλά και κάθε μίας λεπτομέρειας, των σκηνικών, των κομπάρσων, όλων των κινήσεων. Αισθανόμουν ότι έβλεπα τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι να δουλεύει. Είναι σαν ζωγράφος, αλλά κινούμενων εικόνων». Για τον Χανκς, από την άλλη, αυτό είναι κάτι το συνηθισμένο: «Όταν έρχεσαι στο σετ του Στίβεν, το σκηνικό έχει ήδη χτιστεί, όχι μόνο στην πραγματικότητα αλλά και μέσα στο μυαλό του Στίβεν. Η δουλειά σου είναι να κάνεις αυτό που θέλει εκείνος, αλλά και να προσθέσεις μικρές ιδέες. Έχει μοντάρει την ταινία στο μυαλό του πριν καν κατασκευαστούν τα σκηνικά».
«Ξέρεις πώς θα κοιτάει ο κόσμος την οικογένεια του άνδρα που προσπαθεί να ελευθερώσει έναν προδότη;»
Την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν στο απόγειό του, ένας πόλεμος που αφορούσε πληροφορίες και όχι μάχες, ένας πόλεμος στον οποίο οι λέξεις ήταν το απόλυτο όπλο. Ήταν η εποχή της αντι-κομμουνιστικής προπαγάνδας, των ενημερωτικών βίντεο σε περίπτωση επίθεσης και των κίτρινων δημοσιευμάτων που σκορπούσαν τον φόβο και το μίσος στις Η.Π.Α. Κανείς δεν ήταν ασφαλής, ιδιαίτερα αν ήταν στα πρωτοσέλιδα ως υπερασπιστής ενός Ρώσου κατασκόπου.
Εξαιτίας της υπεράσπισης του Έιμπελ, ο Ντόνοβαν πέφτει θύμα της αδιακρισίας των ΜΜΕ και των συμπολιτών του, οι οποίοι δεν μπορούν να καταλάβουν για ποιο λόγο εκπροσωπεί έναν εχθρό της χώρας. Για τον Σπίλμπεργκ, αυτή είναι και η πεμπτουσία της ιστορίας: η ιδέα ότι οι άνθρωποι βγάζουν γρήγορα και απλοϊκά συμπεράσματα. «Θέλουμε να βρίσκουμε τον κακό και τον καλό στις ιστορίες και μόλις το κάνουμε, αμέσως σταματάμε να νοιαζόμαστε ή να προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτόν που έχουμε κρίνει ως κακό. Έτσι, όλα γίνονται μονοδιάστατα, κάθε αίσθημα ανοχής φεύγει από το παράθυρο. Αυτό που αγαπώ περισσότερο στην ιστορία αυτή είναι ότι όλοι αυτοί που νομίζουμε ότι έχουν κακούς σκοπούς, δεν έχουν απαραίτητα κακούς σκοπούς. Ούτε θέλουν να έχουν. Δεν είναι εύκολο να υποστηρίξεις κάποιον που είναι κατάσκοπος εναντίον της χώρας σου… πώς θα μπορούσαμε να βγούμε από αυτήν την εμπειρία έχοντας αλλάξει γνώμη για τον άνθρωπο αυτό; Στην ταινία, νοιαζόμαστε για αυτόν στο τέλος της ιστορίας, και γι’ αυτό την ξεχώρισα».
Σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ
Σενάριο Ματ Σάρμαν
Ίθαν Κοέν
Τζόελ Κοέν
Παραγωγή Στίβεν Σπίλμπεργκ
Μαρκ Πλατ
Κρίστι Μακόσκο Κρίγκερ
Ηθοποιοί Τομ Χανκς
Μαρκ Ράιλανς
Έιμι Ράιαν
Άλαν Άλντα
Σεμπάστιαν Κοχ
Όστιν Στόουελ
Ιβ Χιούσον
Μοντάζ Μάικλ Καν
Φωτογραφία Γιάνους Καμίνσκι
Σκηνικά Άνταμ Στοκχάουζεν
Μουσική Τόμας Νιούμαν
Διάρκεια 141’
Διανομή Odeon