Η ΑΜΑ Films παρουσιάζει την κλασική ιταλική κωμωδία Ο κλέψας του κλέψαντος του Μάριο Μονιτσέλι, σε επανέκδοση με νέες ψηφιακές κόπιες. Η ταινία θα προβάλλεται από την Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016 στους κινηματογράφους Άστυ και Πτι Παλαί.

ΣΥΝΟΨΗ

Μια συμμορία μικροαπατεώνων, που περιφέρεται στα λαϊκά περίχωρα της Ρώμης, προετοιμάζεται για ένα μεγάλο κόλπο, τη ληστεία ενός ενεχυροδανειστηρίου. Είναι, όμως, τόσο γκαφατζήδες που φεύγουν με μοναδική λεία μια κατσαρόλα με μακαρονάδα…

Χαρακτηριστική γλυκόπικρη κωμωδία της μεγάλης ιταλικής κινηματογραφικής σχολής, ένα μείγμα Commedia dellΆrte και νεορεαλισμού που «γέννησε» μια ολόκληρη σειρά ταινιών, οι οποίες «γέμισαν» τις αίθουσες όλης της Ευρώπης με δεκάδες παραγωγές για περισσότερα από είκοσι χρόνια.

Η ταινία του Μονιτσέλι, που τον επόμενο χρόνο (1959) έφερε μία συνέχεια με τον ίδιο να μη συμμετέχει στην παραγωγή, ήταν υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας 1959, κέρδισε το 2ο βραβείο στο Φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν καθώς και τα Βραβεία Σεναρίου, Α’ Ανδρικού Ρόλου και Παραγωγού από την Ένωση Ιταλών Δημοσιογράφων Κινηματογράφου.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Σκηνοθεσία: Μάριο Μονιτσέλι

Σενάριο: Μάριο Μονιτσέλι, Σούσκο Τσέκι Ντ’Αμίκο, Φούριο Σκαρπέλι, Αγκινόρε Ινκρότσι

Φωτογραφία: Τζιάνι Ντι Βενάντσο

Μουσική: Πιέρο Ουμιλιάνι

Παραγωγός: Φράνκο Κριστάλντι

Πρωταγωνιστούν: Βιτόριο Γκάσμαν, Ρενάτο Σαλβατόρι, Ροζάνι Ρόρι, Κλαούντια Καρντινάλε

Χώρες Παραγωγής: Ιταλία

Έτος Παραγωγής: 1958

Διάρκεια: 106΄

Διανομή: ΑΜΑ Films

TRIVIA

1.            «O Κλέψας του Κλέψαντος» αποτέλεσε την κύρια έμπνευσε του Μπομπ Φόσσι για το μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ «Big Deal» (1986). Όπως αργότερα παραδέχτηκε ο Φόσσι, κι άλλες παραγωγές του είναι εμπνευσμένες από άλλες ταινίες του ιταλικού σινεμά, όπως τις «Νύχτες της Καμπίρια» και το «8 ½» του Φελίνι, τα μιούζικάλ του «Sweet Charity» και «Nine» αντίστοιχα.

2.            Η αρχική σκέψη του Μονιτσέλι ήταν να τιτλοφορήσει την ταινία του «Le Madame», μια χαρακτηριστική φράση της ιταλικής αργκό των αστυνομικών. Τελικά δεν επικράτησε.

3.            «Ο Κλέψας του Κλέψαντος» είναι η πρώτη από τις συνολικά εννιά συνεργασίες του Μονιστέλι από τον Γκάσμαν.

4.            Το 2006, το περιοδικό Premier την συμπεριέλαβε, έπειτα από σχετικά ψηφοφορία, στις «50 κορυφαίες κωμωδίες όλων των εποχών».

5.            Οι αρχικές αντιρρήσεις του παραγωγού Κριστάλντι για τον Γκάσμαν κάμφθηκαν όταν το ισχυρό μακιγιάζ και η ψεύτικη μύτη τον μετέτρεψαν σε «χαμένο» μποξέρ. Τον θεωρούσε πολύ όμορφο και κομψό γι’ αυτόν τον ρόλο.

6.            «Ο Κλέψας του Κλέψαντος» είναι η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του σημαντικού ηθοποιού από τη Σαρδηνία Tiberio Murgia. Αποτελεί ανακάλυψη του Μονιτσέλι.

ΜΑΡΙΟ ΜΟΝΙΤΣΕΛΙ

Ο Μάριο Μονιτσέλι (Mario Monicelli, Ρώμη, 16 Μαΐου 1915 – Ρώμη, 29 Νοεμβρίου 2010) ήταν Ιταλός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας. Πολλές ταινίες του, όπως «Ο κλέψας του κλέψαντος», «Οι εντιμότατοι φίλοι μου», «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε» είχαν διεθνή επιτυχία και έκαναν γνωστή παγκοσμίως την επονομαζόμενη «Κωμωδία αλά Ιταλικά». Ήταν γιος της Μαρίας Καρέρι και του δημοσιογράφου Τομάζο Μονιτσέλι, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1946. Η αδελφή του πατέρα του ήταν σύζυγος του Αρνόλντο Μονταντόρι, ιδρυτή του μεγάλου ιταλικού εκδοτικού οίκου. Γεννήθηκε στη Ρώμη αλλά εσφαλμένα πολλές βιογραφίες του αναφέρουν το Βιαρέτζιο ως τόπο γέννησής του. Αφού τέλειωσε το δημοτικό στη Ρώμη, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Βιαρέτζιο. Εκεί έβγαλε το γυμνάσιο και τις δυο τάξεις του λυκείου και στη συνέχεια μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου τελείωσε το λύκειο και ξεκίνησε πανεπιστημιακές σπουδές.

Σε ηλικία 20 ετών γυρίζει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Η ταινία, αν και ερασιτεχνική, προβάλλεται στο Φεστιβάλ της Βενετίας και η επιτυχία της του εξασφαλίζει την είσοδό του, επαγγελματικά πλέον, στην 7η Τέχνη. Ξεκινά να εργάζεται ως σκριπτ για να φτάσει να γίνει βοηθός σκηνοθέτη. Στη συνέχεια θα γυρίσει στην Τοσκάνη και θα πάρει το πτυχίο του το 1941 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πίζας. Από το 1941 έως το 1943 υπηρετεί στον στρατό, το 1943 λιποτακτεί και πηγαίνει να κρυφτεί στη Ρώμη μέχρι το καλοκαίρι του 1944. Το 1945 εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στον Πιέτρο Τζέρμι. Το 1946 του αναθέτουν να γράψει το σενάριο μαζί με τον Στένο (καλλιτεχνικό όνομα του Στέφανο Βανζίνα) για την ταινία «Ο αετός της στέπας». Η ταινία έχει μεγάλη επιτυχία και από κει κι έπειτα οι δυο τους θα συνεργαστούν σε αρκετές ταινίες τόσο ως συν-σεναριογράφοι όσο και ως συν-σκηνοθέτες. Το 1957 κερδίζει το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία «Πίσω από τα κλειστά παράθυρα».

Η μεγάλη όμως στιγμή για την καριέρα του έρχεται το 1958 με την ταινία «Ο κλέψας του κλέψαντος». Την επόμενη χρονιά με την ταινία «Ο μεγάλος πόλεμος» κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ θα έρθει το 1963 για το σενάριο της ταινίας «Οι σύντροφοι». Τη δεκαετία του ’60 θα ξεκινήσει η συμμετοχή του σε αρκετές σπονδυλωτές ταινίες, σε συνεργασία με άλλους σκηνοθέτες όπως ο Φεντερίκο Φελίνι και ο Λουκίνο Βισκόντι. Το 1966 γυρίζει την ταινία «Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», μια σάτιρα τοποθετημένη στην εποχή των σταυροφοριών, που θ’ αφήσει εποχή. Τη δεκαετία του ’70 θα ακολουθήσουν μερικές ακόμη σημαντικές ταινίες όπως το «Θέλουμε τους κολονέλους», «Οι εντιμότατοι φίλοι μου» και «Ο ανθρωπάκος». Η ταινία «Θέλουμε τους κολονέλους» είναι μια πολιτική σάτιρα με σαφείς αναφορές στη χούντα των Συνταγματαρχών. Μια ομάδα δυσαρεστημένων από το ιταλικό καθεστώς συνωμοτούν και προσπαθούν να ανατρέψουν την κυβέρνηση με ένα πραξικόπημα. Στο πλευρό τους έχουν κι έναν Έλληνα συμβουλάτορα, τον συνταγματάρχη Ανδρέα Αυτοματικό.

Ο Μονιτσέλι, ξεκινώντας από απλές κωμικές ηθογραφίες, ακολούθησε την εξέλιξη της ιταλικής κοινωνίας σε όλο το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και σατίρισε τη μεσαία τάξη και τα λαϊκότερα στρώματα με μαύρο χιούμορ. Αγαπημένα του μοτίβα υπήρξαν η οικογένεια, η φιλία (περιορισμένη στο ανδρικό φύλο), ο θάνατος, η σεξουαλική καταπίεση, η τρέλα, η αποτυχία μεγαλεπήβολων σχεδίων. Το αβίαστο γέλιο των πρώτων ταινιών του, με την απανταχού παρούσα κοινωνική κριτική, οδηγείται σε πικρόχολο χιούμορ και πολλές φορές χάνεται το χάπι εντ, για να καταλήξει σε δράμα, που όμως αφήνει πάντα περιθώριο στο γέλιο. Για τον ίδιο τον Μονιτσέλι, το χαρακτηριστικό της «Κωμωδίας αλλά Ιταλικά» ήταν ότι ασχολήθηκε με δραματικά θέματα δοσμένα με κωμικό τρόπο. Κάτι που ξεκίναγε ήδη από τον μεσαίωνα και τον Βοκάκιο.

Στις δεκαετίες ’80 και ’90 συνεχίζει ακούραστος να γράφει σενάρια και να σκηνοθετεί αρκετές ακόμη ταινίες. Από το 2000 μέχρι το 2008 θα γυρίσει μερικά ντοκιμαντέρ και στα ενενήντα του χρόνια θα γυρίσει την τελευταία του ταινία. Το βράδυ της 29ης Νοεμβρίου 2010, έχοντας πια φτάσει τα 95 και υποφέροντας από καρκίνο του προστάτη (στο τελευταίο στάδιο), αυτοκτονεί πέφτοντας από το παράθυρο του θαλάμου του νοσοκομείου της Ρώμης, όπου νοσηλευόταν.