Καταγραφή ενός προσωπικού κραδασμού; Αποτύπωση της αρμονίας; Μια περιχαρακωμένη περιοχή δεδομένων σκέψεων ή μια σαφής απεικόνιση ενός μετασχηματισμένου κόσμου;
Τι ακριβώς είναι η λογοτεχνία; Μια παραγωγή λέξεων ικανών να νοηματοδοτήσουν το ατομικό και κοινωνικό μας επίπεδο ή ένα προϊόν της πεισματικής προσπάθειας μερικών ανθρώπων να αρθρώσουν έναν αληθινό λόγο;
Μήπως τελικά είναι απλώς το μοναδικό αξιακό μέτρο που έχουμε για την αξιολόγηση ενός πολιτισμού, αφού σε κάθε εποχή οι αλήθειες που την χαρακτήριζαν ενσωματώνονταν μέσα στο λογοτεχνικό σύμπαν που συνέθετε ο πνευματικός της κόσμος;
Σήμερα η ελληνική κοινωνία πάσχει καθολικά, ανήμπορη να δεχτεί το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας νέας, απόλυτα υποβαθμισμένης σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Οι Κασσάνδρες της εποχής επιμένουν να φωνάζουν ότι η καλή, σύμφωνα με τους όρους της κλασικής, λογοτεχνία, εξοστρακίζεται σιγά-σιγά από μια κοινωνία που έχει τόσο απόλυτα διαβρωθεί. Είναι σίγουρο όμως ότι, όπως έχει συμβεί και σε παλαιότερες εποχές, όταν η κοινωνία καταφέρει να ξεπεράσει το αρχικό σοκ που της προκάλεσε η διάψευση, τότε θα στραφεί να ζητήσει ελπίδα από τις πνευματικές φυσιογνωμίες, εκείνες που θα είναι ικανές να εμπνεύσουν ξανά τη χαμένη αίσθηση ότι υπάρχει πολιτισμός σ’ αυτόν τον τόπο και μοιραία θα επανατοποθετήσει τα πράγματα, αναζητώντας νέες μορφές κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η λογοτεχνία οφείλει να δείξει ότι ο ελεύθερος στοχασμός, ο στοχασμός που αναπτύσσεται δυναμικά, παιδαγωγικά και προπαντός με συναίσθηση ευθύνης, μπορεί να γίνει ένα ελεύθερο έδαφος στο οποίο οι ηθικές αξίες μιας ολόκληρης κοινωνίας θα μπορούν τόσο να αναχθούν σε πρωταρχικό μέλημα όσο και να προστατευθούν. Και μόνο με αυτόν τον τρόπο ο πολιτισμός επανέρχεται σε έναν τόπο.
Και για τον ίδιο τον δημιουργό; Τι ακριβώς αντιπροσωπεύει η λογοτεχνία ιδιαίτερα στις μέρες μας; Είναι δεδομένο ότι ένα λογοτεχνικό έργο αποτελεί ταυτόχρονα τον προσδιοριστικό παράγοντα ταυτότητας ενός δημιουργού και καθορίζει παράλληλα και τον προσωπικό οδηγό ισορροπίας και επιβίωσής του, καθώς ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται το γράψιμο ως ένα είδος εσωτερικού ρυθμού της ζωής που εξελίσσεται παράλληλα και αλληλένδετα με την πραγματική, σ’ έναν άλλο, ιδιαίτερο, απόκρυφο κόσμο, τα όρια του οποίου διαρκώς μετατοπίζονται. Η ελευθερία που αυτός ο ρυθμός υπαγορεύει ενυπάρχει ακριβώς σ’ αυτόν τον κόσμο, τον μυστικά υπαρκτό και αδιόρατα θεατό.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φλωμπέρ διατυμπάνιζε πως «κάθε έργο προς σύνθεση έχει τη δική του ποιητική που πρέπει να τη βρούμε», υπονοώντας πως ο συνδυασμός ανάμεσα στις κοινωνικές σχέσεις είναι που διαμορφώνει ανά εποχή το μυθιστόρημα και η ποιητική υπερβολή, που εντάσσει σ’ αυτό το συναίσθημα είναι ο λόγος που ένα λογοτεχνικό έργο παίρνει αξία. Σε όλες τις περιπτώσεις η αφηγηματική ισορροπία είναι το ζητούμενο και για την επίτευξή της είναι απαιτούμενος ο συγκερασμός πολλών δεδομένων, αφού στην τέχνη δεν υπάρχει πιστή απεικόνιση ή όπως ο Αντρέ Μαλρώ έλεγε: «δεν υπάρχει στην τέχνη πιστή φωτογραφία».
Η ύπαρξη στοιχείων με την ταυτόχρονη ανυπαρξία τους, η λύτρωση από την κοινωνική ασκήμια και τελικά η αγνότητα ως πρωτεϊκό αποτέλεσμα της τέχνης είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία εκείνα που απαιτούνται σε ένα λογοτεχνικό έργο για να του δώσουν ζωή και κατ’ επέκταση να εφοδιάσουν με το απαραίτητο πνευματικό οξυγόνο τον δημιουργό του.
Η ιδεολογία που φανερά ή υποδόρια διαπερνά το έργο και η λογοτεχνική αξιοποίηση των διακειμενικών προσεγγίσεών του είναι παράγοντες που ο λογοτέχνης πρέπει να έχει κατά νου αν θέλει να προσδώσει στο έργο του την απαραίτητη αισθητική αξία. Το έργο μπορεί να γίνει μια σημαντική πηγή καταγγελίας, μια εξεικονισμένη λεκτική διαμαρτυρία, ένας αφυπνιστικός στοχασμός και η κοινωνική αποστολή της λογοτεχνίας είναι δεδομένη και διαχρονική με την έννοια ότι σε περιόδους κοινωνικής και ηθικής κρίσης προσανατολιζόταν σε θεματογραφία ανάλογη των περιστάσεων.Αυτό συνέβαινε επειδή οι άνθρωποι οι οποίοι εκπροσωπούσαν την πνευματική ηγεσία αυτού του τόπου είχαν επιλέξει μέσα από το έργο τους να διερευνούν και να συντάσσονται στα προβλήματα της κοινωνίας, αναζητώντας λύσεις γι’ αυτά.
Μα πέρα και πάνω από όλα αυτά, η λογοτεχνία είναι τρόπος ζωής τόσο για τον δημιουργό της όσο και για τον τελικό αποδέκτη της. Ένα πνευματικό αντιστάθμισμα στον εκάστοτε σκοταδισμό. Ένας έρωτας που γεννιέται ερήμην σου και γιγαντώνεται μέσα σου. Κι όπως κάθε έρωτας μπορεί ταυτόχρονα να κάνει τον ερωτευμένο να επιχειρεί ένα ταξίδι τόσο μέσα στον προσωπικό του κόσμο όσο και πέρα από αυτόν. Ένας εθισμός στον οποίο ενδίδει κανείς όπως συμβαίνει πάντα χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει.
Το κυριότερο είναι ότι γίνεται ο τρόπος που αναζητά κανείς τις προσωπικές του αλήθειες. Το δικό του μονοπάτι ζωής, ένα μονοπάτι ερμητικής καθαρότητας που όταν περάσει μέσα σ’ αυτό μπορεί να δει τον κόσμο με εντελώς διαφορετικά μάτια. Η λογοτεχνία είναι ένα όνειρο και γι’ αυτό, σύμφωνα με τον ποιητή Πωλ Βαλερύ: «όλες οι υπερβολές του ονείρου της ανήκουν».
Info:
Η Τέσυ Μπάιλα κατάγεται από τις Κυκλάδες αλλά γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία Ελληνικού Πολιτισμού και μετάφραση Λογοτεχνίας. Ασχολείται με τη φωτογραφία και ατομικές της εκθέσεις έχουν φιλοξενηθεί στο πανεπιστήμιο Gakugei της Ιαπωνίας και στην Αθήνα. Είναι συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Παράλληλα δημοσιεύει δοκίμια σε εφημερίδες και περιοδικά. Κυκλοφορούν τα βιβλία της: «Το πορτρέτο της σιωπής», εκδ. Έναστρον, «Το παραμύθι της βροχής», εκδ. Δοκιμάκης και «Το μυστικό ήταν η ζάχαρη», εκδ.Ψυχογιός.