«Μνήμη και πολλή αγάπη χρειάστηκε για να γράψω την ιστορία της ζωής μου. Στο μυθιστόρημα μπορείς να λες ό,τι φαντάζεσαι, να κινείς τους ήρωές σου όπως θέλεις, να τους βάζεις να λένε ό,τι σκέφτεσαι εσύ. Όταν όμως τα πρόσωπα είναι αληθινά, δεν γίνεται ούτε τοσοδά να λαθέψεις, μια και κανείς τους δεν μπορεί πια να σε επιβεβαιώσει ή να σε διαψεύσει».
Με αυτά τα λόγια στο οπισθόφυλλο του βιβλίου η Άλκη Ζέη μας προϊδεάζει για όλα όσα θα διαβάσουμε στο νέο της βιβλίο. Ένα βιβλίο στις σελίδες του οποίου μια πλειάδα προσωπικοτήτων περνά και φωτίζεται μέσα από τις αναμνήσεις της ίδιας. Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο Βεάκης, ο Γκάτσος, ο Εμπειρίκος, η Ζωρζ Σαρή, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Κώστας Αξελός, η Μελίνα Μερκούρη, ο θείος Πλάτωνας και η Διδώ Σωτηρίου, ο Εμπειρίκος, ο Πλωρίτης, ο Χατζιδάκις και ο Κουν είναι μερικές από τις εμβληματικές προσωπικότητες της εποχής που διαμόρφωσαν πολιτισμικά τη μεταπολεμική Ελλάδα και η Ζέη βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει μέσα από τις κοινές τους μνήμες για όλα όσα διαμόρφωσαν τις προσωπικότητες αυτές στα νεανικά τους χρόνια και παράλληλα όλα όσα διαμόρφωσαν τον πνευματικό κόσμο αυτού του τόπου.
Μια αφήγηση που ξετυλίγεται σαν μια προσωπική πρωτοπρόσωπη εξομολόγηση κι εξιστορεί με την ίδια ενάργεια τόσο την προσωπική ιστορία ζωής της Άλκης Ζέη όσο και την πολιτική της ίδιας της χώρας. Ιστορίες που συχνά εμπλέκονται σε μεγάλο βαθμό και η συγγραφέας τις αφηγείται σαν να βρίσκεται καθισμένη στο σαλόνι της αναπαυτικά και μονολογεί.
Τα παιδικά της χρόνια, οι πρώτες καλλιτεχνικές συγκινήσεις, τα πρώτα φλερτ, η αναλφάβητη Θεοδώρα, το πιάνο που θα πουληθεί για να μπορέσει η Ζέη να γίνει καλά, «το καπλάνι της βιτρίνας» και ο Κλούβιος είναι μερικά μόνο από τα αναφερόμενα κι όλα αυτά σε μια Ελλάδα που αγωνίζεται να επιβιώσει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι ανθρώπινες σχέσεις στη ζωή της Άλκης Ζέη, τόσο την προσωπική όσο και την οικογενειακή, δομούνται σε πέτρινα χρόνια και η λαγαρή μνήμη της συγγραφέως γίνεται το καλά ξυσμένο μολύβι της παιδικής της ηλικίας που καταγράφει τα πάντα. Άλλωστε αυτό ήταν η αιτια για να ασχοληθεί με τη συγγραφή.
Η Άλκη Ζέη με μια αφηγηματική δεινότητα εντελώς προφορική, με μια αρχιτεκτονική του λόγου γνωστή από την προηγούμενη δουλειά της, είτε αυτή αφορά σε παιδιά είτε σε ενήλικες, αυτοβιογραφείται με απόλυτη ειλικρίνεια, περνώντας πριν από τα χρόνια της «Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα» και δίνει την ευκαιρία μέσα από μια ρέουσα μυθιστορία να μάθουν οι νεότερες γενιές και να θυμηθούν οι παλαιότερες όλα εκείνα που δημιούργησαν το ψηφιδωτό της Ελλάδας.
Με μια νεανική δροσιά περιγράφει με κινηματογραφική ζωντάνια, μια γραμμική ιστορία ζωής από εκείνες που πολλοί θα ήθελαν να είχαν ζήσει, με εμπειρίες που ποτέ δεν σκέφτηκε ότι δεν θα ήθελε να είχε βιώσει. Άλλωστε η ίδια κλείνει το οπισθόφυλλο του βιβλίου της λέγοντας:
«Ευτυχώς που υπάρχει η αδελφή μου και η μνήμη της είναι αλάνθαστη και η ζωή της μπλέκεται με τη δική μου. Μόλις διάβασε αυτά που έγραψα μου είπε: «Έτσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε». «Τώρα» της λέω, «που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ‘θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;» «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ».
Διαβάστε για το βιβλίο της Άλκης Ζέη, Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εδώ.