Όταν ξυπνάς κάθε πρωί βυθισμένη σε μια ανυπόφορη ρουτίνα… Όταν οι επιθυμίες σου γίνονται κομπάρσοι σε ένα έργο που επαναλαμβάνεται… Όταν η καρδιά σταματάει να αναγνωρίζει τους όρκους του μυαλού…

Ποιος μπορεί τότε να κατηγορήσει δύο ανθρώπους που ερωτεύονται;

Ξεκίνησα να γράφω το «Στον Γκρεμό», έχοντας στο μυαλό μου απ’ την αρχή ολόκληρη την ιστορία και όλους τους χαρακτήρες. Στα έργα μου δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει ο έρωτας, γιατί είναι το κύριο συστατικό της ζωής. Ειδικά σε αυτό το βιβλίο, αναδύονται δύο ερωτικές ιστορίες, οι οποίες όμως μπλέκονται με ένα αστυνομικό μυστήριο. Πολύ συχνά γυρίζω στα πρώτα βήματα της καριέρας μου, στο θέατρο και το τραγούδι. Έπαιξα πολύ ωραία πράγματα στο θέατρο και τραγούδησα υπέροχα τραγούδια του Μίκη, όπως «Το γελαστό παιδί», «Του μικρού βοριά» και τα τραγούδια της Ζάτουνας. Γι’ αυτό και στα τελευταία μου μυθιστορήματα εμφανίζεται ένας συγκεκριμένος θίασος να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο.

Η επιλογή του ονόματος «Στον Γκρεμό» δεν ήταν τυχαία. Όνειρα, έρωτες, ελπίδες, προσδοκίες· όλα γκρεμίζονται ξαφνικά στους βασικούς ήρωες του μυθιστορήματος ώσπου προς το τέλος αχνοφαίνεται μια ηλιαχτίδα στην άκρη του τούνελ. Αγαπάω όλους τους πρωταγωνιστές μου και τους αισθάνομαι σαν συγγενείς και φίλους μου, αργώ να τους αποχωριστώ. Υπάρχει μια εξαίρεση: εκείνους που δεν αγαπώ καθόλου, αλλά χωρίς αυτούς δεν μπορεί να υπάρξει μυθιστόρημα, είναι οι κακοί χαρακτήρες- αυτούς που εγώ αποκαλώ «τέρατα».

Γενικά, η δημιουργία των ηρώων δεν με παιδεύει. Είναι σαν να τους βλέπω μπροστά μου, να μου συστήνονται, να συζητάμε για τη ζωή τους. Μου αρέσει πάρα πολύ να γράφω το πρωί και ειδικά την πρώτη ημέρα που καταπιάνομαι με ένα καινούργιο βιβλίο, επειδή τα έχω όλα στο κεφάλι μου και φοβάμαι μην τα ξεχάσω, προσπαθώ να τα σημειώσω όλα, γράφω για ώρες χωρίς διακοπή, φτάνω μέχρι το βράδυ.

Όπως κάθε συγγραφέας, θα ήθελα ο κάθε αναγνώστης να βρει πράγματα στο βιβλίο που να τον συγκινήσουν και να τον προβληματίσουν. Θα ήθελα το βιβλίο μου να τον αγγίξει τόσο ώστε να του κρατήσει συντροφιά και να το συζητάει για καιρό με τους φίλους του.

Info:

Η Ντόρα Γιαννακοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μυτιλήνη. Με το τέλος των θεατρικών της σπουδών στην Αθήνα θα παίξει και θα τραγουδήσει στο έργο Ένας Όμηρος του Μπρένταμ Μπίαμ, που ανέβασε ο Λεωνίδας Τριβιζάς στο «Κυκλικό Θέατρο» με τραγούδια που είχε γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης για το έργο. Ένα από αυτά είναι και το εμβληματικό «Γελαστό Παιδί» που το τραγούδησε τότε σε συναυλίες και δίσκους. Ταυτοχρόνως αρχίζει μια παράλληλη καριέρα στο θέατρο και στο τραγούδι, με σύγχρονες εμφανίσεις στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στις πρώτες μπουάτ στην Πλάκα. Βγάζει δίσκους με τα τραγούδια του Όμηρου και συνεχίζει με την «Όμορφη Πόλη» των Θεοδωράκη, Μποστ, Κακογιάννη και λίγο αργότερα με τις «Μικρές Κυκλάδες» του Οδυσσέα Ελύτη. Στη διάρκεια της χούντας φεύγει στο εξωτερικό, όπου με μια μικρή ομάδα κάνει τουρνέ σε χώρες της δυτικής και της ανατολικής Ευρώπης μ’ ένα ιδιόμορφο πρόγραμμα, βασισμένο στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Μετά τη μεταπολίτευση σταματά σχεδόν αμέσως το θέατρο και το τραγούδι.

Η πρόβα του νυφικού, που κυκλοφόρησε το 1993, είναι το πρώτο της μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα είναι το πρώτο της γραπτό κείμενο, με δεύτερο ένα διήγημα στο περιοδικό  με τίτλο «Ο Πάπαρδος», δημοσιευμένο το 1995. Το δεύτερο μυθιστόρημά της, Ο μεγάλος θυμός, κυκλοφόρησε το 1996. Και τα δύο μυθιστορήματα έγιναν σειρές για την τηλεόραση, το πρώτο στον ΑΝΤ-1 και το δεύτερο στο MEGA, σε σκηνοθεσία Κώστα Κουτσομύτη. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα Με τα μάτια του έρωτα (1999), Οι τρεις χήρες (2001), που έγινε σειρά στον ALPHA, Αμαρτωλέ μου άγγελε (2002), Έρως μετ’ εμποδίων (2004), Το μενταγιόν (2007), Ένοχα μυστικά (2009) και Πεθαίνω για σένα (2011).