27ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου: Το πρόγραμμα της τελετής ληξης


Tην Κυριακή 26 Οκτωβρίου στις 8.30 μ.μ. στον κινηματογράφο Όπερα, το 27ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου κατεβάζει την αυλαία του με την πρώτη προβολή της ταινίας “Jimmy’s Hall” σε σκηνοθεσία Ken Loach και σενάριο Paul Laverty. Η προβολή πραγματοποιείται σε συνεργασία με την εταιρία διανομής Feelgood Entertainment.

Tην Κυριακή 26 Οκτωβρίου στις 8.30 μ.μ. στον κινηματογράφο Όπερα, το 27ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου κατεβάζει την αυλαία του με την πρώτη προβολή της ταινίας “Jimmy’s Hall” σε σκηνοθεσία Ken Loach και σενάριο Paul Laverty. Η  προβολή πραγματοποιείται σε συνεργασία με την εταιρία διανομής Feelgood Entertainment.

Όπως κάθε χρόνο, της προβολής θα προηγηθεί η Τελετή Λήξης του Φεστιβάλ, στην οποία θα απονεμηθούν τα βραβεία του 27ου Πανοράματος. Δύο κριτικές επιτροπές θα επιλέξουν τις νικήτριες ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος. Την πρώτη αποτελούν μέλη της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κινηματογράφου (FIPRESCI): Ο Κροάτης, Dragan Jurak (κριτικός στο HR3Radio και στο εβδομαδιαίο περιοδικό Novosti), ο Ισραηλινός, Shy K. Shegev (κριτικός στο Megaron News και το Telecinema Channel1 TV) και ο Έλληνας, Κωνσταντίνος Μπλάθρας (κριτικός στο μηνιαίο περιοδικό ΡΗΞΗ).

Εδώ και τρία χρόνια, το βραβείο της FIPRESCI ονομάζεται πλέον «βραβείο στη μνήμη του Θόδωρου Αγγελόπουλου», αφιερωμένο στη μνήμη και την προσφορά του κορυφαίου Έλληνα σκηνοθέτη. Η δεύτερη κριτική επιτροπή θα δώσει το καθιερωμένο πλέον Βραβείο Κοινού που απονέμει 5μελής επιτροπή αναγνωστών του περιοδικού «Αθηνόραμα». 
(Σημ.: Για τους θεατές της προβολής της ταινίας της λήξης διατίθενται 200 εισιτήρια).     

Τέλος, στην τελετή, θα βραβευτούν, με το Ειδικό Βραβείο του Πανοράματος, για την προσφορά τους στον κινηματογράφο, ο Βρετανός σεναριογράφος Paul Laverty, ο Παλαιστίνιος σκηνοθέτης Elia Suleiman και οι Έλληνες σκηνοθέτες Κώστας Φέρρης και Σταύρος Τσιώλης.

Μετά τη λήξη της προβολής θα ακολουθήσει party στο Bartesera (Κολοκοτρώνη 25, Στοά Πραξιτέλους) με την ευγενική χορηγία των Οίνων Semeli.
 

JIMMY’S HALL

O πολιτικοποιημένος και ανθρωπιστής σκηνοθέτης από την Ιρλανδία επιστρέφει και μας διηγείται μια συγκλονιστική, αληθινή ιστορία που διαδραματίζεται μετά το αριστούργημα του «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι» (Χρυσός Φοίνικας, 2006). Σε συνεργασία με τον σπουδαίο σεναριογράφο Paul Laverty (πιστό του συνεργάτη εδώ και χρόνια), ο Ken Loach φτιάχνει μια διαχρονική και συγκινητική ταινία αναδεικνύοντας τον προσωπικό αγώνα, την αυτοθυσία και την αλληλεγγύη. Μέσα στην «αίθουσα του Jimmy», οι πρωταγωνιστές της ταινίας χορεύουν σε ήχους τζαζ και σουίνγκ, γελούν και διασκεδάζουν, εκφράζοντας έτσι την ελευθερία του πνεύματος και της ζωής.


Για τον Ken Loach, η μουσική και ο χορός αποτελούν στην ιστορία του την απόλυτη έκφραση ελευθερίας. «Γεγονός πάντοτε επικίνδυνο για τους ασκούντες εξουσία» τονίζει ο πάντα συνεπής στην αριστερή πολιτική σκέψη, σκηνοθέτης. Αν στο «Ο Άνεμος χορεύει το κριθάρι» οι μάχες δίνονταν στο μέτωπο ή τους δρόμους, εδώ η μάχη αφορά την καθημερινή ζωή, το διακύβευμα είναι οι ατομικές ελευθερίες και εχθροί είναι όσοι τις επιβουλεύονται.
 
Το 1921, σε μια Ιρλανδία στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, η αμαρτία του Τζίμι Γκράλτον ήταν να στήσει με δικά του χρήματα, μια αίθουσα χορού σε ένα αγροτικό σταυροδρόμι. Το Pearse-Connolly Hall ήταν ένα μέρος όπου οι νέοι της κοινότητας θα μπορούσαν να συγκεντρώνονται, να μαθαίνουν, να διαφωνούν, να ονειρεύονται… πάνω απ’ όλα όμως να χορεύουν και να διασκεδάζουν. 

Με τη δημοτικότητα της αίθουσας να αυξάνεται, ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της, σε συνδυασμό με το ελεύθερο πνεύμα που προήγαγε, δεν θα μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα από την Εκκλησία και τους πολιτικούς, που ανάγκασαν τον Τζίμι να φύγει από την περιοχή και την αίθουσα να κλείσει. 

Μια δεκαετία αργότερα, κατά την κορύφωση της μεγάλης οικονομικής κρίσης, ο Τζίμι επιστρέφει στη γενέτειρά του από τις ΗΠΑ, με στόχο να φροντίσει τη μητέρα του και να ζήσει μια ήσυχη ζωή καλλιεργώντας το οικογενειακό χωράφι, μακριά από μπλεξίματα με την εξουσία. 


Εγκαταλελειμμένη και άδεια, η αίθουσα παραμένει κλειστή παρά τις εκκλήσεις των νέων της περιοχής. Ωστόσο, καθώς ο Τζίμι επανεντάσσεται στην κοινότητα και βλέπει τη φτώχεια και την αυξανόμενη πολιτιστική καταπίεση, ο ηγέτης και ο ακτιβιστής μέσα του, βγαίνει ξανά στην επιφάνεια, παίρνοντας την απόφαση να ανοίξει την αίθουσα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο κοινός σκοπός της επαναλειτουργίας της αίθουσας θα ενώσει εκ νέου την κοινότητα, βάζοντάς τόσο τον Τζίμι όσο και την πρωτοβουλία του, ξανά στο στόχαστρο της εκκλησίας και των πολιτικών προυχόντων.

Tο “Jimmy’s Hall” είναι μια ταινία στην οποία η μυθοπλασία πηγαίνει χέρι-χέρι με την πραγματικότητα. Ο Laverty σπεύδει να τονίσει ότι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο “Jimmy’s Hall” και το «Ο Άνεμος χορεύει το κριθάρι» βρίσκεται στο γεγονός ότι στο πρώτο προσπάθησαν να μείνουν πιστοί στο πνεύμα της εποχής, αλλά με φανταστικούς χαρακτήρες, ενώ εδώ έπρεπε να βασιστούν σε ντοκουμέντα της εποχής, αλλά και σε διαδόσεις σχετικά με τη ζωή και την προσωπικότητα του Τζίμι Γκράλτον.  Ο Loach παραδέχεται ότι δεν υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες για τον Ιρλανδό ακτιβιστή: «Είναι λυπηρό, καθώς είναι σαφές ότι επρόκειτο για έναν θαυμάσιο άνθρωπο. Από την άλλη βέβαια, αυτό μας έδωσε την ελευθερία να φανταστούμε την ιδιωτική ζωή του, και να εξερευνήσουμε τις επιλογές του. Θέλαμε να δώσουμε στο κοινό ένα χαρακτήρα με εσωτερικό πλούτο, και όχι έναν δισδιάστατο ακτιβιστή.  Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να πάρουμε ελευθερίες σε ό,τι αφορά τους κεντρικούς χαρακτήρες, μένοντας όμως πιστοί στα ιστορικά γεγονότα.»

Σε επίπεδο ερμηνειών, ο Δουβλινέζος θεατρικός ηθοποιός Barry Ward, κάνει το κινηματογραφικό ντεμπούτο του σε πρωταγωνιστικό ρόλο, ερμηνεύοντας τον Τζίμι με αξιοθαύμαστη συνέπεια και γοητεία, ενώ παράλληλα ο Jim Norton ενσαρκώνει τον Πατέρα Σέρινταν, τη νέμεση του ήρωα, με τη σκαιότητα που –αναπόφευκτα-χαρακτηρίζει τους εκπροσώπους της συντήρησης.

Η υπέροχη φωτογραφία του Robbie Ryan αναδεικνύει τόσο τα πανέμορφα τοπία, όσο και τα αισθητικά πρότυπα μιας εποχής που φτάνει στις μέρες μας μέσα από την αχλή του ρομαντισμού που αναπόφευκτα περιβάλει αυτές τις εποχές, ενώ το soundtrack της ταινίας αποκτά σχεδόν αυτόνομη οντότητα χάρη στην ευφυή ανάμιξη παραδοσιακής ιρλανδικής μουσικής και τζαζ της δεκαετίας του ’30, ντύνοντας ιδανικά τις ανέμελες στιγμές των κατοίκων μέσα στην αίθουσα χορού.

“Ίσως αυτή να είναι η τελευταία ταινία μυθοπλασίας για τον Ken,” είχε δηλώσει η παραγωγός Rebecca O’Brien λίγο καιρό πριν, προσθέτοντας ότι ο σκηνοθέτης σκοπεύει στο εξής να αφοσιωθεί στη δημιουργία ντοκιμαντέρ. Ευτυχώς για τους ανά τον κόσμο σινεφίλ, ο Loach άλλαξε γνώμη και το “Jimmy’s Hall” δεν θα σηματοδοτήσει την αποχώρησή του από τις ταινίες μυθοπλασίας.

Ακόμη κι έτσι να ήταν όμως, αυτή θα ήταν μια πραγματικά μεγαλειώδης έξοδος, ισάξια της μέχρι τώρα πορείας του. Κι αυτό γιατί το “Jimmy’s Hall”, η ενδέκατη συνεργασία του Loach με τον Laverty, καταφέρνει κάτι πολύ σημαντικό, τόσο μέσω της μεστής και την ίδια στιγμή παθιασμένης κινηματογράφησής του, όσο και μέσω της απαράμιλλης σεναριακής ευαισθησίας του: Να μας υπενθυμίσει – χρησιμοποιώντας ένα συναρπαστικό επεισόδιο της ιρλανδικής Ιστορίας- ότι η γνώση και η τέχνη αποτελούν τα καλύτερα εχέγγυα για την πολυπόθητη ατομική και συλλογική ελευθερία.

Η ταινία θα κυκλοφορήσει επισήμως στις αίθουσες στις 4 Δεκεμβρίου, από τη Feelgood Entertainment.

Διοργάνωση: ΚΕΝΤΡΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

Με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, του ΕΟΤ, της ΝΕΡΙΤ, και του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού & Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ