Από τις εκδόσεις Κίχλη κυκλοφορεί το βιβλίο του Νίκου Καχτίτση με τίτλο Ο εξώστης σε επιμέλεια της Γιώτας Κριτσέλη και του Βίκτωρ Καμχής και σε εικονογράφηση της Εύης Τσακνιά.
“Ο ήρωας του Εξώστη, για να γλιτώσει, καταφεύγει στην Αφρική. Αλλά, ενώ γλιτώνει από τους εχθρούς του, δεν μπορεί να διαφύγει την τιμωρία από τον κυριότερο κατήγορο: τον εαυτό του. Βλέπει οράματα, περνάει νύχτες και νύχτες αϋπνίας. Η μοναξιά, το κλίμα κ.λπ. τον σκοτώνει, όπως επίσης και οι αναμνήσεις. Τέλος, έπειτα από πολυετή παραμονή στην κόλαση της Αφρικής, δύο εφιαλτικά περιστατικά ανασκαλεύουν και ξεσκεπάζουν ένα παρελθόν που είχε κατορθώσει με τα ψέματα να κρύψει από τον εαυτό του. Η όλη ιστορία τελειώνει με τον ήρωα παίρνοντα την απόφαση ν’ αυτοκτονήσει κατά τον εξής τρόπο: Διώχνει τους υπηρέτες του, κόβει κάθε σχέση με τις γνωριμίες του (που έχει στην αποικιακή αυτή πόλη), και αποτραβιέται για πάντα στην έπαυλή του […], μέσα στην ενδοχώρα της ζούγκλας, αποφασισμένος να πεθάνει από την ασιτία, και από την ασφυξία που θα του εξασφαλίσουν τα διάφορα φυτά της Αφρικής, τα οποία, με τον γιγαντισμό και την επεκτατικότητα που τα διακρίνει, θα φράξουν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τις πόρτες, τα παράθυρα, κάθε άλλο άνοιγμα…”
Επιστολή του Ν. Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο, 3.3.1963
Στο βιβλίο έχω επιχειρήσει να δώσω την ατμόσφαιρα ενός ξενοδοχείου […], την τροπική ατμόσφαιρα, την ατμόσφαιρα της πολιορκίας, την ατμόσφαιρα του σπιτιού ενός, στη Γάνδη, και ιδιαίτερα του γραφείου του, που βλέπει προς ένα φθινοπωρινό κήπο, κ.λπ. -όλα κάτω από ένα αμυδρό φως, και ορώμενα πλαγίως κάπως, και όχι κατευθείαν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ν. Καχτίτσης, επιστολή στον Γ. Παυλόπουλο, 2.7.1964
Ο Νίκος Καχτίτσης(1926-1970) γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1926 στη Γαστούνη της Ηλείας, πέμπτο από τα έξι παιδιά του Θωμά και της Μελπομένης Καχτίτση (το γένος Λογοθέτη). Ο πατέρας του, με καταγωγή από την Ήπειρο (Κόνιτσα), ήταν σιδηροδρομικός των ΣΠΑΠ (Σιδηροδρόμων Πειραιώς-Αθηνών-Πατρών) και την περίοδο εκείνη υπηρετούσε στη Γαστούνη. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Μανωλάδα και την Πάτρα. Από τον Σεπτέμβριο του 1931 μέχρι τον Ιούνιο του 1935 φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Βάρδας (κωμόπολης και σιδηροδρομικού κόμβου κοντά στη Μανωλάδα Ηλείας). Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο πατέρας του μετατέθηκε στο Ναύπλιο όπου διέμεινε η οικογένεια μέχρι το καλοκαίρι του 1940, οπότε και μετακόμισε πάλι στη Βάρδα, διατηρώντας ωστόσο δεύτερο σπίτι στην Πάτρα όπου κατοίκησε ο Καχτίτσης.
Τον Σεπτέμβριο 1940 εγγράφεται στην Δ΄ τάξη του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Πατρών και αναπτύσσει στενή φιλία με τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερό του Ντίνο Ηλιόπουλο, γιο του Γυμνασιάρχη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μεταξύ Οκτωβρίου 1942 και Μαρτίου 1943, οι συμμαθητές και φίλοι Ν. Καχτίτσης, Ντ. Ηλιόπουλος, Λ. Μπαζός, Σπύρος Στεφανόπουλος (αδελφός του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλου), Μαρία Στοφόρου [Μανωλάκου], όντας σε επικοινωνία με τον Γιώργη Παυλόπουλο στον Πύργο Ηλείας (όπου εξεδίδετο το νεανικό, πατριωτικό περιοδικό “Οδυσσέας”), αποφασίζουν την έκδοση, σε χειρόγραφη μορφή, ενός φιλολογικού πατριωτικού περιοδικού, της “Μέλισσας”. Στις 20 Δεκεμβρίου ετοιμάζεται ένα πρώτο σχεδίασμα. Ο Καχτίτσης καλλιγραφεί ιδιοχείρως τα πρώτα τέσσερα αντίτυπα, τα οποία κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι μεταξύ 15 και 20 Μαρτίου 1943. H έκδοση αναστέλλεται ύστερα από ανώνυμες επιστολές “με την απειλή πως αν τολμήσει να εμφανισθεί το αναρχικό έντυπο “θα καταγγελθείτε εις τας Αρχάς Κατοχής ως αντιτιθέμενοι στο κρατούν καθεστώς”” (Μαρία Mανωλάκου, “Ο έφηβος Νίκος Καχτίτσης”, περιοδικό “Γράμματα και Τέχνες”, τχ. 46, Ιούλιος-Αύγουστος 1986, σ. 5). Απογοητευμένα, τα περισσότερα μέλη της συντακτικής επιτροπής εντάσσονται στις τάξεις της ΕΠΟΝ. Ο Καχτίτσης διατηρεί στενές σχέσεις με τα υπόλοιπα μέλη, ωστόσο δεν εντάσσεται στην ΕΠΟΝ. Λίγο πριν από την απελευθέρωση της Πάτρας από τον ΕΛΑΣ, στις 4 Οκτωβρίου1944, συλλαμβάνεται και κρατείται από τα Τάγματα Ασφαλείας, επειδή διατηρούσε αλληλογραφία με τον στενό του φίλο, Λάκη Μπαζό, ενταγμένο τότε στην ΕΠΟΝ.
Στις 24 Μαρτίου 1949, ενώ ο Εμφύλιος συνεχιζόταν, παρουσιάστηκε στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τριπόλεως. Απολύθηκε από τον Ελληνικό Στρατό ύστερα από τριάμισι χρόνια θητείας στις 21 Ιουλίου 1952 με τον βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Στις 24 Ιανουαρίου 1953 αναχώρησε αεροπορικώς από την Αθήνα -μέσω Παρισιού, Μπορντώ και Τύνιδας- για τη Ντουάλα του γαλλικού Καμερούν, όπου είχε προσληφθεί ως λογιστής στη βρετανική εταιρεία Paterson, Zochonis & Co Ltd. Επέστρεψε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1955.
Τον Ιούνιο του 1956 έλαβε επίσημη πρόσκληση από τη Θάλεια Τσαπουλάρη να μεταβεί στον Καναδά ως επίσημος μνηστήρας της. Μετά από σύντομη διαμονή στο Παρίσι και το Λονδίνο, στις 6 Ιουλίου αναχώρησε από το Σαουθάμπτον με το υπερωκεάνιο Ascania για το Μόντρεαλ. Στις 27 Οκτωβρίου νυμφεύτηκε τη Θάλεια Τσαπουλάρη στον ορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας στο Μόντρεαλ με κουμπάρο τον νεανικό του φίλο Ντίνο Ηλιόπουλο. Στο Μόντρεαλ θα βιοποριστεί με ποικίλες εργασίες: κατ’ οίκον διδασκαλία αγγλικών και γαλλικών σε ομογενείς, υπάλληλος ταξιδιωτικού πρακτορείου και επίσημος δικαστικός διερμηνέας, εργασία που θα αποτελέσει την κύρια πηγή εσόδων του. Στις 11 Ιανουαρίου 1962 γεννήθηκε ο γιος του Θωμάς-Κωνσταντίνος.
Με την κήρυξη της Δικτατορίας, στις 21 Απριλίου 1967 και ακολουθώντας την τακτική πολλών Ελλήνων συγγραφέων, ο Καχτίτσης παύει να τυπώνει κείμενα στην ελληνική γλώσσα. Εξαίρεση στον κανόνα η υπό την εκδοτική επωνυμία “Λωτοφάγος” έκδοση τον Δεκέμβριο του 1967 του “Ήρωα της Γάνδης”. Τον Μάιο του 1968 ως εκδότης πλέον τύπωσε τις “Πρόκες” του Γ. Δανιήλ και πάλι υπό την εκδοτική επωνυμία του “Λωτοφάγου”. Αμφότεροι τόμοι στοιχειοθετήθηκαν στα πιεστήρια όπου τυπωνόταν η ημερήσια ομογενειακή εφημερίδα “Το Ελληνοκαναδικό Βήμα”. Το καλοκαίρι του 1968 εγκατέστησε στο υπόγειο του σπιτιού του ένα χειροκίνητο πιεστήριο και τύπωσε υπό τη διακριτική επωνυμία “Anthelion Press” στην αγγλική γλώσσα κείμενα δικά του, του Ε. Χ. Γονατά και άλλων καθώς και τρία αντιδικτατορικά τομίδια. Άνθρωπος διηνεκώς κατεχόμενος από φοβίες και λόγω της ημιεπίσημης θέσης του ως δικαστικού διερμηνέως, εξέδωσε τις ανωτέρω εκδόσεις ανωνύμως. Παράλληλα δημοσίευσε με ψευδώνυμο σειρά άρθρων στο “Ελληνοκαναδικό Βήμα” στα οποία παίρνει θέση κατά της Δικτατορίας.
Στις 6 Απριλίου 1970 διαγιγνώσκεται ότι πάσχει από οξεία λευχαιμία. Στις 17 Μαΐου έφτασε στην Αθήνα και την επομένη στην Πάτρα, όπου διέμεινε σε συγγενείς του. Δύο ημέρες πριν πεθάνει εισήχθη στο Νοσοκομείο της Πάτρας όπου και εξέπνευσε στις 25 Μαΐου 1970. Ενταφιάστηκε στις 26 Μαΐου το απόγευμα στον οικογενειακό τάφο σε μια πλαγιά του Α΄ Νεκροταφείου Πατρών, αλλιώς Νεκροταφείου των Αγγέλων.
Διαβάστε την κριτική βιβλίου που γράφει ο Γιάννης Αντωνιάδης, εδώ.