Μπορούμε να γράψουμε για την κρίση τη στιγμή της κρίσης; Το ερώτημα με βασάνισε τα τρία προηγούμενα χρόνια. Καθώς δημιουργήθηκε μια “αγορά” της κρίσης (βιβλία γύρω από την κρίση, ταινίες γύρω από την κρίση, ραδιόφωνο και τηλεόραση της κρίσης, πανεπιστημιακές διατριβές, συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης κ.ο.κ.) όποιος αρνιόταν να συζητήσει αυτή τη θεματική, να την επισημάνει, να την κάνει σημαία του ήταν το μαύρο πρόβατο της εποχής του. Αποκομμένος από τη συχνότητα της συγκυρίας, απολιτικός, αδιάφορος, ήταν εκτός θέματος, εκτός “μόδας”.

Όποτε μου ζητούσαν να συμμετέχω σε συζητήσεις, εκδόσεις, κινήσεις αρνιόμουν. Θεωρούσα την κρίση πολύ σοβαρότερη από μια ευκαιριακή κουβέντα, ένα άδειασμα του συναισθήματος, μια διαστροφική γιορτή του θυμικού. Έκανα λοιπόν κάτι που είχα να κάνω από φοιτήτρια: κλείστηκα στο σπίτι μου και διάβασα φιλοσοφία. Η λογοτεχνία που πάντα με βοηθούσε στις μικρές και μεγάλες υπαρξιακές κρίσεις δεν μπορούσε να με σώσει. Η φιλοσοφία (και δε μιλάω εδώ για συστηματικά διαβάσματα, πεταγόμουν από τον Νίτσε στον Σοπενχάουερ κι από ’κει στον Επίκουρο και στους Στωικούς) έγινε το παυσίλυπό μου. Με οχύρωσε σ’ έναν μη τόπο απ’ όπου μπορούσα να κοιτάζω με σχετική ηρεμία τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα και στον κόσμο. Με οχύρωσε χωρίς να με αποκόψει από τη ζωή· ό, τι διάβαζα αναφερόταν στους τρόπους που ζούμε σήμερα κι έμοιαζε με χρησμό για το μέλλον.

Για ένα χρόνο δεν έγραψα καθόλου λογοτεχνία. Και δεν παρακολούθησα την επικαιρότητα με τον ασθματικό τρόπο του δημοσιογράφου που κάποτε υπήρξα. Ένιωθα σαν μια επισκέπτρια από μακρινό πλανήτη που παρατηρεί τα πάντα χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο. Αυτή η αδυναμία, αυτή η ανικανότητα κατανόησης της ζωής που στην αρχή μου φάνηκε δυσβάσταχτη και στη συνέχεια με έσπρωξε στα φιλοσοφικά κείμενα ήταν η δική μου επανάσταση απέναντι στην κρίση. Μια επανάσταση σιωπηλή κι ωστόσο με έντονο παλμό που άφησε ισχυρό αποτύπωμα μέσα μου και σε ό, τι έκανα έκτοτε. «Η Γυναίκα του Θεού» γράφτηκε στην ατμόσφαιρα αυτής της υπαρξιακής ταραχής. Ξαναέφερε αργά και με κόπο στη ζωή μου τη χαρά της ανάγνωσης και της συγγραφής, αποδεικνύοντας κάτι που έχει χιλιοειπωθεί: ότι η κρίση είναι μια ευκαιρία.

Info:

Η Αμάντα Μιχαλοπούλου πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού «Ρεύματα» και τη συλλογή διηγημάτων « Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη» (1994). Το έργο της έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» (Γιάντες, 1996), το βραβείο Διεθνούς Λογοτεχνίας του Αμερικανικού Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Τεχνών και το Liberis Liber των ανεξάρτητων Kαταλανών εκδοτών («Θα ήθελα», 2008), το βραβείο διηγήματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών («Λαμπερή Μέρα», 2012).
Έχει γράψει επτά μυθιστορήματα, τρεις συλλογές διηγημάτων και αρκετά παιδικά βιβλία,. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες.

Φωτό: Δημήτρης Τσουμπλέκας


 * Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 29