Ποιητικές συλλογές και τα Άπαντα μεγάλων ποιητών τα βλέπουμε να εκδίδονται ξανά και ξανά συνήθως με ελάχιστες “διορθώσεις” και κριτικά σχόλια, τα οποία είναι περισσότερο μια επίπλαστη αφορμή έκδοσης παρά μια πηγαία φιλολογική ανάγκη.
Τα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη υπό τη φιλολογική επιμέλεια της Χριστίνας Ντουνιά ανήκουν στη δεύτερη περίπτωση για πολλούς λόγους: στον τόμο δεν συμπεριλαμβάνονται μόνον οι ήδη γνωστές συλλογές αναδημοσιευμένες, αλλά και ποιήματα αθησαύριστα σε περιοδικά, εφημερίδες και στο αρχείο Πολυδούρη, και σχόλια τα οποία όντως δίδουν μια νέα διάσταση στο έργο της. Έτσι στην ουσία κρίνοντας μια κριτική έκδοση, περισσότερο κρίνουμε την προσφορά της στο φιλολογικό και αναγνωστικό σύμπαν και λιγότερο το έργο της Πολυδούρη καθεαυτό. Βέβαια, η κρίση ως προς μία κρίση συμπεριλαμβάνει υποχρεωτικά και το αντικείμενο κρίσης, δηλαδή τα ποιήματα της Πολυδούρη.
Ας ακολουθήσουμε την -κατά τα άλλα παραπλανητική- διάκριση μορφής και περιεχομένου, ώστε να θίξουμε τα στοιχεία που προκαλούν ενδιαφέρον σε κάθε περίπτωση. Ως προς τη μορφή, λοιπόν, πολλά ποιήματα ακολουθούν πιστά σταθερά ποιητικά μοτίβα, που αναδεικνύουν μεν το ταλέντο της ποιήτριας στην παράδοση, αλλά και μια προσκόλληση ίσως σε ήδη δοκιμασμένα πρότυπα, που ήδη από τότε θεωρούνταν παρωχημένα. Ωστόσο, σε άλλα ποιήματα, που μπορεί και πάλι να βασίζονται σε αυστηρά σχήματα, δίνεται η αίσθηση πως κινούνται σε ένα συνεχές απ-ελευθέρωσης. Η προσηλωμένη μελέτη των ποιημάτων του Καρυωτάκη οδηγούν την Πολυδούρη στο να δοκιμάζει τολμηρούς διασκελισμούς και τονική ποικιλότητα τέτοια, που κάποια ποιήματα σπάνια τελικά διαβάζονται με στρωτή-ισομερή ρυθμικότητα∙ υπερισχύει η μοντέρνα μουσικότητα. Μάλιστα ο Άγρας θεωρεί ότι η Πολυδούρη καταλήγει στον ελεύθερο στίχο. Γενικώς, η φυσικότητα της Πολυδούρη στη στιχουργία επικροτείται στις Σημειώσεις, όμως προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι στα ποιητικά συμφραζόμενα του μοντερνισμού τέτοια ποιητικά βήματα έχουν ήδη γίνει και δεν αποτελούν καινοτομία. Δηλαδή, η ποιήτρια θα μπορούσε υποθετικά από το ήδη γόνιμο ποιητικό έδαφος να καλλιεργήσει μία ακόμη πιο “ελεύθερη” στιχουργικά μορφή.
Αλλά από την άλλη, ούτε αυτό αποτελεί επιχείρημα μειωτικό για τη στιχουργία της Πολυδούρη, καθώς αυτό που κρίνεται είναι η αισθητική ποιότητα και η δεξιοτεχνία και όχι το αν ακολουθεί το “ρεύμα” της εποχής επιτυχώς.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στις πρώτες αναγνώσεις αυτό που ως περιεχόμενο εκπέμπεται είναι σίγουρα η οδύνη για όσα χάθηκαν (ο έρωτας, η υγεία, η ξεγνοιασιά) και μάλιστα πολλές φορές η σύγχρονη αναγνωστική προσέγγιση αντιλαμβάνεται έναν παράταιρο μελοδραματισμό. Αυτό που κυρίως προσφέρει η φιλολογική αυτή έκδοση είναι μια διαφορετική θέαση στον κατά τα άλλα -εύστοχα ειπωμένο από τον Αγγ. Τερζάκη- “ματωμένο λυρισμό” της Πολυδούρη. Αυτό που με νηφαλιότητα υποστηρίζεται είναι το φιλοσοφικό βάθος και η εκ των έξω αντιμετώπιση του πόνου εκ μέρους της Πολυδούρη, κάτι που έχει παρατηρηθεί και από άλλους κριτικούς. Τα Σχόλια πείθουν και ωθούν σε μια νέα ανάγνωση της Πολυδούρη, αναδεικνύοντας την υπερήφανη στάση της ποιήτριας ενάντια στα τεκταινόμενα και τον υψηλού επιπέδου συμβολισμό των στίχων της. Όντως μετά την αποκάλυψη της διάστασης αυτής ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως κάποιες εικόνες αντλούνται από αντίστοιχες σολωμικές, ιδωμένες μέσα από ένα άλλο (περισσότερο γυναικείο;) πρίσμα.
Ωστόσο, κάποιες φορές μας προκλήθηκε η εντύπωση πως εν τέλει η συγκεκριμένη κριτική εξαίρει αρκετά την φιλοσοφικότητα των ποιημάτων της Πολυδούρη, ή τουλάχιστον περισσότερο από όσο μας επιτρέπουν τα ίδια τα ποιήματα γυμνά. Βέβαια, ο καθένας νομιμοποιείται ανάλογα με τα διαβάσματά του να αναγνωρίζει στοιχεία που άλλοι δεν αναγνωρίζουν. Είναι πολύ θετικό ότι η προσέγγιση της Ντουνιά πείθει, σε ποιο βαθμό όμως αυτά γίνονται αντιληπτά από έναν επαρκή αναγνώστη της Πολυδούρη (πριν την ανάγνωση της κριτικής!) μας προβληματίζει. Έπειτα τίθεται με συνέπεια το ζήτημα της ομολογουμένως μονοσήμαντης -έως τώρα- ανάγνωσης του έργου της Πολυδούρη, λόγω του ότι υπαγορεύεται από έναν επιφανειακό βιογραφισμό που τελικά επισκιάζει το ταλέντο της ποιήτριας. Η ιστορική, φιλολογική και καλλιτεχνική αντιμετώπιση του θέματος ανοίγουν νέα μονοπάτια για την ανάγνωση της Πολυδούρη, όπως για παράδειγμα το ότι η ζωή τέτοιων προσωπικοτήτων είναι τόσο άμεσα συνδεδεμένη με την τέχνη τους που συνιστά “λογοτεχνικό γεγονός”. Παρ’ όλα αυτά, εκφράζεται έντονα και το αίτημα για αποσύνδεση ζωής και ποίησης της Πολυδούρη. Σίγουρα τέτοια ζητήματα χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Αυτό που μας έμεινε από την Κριτική αυτή Έκδοση είναι η προσοχή με την οποία οφείλουμε να διαβάζουμε τέτοια έργα και η σκέψη που απαιτείται για να εκφραστεί οποιαδήποτε άποψη-κρίση σχετικά με κάποιο ποιητικό έργο. Τα ποιήματα της Πολυδούρη μας υπενθυμίζουν πόσο σημαντικό είναι να λαμβάνουμε υπόψη τους όρους πρόσληψης της ποίησης σε κάθε εποχή. Καθιστούν, επίσης, αναγκαία την εκ των προτέρων δήλωση της Θεωρίας με την οποία προσεγγίζεται η ποίηση, με αποτέλεσμα να μας κάνει λίγο περισσότερο επιστήμονες.
Τα Ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφορούν από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας.