Νέα, όμορφη, ταλαντούχα και πολλά υποσχόμενη, που διαγράφει την προσωπική καλλιτεχνική της πορεία με σταθερά βήματα, δίπλα σε πολύ αξιόλογους καλλιτέχνες. Ο λόγος για την ηθοποιό Ηλιάνα Μαυρομάτη, κόρη των επίσης ηθοποιών Βασίλη Μαυρομάτη και Λίλας Καφαντάρη.
Φέτος, συμμετείχε για πρώτη φόρα στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην «Μεγάλη Χίμαιρα», που παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρώτη από το Θέατρο Πορεία σε συμπαραγωγή με το φεστιβάλ. Το γνωστό και αγαπητό μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση, στη διασκευή του Στρατή Πασχάλη και υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Δημήτρη Τάρλοου, επαναλαμβάνεται για 30 μόνο παραστάσεις, από 22 Νοεμβρίου, στο Θέατρο Πορεία.
Πριν ξεκινήσουν οι παραστάσεις, η ηθοποιός μας μίλησε για αξιόλογες συνεργασίες, για τον λογοτεχνικό της έρωτα με τον Καραγάτση, για την ανεκπλήρωτη και σκοτεινή πλευρά του έρωτα, για την ελλιπή θεατρική εκπαίδευση στη χώρα μας, αλλά και τα μελλοντικά της σχέδια.
Το θέατρο σήμερα, χρειάζεται νέο “αίμα”, με ταλέντο, θέληση και πείσμα, για να μπορεί να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Και όπως έχω ξαναπεί, για την Ηλιάνα Μαυρομάτη διαγράφεται ένα λαμπρό υποκριτικό μέλλον.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Culturenow.gr: Ξεκινήσατε το θεατρικό σας «ταξίδι» έχοντας δίπλα σας πολύ αξιόλογους δασκάλους –Στέλιος Παυλίδης, Ελένη Σκότη-. Τι θυμάστε πιο έντονα απ’ αυτούς και ποια είναι τα “εφόδια” που σας έδωσαν για την συνέχεια;
Ηλιάνα Μαυρομάτη: Ο Στέλιος Παυλίδης ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος στη δραματική σχολή, ευτύχησα να τον έχω δάσκαλο για αρκετά χρόνια. Μας δίδαξε ήθος, πειθαρχεία, σοβαρότητα, αφοσίωση, μας ενέπνεε πάθος για την τέχνη μας, το πως είναι άμεσα συνυφασμένη με την προσωπικότητα, την αγωνία και τη ζωή του καλλιτέχνη. Μαζί του δουλέψαμε κυρίως πάνω στο γερμανικό εξπρεσιονισμό, παρ’ όλα αυτά, επέμενε ότι για να περάσει κανείς στην αφαίρεση που απαιτεί αυτή η φόρμα, είναι απαραίτητο να έχει περάσει από τον ρεαλισμό και να έχει “φάει με το κουτάλι” , όπως μας έλεγε τον Στανισλάβσκι. Γι’ αυτό και η επόμενη “κρούση” μου για μαθητεία, ήταν στην Ελένη Σκότη. Μαζί της, εκτός απ’ την εμπειρία των παραστάσεων με την ομάδα ΝΑΜΑ, παρακολούθησα επί αρκετά χρόνια εργαστήρια αυτοσχεδιασμού πάνω στη μέθοδο του Στανισλάβσκι και το ρεαλισμό. Κοινό και των δυο δασκάλων μου ήταν το ζητούμενο της σκηνικής αλήθειας. Κάτι στο οποίο προσπαθώ να εμβαθύνω πάντα και νομίζω για πάντα.
Cul. N.: Ερχόμαστε σε μία από τις καλύτερες στιγμές της περσινής σεζόν –κατά τη γνώμη μου- την Τίρζα. Τι στίγμα άφησε μέσα σας αυτή η παράσταση;
Η. Μ.: Η “Τίρζα” ήταν μια ευτυχής συγκυρία, λόγω της αποδοχής του κοινού σε συνδυασμό με την πολύ όμορφη συνεργασία με τους συναδέλφους και τον Κώστα Φιλίππογλου. Προσωπικά βίωσα αυτή τη δουλειά σα μια θεατρική ενηλικίωση. Είχαμε τόση ελευθερία κατά τη διαδικασία των προβών, που κάποια στιγμή τρόμαξα κι έπρεπε να δω τί θα την κάνω, πώς να τη διαχειριστώ! Επίσης ενδιαφέρον είχε η επαφή που είχα για πρώτη φορά με τους κώδικες του σωματικού θεάτρου.
Cul. N.: Και φέτος όμως ξεκινήσατε δυναμικά, αφού συμμετείχατε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Μεγάλη Χίμαιρα. Στο “τιμόνι” της Μεγάλης Χίμαιρας ο Δημήτρης Τάρλοου, με ένα “πλήρωμα” αξιοζήλευτο! Πώς αισθάνεστε γι’ αυτή συνεργασία, με τον σκηνοθέτη αλλά και τους υπόλοιπους συντελεστές;
Η. Μ.: Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συνεργασία, μια έντονη εμπειρία του Φεστιβάλ Αθηνών που δεν είχα ξαναζήσει, αλλά περιμένω να την απολαύσω πιο ολοκληρωμένα το χειμώνα στο θέατρο “Πορεία”, όπου είναι και ο τόπος δημιουργίας της παράστασης. Η ομάδα μας πάντως είναι πράγματι πολύ δυνατή. Ο Δημήτρης Τάρλοου είναι ιδιαίτερος, πολύ απαιτητικός απ’ τους ηθοποιούς. Ήταν πρόκληση η συν-δημιουργία.
Cul. N.: Τι σας τράβηξε το ενδιαφέρον στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Καραγάτση, διαβάζοντάς το πρώτη φορά; Ποια είναι τα θέματα που εγείρει;
Η. Μ.: Η πρώτη φορά που διάβασα τη “Μεγάλη Χίμαιρα” ήταν ένα καλοκαίρι, περνώντας πολλές ώρες απορροφημένη πάνω σε μια αιώρα, γελώντας, κλαίγοντας και μη μπορώντας να αφήσω απ’ τα χέρια μου το βιβλίο. Ήταν ένας λογοτεχνικός έρωτας με τον Καραγάτση, τη γλώσσα, το φως, τη θάλασσα και την Ελλάδα. Το βασικό θέμα που με κέντρισε μάλλον είναι το ανεκπλήρωτο της ανθρώπινης ψυχής που μπορεί να οδηγήσει στα άκρα.
Cul. N.: Πως διατηρείται η μαγεία και η ποίηση του Καραγάτση στη σκηνική εκδοχή του έργου που παρουσιάζετε;
Η. Μ.: Η διασκευή του Στρατή Πασχάλη είναι περισσότερο εντοπισμένη στην ποιητική γλώσσα του Καραγάτση, κάτι που νομίζω ότι είναι και η πρόκληση για μας στη συγκεκριμένη δουλειά. Καλούμαστε να δραματοποιήσουμε τον συνειρμικό τρόπο που γράφει ο Καραγάτσης και να εξωτερικεύσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα που κυρίως περιγράφονται στο βιβλίο. Μας βοηθάει πολύ η αισθητική προσέγγιση του σκηνοθέτη, η μουσική, τα σκηνικά, η αίσθηση που δημιουργείται απ’ έξω προς τα μέσα.
Cul. N.: Στην παράσταση ερμηνεύετε τρεις ρόλους. Τί κρατάτε στον καθένα απ’ αυτούς; Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς η ίδια την ανεκπλήρωτη, αλλά και την σκοτεινή πλευρά του έρωτα;
Η. Μ.: Καθένας απ’ τους ρόλους είναι για μένα ένα μικρό ταξίδι. Ο βασικός ρόλος της Λιλλής είναι και ο περισσότερο ανεπτυγμένος. Αν και ομολογώ ότι περνώ εξίσου δημιουργικά και με τους άλλους δυο, την Καλλιόπη, έναν βουβό ρόλο, αλλά και την πόρνη που συναντά ο Γιάννης σε μια κρίσιμη στιγμή του έργου. Προσωπικά, στον έρωτα βλέπω μόνο τη σκοτεινή και ανεκπλήρωτη πλευρά του. Τα φωτεινά συναισθήματα που προκαλούνται απ’ αυτόν μάλλον τα τοποθετώ στο επίπεδο της αγάπης που μπορεί να καλλιεργείται εν τω μεταξύ.. Στη σπάνια και πολύτιμη περίπτωση που συμβεί βέβαια.. Συνήθως μένει το σκοτεινό και ανεκπλήρωτο που σε τραντάζει και σε μετακινεί..
Cul. N.: Κάθε φορά που η αυλαία κλείνει, απομακρύνεστε από τον ρόλο σας; Τι αντιπροσωπεύει το θέατρο στη ζωή σας;
Η. Μ.: Ευτυχώς ναι, περνώντας η ώρα επανέρχομαι την πραγματικότητα της ζωής μου, που βέβαια εμπεριέχει και τους ρόλους. Το θέατρο μάλλον είναι ένα άλλοθι, ένα μέσο να επικοινωνώ με τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω μου, τους συμπαίκτες μου και το κοινό, αυτά που δε μου επιτρέπει ο κομφορισμός της ζωής και της κοινωνίας. Να εκφράζω αυτά που νιώθω, να επικοινωνήσω αυτά που με πιέζουν, με την διαίσθηση οτι αφορούν κι άλλους εκτός από μένα. Πάντα με αφορμή και όχημα έναν ποιητή, το λόγο του και τις ιδέες του.
Cul. N.: Ποια είναι η άποψή σας για την θεατρική εκπαίδευση στην χώρα μας –μιας και είστε φοιτήτρια θεατρικών σπουδών;
Η. Μ.: Είναι δυστυχώς ελλιπής και ανοργάνωτη. Το διδακτικό προσωπικό κάνει συνήθως υπεράνθρωπες προσπάθειες, να μεταδώσει ό,τι έχει, αλλά λείπει η ακαδημαική μεθοδολογία και προσέγγιση της υποκριτικής και του θεάτρου. Με αποτέλεσμα όλοι οι ηθοποιοί να ψάχνουμε εναγωνίως (ακριβή) επιμόρφωση σε σεμινάρια επί σεμιναρίων..
Cul. N.: Εσείς προσωπικά, ως νέος άνθρωπος και καλλιτέχνης, αισθάνεστε ανασφάλεια για το επαγγελματικό σας μέλλον και γενικότερα για το μέλλον του θεάτρου στη χώρα μας;
Η. Μ.: Η ανασφάλεια και ο φόβος όλους μας αλλοτριώνει. Δε θα μπορούσε να αφήσει κανέναν ανεπηρέαστο. Προσπαθώ να πορεύομαι με δύναμη, πίστη και αγώνα, να μην πτοούμαι, να στηρίζω τους ανθρώπους που με περιβάλλουν όσο μπορώ, και να παίρνω δύναμη απ’ αυτό. Αν κάποια στιγμή δεν καταφέρω να κάνω αυτή τη δουλειά με αξιοπρέπεια, πιθανόν να κάνω κάτι άλλο για να βιοποριστώ όπως έχω κάνει και στο παρελθόν. Το θέατρο στην Ελλάδα έχει μεγάλη δυναμική. Οι νέοι καλλιτέχνες, μέσα από την ανέχεια και τη δυσκολία, νομίζω θα διαμορφώσουν τα επόμενα χρόνια νέο πολιτιστικό σκηνικό.
Cul. N.: Φτάνοντας στο τέλος… μόλις ρίξει “άγκυρα” η Μεγάλη Χίμαιρα, έχετε κάποια επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια που μπορείτε να μας αποκαλύψετε;
Η. Μ.: Πριν ρίξει “άγκυρα” η Χίμαιρα, στο ίδιο θέατρο από τον Φεβρουάριο, θα παρουσιάσουμε την παράσταση “Η γυναίκα απ’ τα παλιά” του Ρ. Σίμελπφένινγκ, σε σκηνοθεσία Ε. Καρακούλη, με τους Ν. Ψαρρά, Σ. Γουλιώτη, Μ. Ζορμπά και Χ. Τζορτζάκη. Ένα πολύ ενδιαφέρον συμβολικό έργο. Τέλος, ως μέλος της νεοσύστατης θεατρικής ομάδας “Χαμαιλέων”, ανέλαβα τη σκηνοθεσία της devised παράστασης με τίτλο “Kishka”, όπου δηλαδή το κείμενο προκείπτει μέσα από αυτοσχεδιασμούς, πάνω σε ένα σύγχρονο κοινωνικό θέμα, και ευελπιστούμε οτι θα παρουσιαστεί μέσα στο χειμώνα σε έναν όμορφο θεατρικό χώρο.
*Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου