Ο Ζακυνθινός Γρηγόριος Ξενόπουλος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Από τους πολυγραφότερους και πιο διαβασμένους συγγραφείς, υπηρέτησε πολλά λογοτεχνικά είδη με επιτυχία. Γενιές αναγνωστών μεγάλωσαν διαβάζοντας τα δημιουργήματά του και γενιές καλλιτεχνών, γνώρισαν επιτυχία και καταξίωση μέσα από τα έργα του, όπως η Κυβέλη με τον «Πειρασμό» και το «Μυστικό της Κοντέσας Βαλέραινας».
Ο Ξενόπουλος είναι ο σπουδαιότερος εισηγητής του αστικού δράματος στο ελληνικό θέατρο, μεταφέροντας το δραματολογικό βλέμμα από την ύπαιθρο στα σαλόνια. Ο λόγος του είναι λιτός και σαφής, οι χαρακτήρες έχουν εμφανείς ιδιότητες και αναγνωρίσιμα στοιχεία και οι πράξεις τους γεννιούνται από το αξιολογικό σύστημα της αστικής ηθικής. Ως προς τη γλώσσα, τα έργα του ισορροπούν μεταξύ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού και της ελληνοκεντρικής αντίληψης.
Αρκετά δημιουργήματά του έχουν διασκευαστεί πολλάκις για το σανίδι, έχουν διερευνηθεί θεατρολογικά και έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Ένα από τα λιγότερο γνωστά ερωτικά του μυθιστορήματα, είναι οι «Μυστικοί Αρραβώνες», που γράφτηκαν το 1915. Πιθανόν για τους λογοτεχνικούς αναλυτές και τους βιογράφους του Ξενόπουλου, να ήταν λιγότερο σημαντικό σε σχέση με άλλα γραπτά του, αλλά ουσιαστικά οι «Αρραβώνες» αγαπήθηκαν ιδιαιτέρως από το ευρύ κοινό, όταν μεταφέρθηκαν στην μικρή οθόνη για λογαριασμό της ΥΕΝΕΔ, με πρωταγωνιστές την Νόρα Βαλσάμη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
Ο ταλαντούχος και καλλιεργημένος ζωγράφος Νάσος Ανάστης, είναι περιζήτητος στα αστικά σαλόνια των Αθηνών, όπου εντυπωσιάζει τόσο με την ιδιαιτερότητα της ζωγραφικής του, όσο και με το γενικότερο πνεύμα του. Σε μία από τις συνηθισμένες γιορτές που δίνει το «παρών», γνωρίζει μια νεαρή ζωγράφο, που δηλώνει μεγάλη του θαυμάστρια και επιζητά την φιλία του. Ένα κρυφό πάθος θα γεννηθεί ανάμεσά τους, που όμως δε θα εκδηλωθεί ποτέ, πέρα από κάποιες απελπισμένες επιστολές. Ο Νάσος είναι ήδη αρραβωνιασμένος με την κόρη κάποιου δικαστικού, ενώ η Θάλεια πολιορκείται στενά από έναν Αλεξανδρινό γόνο ευκατάστατης οικογένειας. Μέσω μιας παρεξήγησης, οι δρόμοι τους θα χωρίσουν για πάντα, εκείνος θα βουλιάξει στην επαγγελματική κοινοτυπία και αποτυχία, ενώ έπειτα από κάποια χρόνια, θα έχουν την ευκαιρία τουλάχιστον να ξεκαθαρίσουν όλα όσα τους κράτησαν μακριά.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στο κείμενο, ο Ξενόπουλος με το προσωπείο του ζωγράφου, διηγείται τον αδιέξοδο έρωτα που έζησε με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα. Είχε κρατήσει μυστικούς τους αρραβώνες με τη δεύτερη γυναίκα του, Τίτα, καθότι δεν είχε βγει ακόμη το διαζύγιό του, όταν γνώρισε και εντυπωσιάστηκε από την νεαρή συνάδελφό του, με την οποία διατήρησε για κάποιο διάστημα ερωτική αλληλογραφία. Με αφορμή αυτό το γεγονός στη ζωή του, εμπνεύστηκε την υπόθεση των «Μυστικών Αρραβώνων».
Σε μια λογική που μάλλον θέλει κοσμαγάπητα και ανώδυνα ελληνικά μυθιστορήματα να μεταφέρονται στη σκηνή, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, επέλεξε τους «Μυστικούς Αρραβώνες» για να διανύσει σκηνοθετικά το πρώτο μισό της σεζόν στο θέατρο «Ρεξ». Η παράσταση που στήθηκε ήταν χαριτωμένη, ομοιογενής, όμως διέθετε άρωμα άλλης εποχής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είχε ρυθμούς αργούς, παλλαϊκό άρωμα και ερμηνείες. Έδινε την αίσθηση μιας εκτέλεσης για το Θέατρο της Δευτέρας ή ακόμα και τα ραδιοφωνικά θεατρικά του Β’ Προγράμματος, όχι όμως κάτι πολύ σύγχρονο, όπως μας συνηθίζει το Εθνικό τα τελευταία χρόνια. Παρόλα αυτά, μια μεγάλη μερίδα κοινού αρέσκεται σε έργα με ανάλογο ύφος και έτσι θα κερδίσει αρκετές καρδιές. Τα σκηνικά της Έρσης Δρίνη, απεικόνιζαν αρχαία ερείπια στο φόντο κάποιου πλούσιου σπιτιού, προκαλώντας διάφορες ερμηνείες και προεκτάσεις, κάτι που έχουμε ξαναδεί πολλές φορές σε δουλειές της και κινδυνεύει να χαρακτηριστεί κοινότυπο. Τα κοστούμια της ήταν καλαίσθητα, αριστοκρατικά, αντίστοιχα του πνεύματος του έργου. Η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, ήταν μελαγχολική, ατμοσφαιρική, πιστή στην εποχή του Μεσοπολέμου.
Οι ηθοποιοί ήταν πειστικοί, όμως κράτησαν ήπιους ερμηνευτικούς ρυθμούς. Ο Άλκις Κούρκουλος αποδίδει τον αριστοκράτη με άνεση και αέρα, μα δεν αφήνει να αναδειχθεί ο βαθύς συναισθηματισμός του ήρωα. Η Μαρίνα Καλογήρου έπλασε συμπαθητικά την «Θάλεια» της, με καίριες εξάρσεις. Η Δανάη Σκιάδη, φάνηκε υπερβολική στα ξεσπάσματά της και έχτισε μια «Καίτη» επιτηδευμένα επιπόλαια. Παρόλα αυτά, καλό το τελικό αποτέλεσμα. Ικανοποιητικοί χωρίς υπερβάσεις οι Αλέξης Γεωργούλης, Γρηγόρης Σταμούλης, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος και Βασίλης Ρίσβας. Με αρκετό νεύρο και υπερβάλλοντα δυναμισμό η «Αμβροσία» της Ευδοκίας Ρουμελιώτη, ενώ ενδιαφέροντας και μπλαζέ ο Δημήτρης Αλεξανδρής. Πολύ καλή και μετρημένη ως συνήθως η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου. Μεστές οι ερμηνείες της Ντίνας Αβαγιαννού και του Μελέτη Γεωργιάδη. Παλαιότερης κοπής αυτές των Κατερίνας Γιαμαλή και Αργύρη Παυλίδη. Η Λίλα Μπακλέση, έχει μία σπιρτόζικη παρουσία και σκηνική δύναμη. Ως πρωτοεμφανιζόμενη όμως, πρέπει γενικά να προσέξει.
Αν και πολλοί αμφισβητούν την διαχρονικότητα τέτοιου είδους έργων, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο Ξενόπουλος διαμόρφωσε μία «σχολή» στην λογοτεχνία και το θέατρο. Οι «Μυστικοί αρραβώνες» του, πιθανόν να αποτελούν έναν ρομαντικό πίνακα μιας περασμένης εποχής που δε ζήσαμε και τώρα έχουμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε τοποθετημένο σε κάποιο μουσείο καλλιτεχνικής μνήμης.