“Γεννήθηκα στην Κούβα: την αγάπησα και τη μίσησα όπως μόνο κάτι πολύτιμο μπορείς να αγαπήσεις και να μισήσεις, κάτι που είναι βασικό κομμάτι του εαυτού σου“. Αυτά είναι τα λόγια του εγγονού του γνωστού σε όλους Τσε Γκεβάρα. Εκείνος σε αυτό το μικρό μυθιστόρημα, το οποίο είναι και το μόνο που εκδόθηκε περιγράφει την Κούβα έτσι όπως την φαντάστηκαν οι πραγματικοί επαναστάτες και έτσι όπως την κατάντησαν οι επαναστάτες που μεταμορφώθηκαν σε δικτάτορες και την καταδίκασαν στην αιώνια απομόνωση για χρόνια ολόκληρα με την δικαιολογία πως με αυτόν τον τρόπο προστατεύουν τον ταλαίπωρο λαό. Όλα αυτά τα καταφέρνει χρησιμοποιώντας και χτίζοντας τον δικό του αφανή ήρωα.
Έσωσαν ο Κάστρο και οι συν αυτώ την Κούβα από τους κινδύνους; Ναι στην αρχή αλλά στην πορεία την ανάγκασαν να είναι εξορισμένη από παντού αναδεικνύοντας ένα επαρμένο εγώ. Εδώ ο ήρωας του είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος που αναζητά διαφυγές, είναι ένας δυστυχής πρωταγωνιστής της καθημερινής πραγματικότητας στην Κούβα της οπισθοδρόμησης και αποτελεί το απόλυτο εργαλείο και φερέφωνο – έτσι τον μετατρέπουν εκούσια ή ακούσια – της κυβερνητικής πολιτικής, του συστήματος και του αδυσώπητου καθεστώτος. Αυτός ο άνθρωπος εγκλωβισμένος και φυλακισμένος είναι η απόλυτη εικόνα μιας Κούβας που μαρτύρησε γιατί αφέθηκε στα χέρια ολιγαρχών που πήραν την εξουσία για να αλλάξουν τα πράγματα αλλά τελικά οι ίδιοι θαμπώθηκαν από αυτήν μένοντας για πάντα στο τιμόνι της μην αλλάζοντας το παραμικρό.
Ο Γκεβάρα παππούς υπήρξε ένας από τους πρωτοστάτες και ηγέτες στην πορεία προς πραγμάτωση των πραγματικών στόχων που είχαν οι επαναστάτες όπως εκείνος αλλά όπως και ο νεαρός Φιντέλ. Αυθεντικά και χωρίς δεύτερες σκέψεις πονηρές επιθύμησαν να γλιτώσουν την Κούβα από τον κλοιό της δικτατορίας του Μπατίστα και σε αυτό συνέβαλε και ο Κάστρο με τους συντρόφους του στο πολύ πρώιμο στάδιο. Αυτό που όμως που έμελλε να επακολουθήσει είναι αυτό που περιγράφει ο Γκεβάρα εγγονός σε αυτές τις σελίδες γεμάτες συναίσθημα, αγωνία, θλίψη αλλά και ελπίδα για κάτι που επιτέλους πρέπει να λάβει τέλος. Η κοινωνία που ζει ο ήρωας του Γκεβάρα είναι ένας κόσμος αποξενωμένος, λαβωμένος και μίζερος. Εκείνος κάθε μέρα οδηγείται από την ανάγκη σε μία εργασία που μοιάζει με μαρτύριο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει, μια αυτοματοποιημένη διαδικασία χωρίς αντίκρυσμα. Στα μάτια μιας Ρωσίδας που γνωρίζει στην πολυκατοικία που διαμένει νιώθει πως βρίσκει ένα απάγκιο και μία παρηγοριά από όλα αυτά που δεν τον αφήνουν να ανασάνει και να δει την φωτεινή πλευρά της ζωής. Αισθάνεται σαν σκλάβος που τον πηγαίνουν στο παζάρι για αυτό και κινείται μηχανικά, ζει για να ζει χωρίς να αντιλαμβάνεται τον λόγο.
Σαφώς με ψυχολογικές εντάσεις, ο Γκεβάρα σκιαγραφεί την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που καθρεφτίζει το μεγαλύτερο μέρος των αφανών ηρώων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα αλλά είναι υποχρεωμένοι για ένα κομμάτι ψωμί να υπηρετούν ένα καθεστώς που δεν τους υπολογίζει παρά μόνο σαν ένα γρανάζι μίας καλοδουλεμένης μηχανής. Εκεί θα οδηγηθεί όταν το καθεστώς του ορίζει τα λεγόμενα και τις πράξεις του, τότε είναι ήδη “νεκρός”, χωρίς συνείδηση αλλά αποκλειστικός μοχλός της κυβερνητικής μηχανής που τον εκμεταλλεύεται και τον χειραγωγεί κλέβοντάς του όνειρα και σφραγίζοντας την πόρτα της ανεξαρτησίας του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Γράφει ο Γκεβάρα σε ένα κείμενο του 2006: “Η κουβανική επανάσταση δεν ήταν δημοκρατική: η επανάσταση εξέθρεψε μια μπουρζουαζία, μηχανισμούς καταπίεσης για να την προστατέψουν από το λαό, και μια γραφειοκρατία που την απομάκρυνε από αυτόν”. Είναι γεγονός πως όλο αυτό που συνέβη στην Κούβα είναι ό,τι ακριβώς συνέβη και στην πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση αλλά και στις χώρες του λεγόμενου πρώην Ανατολικού μπλοκ που κατέρρευσε εν μια νυκτί γιατί στηριζόταν στην άμμο και σε γυάλινα πόδια. Προπαγάνδα για τον λαό, για να αποπροσανατολιστεί ο λαός από τα πραγματικά προβλήματα, ανύπαρκτες απειλές για να κοιμάται γαλήνια η εξουσία και να παραμένει σε χειμερία νάρκη ο αδύναμος λαός. Ένας εχθρός ανύπαρκτος, μία ψόφια επανάσταση που παρουσιαζόταν ως ολοζώντανη, φλογερή, απαραίτητη και σωτήρια, μία ολόκληρη πλάνη και ένα σχέδιο καλά φτιαγμένο στα μέτρα αυτών που ήλπιζαν πως όλα θα αλλάξουν αλλά μάταια. Στη πραγματικότητα αυτή η κουβανική επανάσταση όπως και οι άλλες για την οποία πάλεψαν και μάτωσαν πραγματικά κάποιοι, έγινε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ανελιχθούν στην εξουσία δήθεν εθνάρχες και ψευτοσωτήρες που κήρυτταν την αλλαγή ενώ το μόνο που επιδίωκαν ήταν να αυτοπροβληθούν. Αναφέρει στο ίδιο κείμενο ο Γκεβάρα: “Άλλο είναι να δράσεις σωτήρια για την πατρίδα σου και άλλο να καθιερωθείς ισόβιος σωτήρας της. Η αλήθεια είναι ότι ο Φιδέλ – με το στρατό του και μεγάλο μέρος πολιτών – απελευθέρωσε την Κούβα από την γκανγκστερική δικτατορία του Μπατίστα, αλλά η επιμονή του να παραμένει στην εξουσία κατέληξε να κάνει και τον ίδιο δικτάτορα. Από τον νεαρό επαναστάτη ως τον γηραιό τύραννο η απόσταση είναι ένα αγεφύρωτο χάσμα”.
Ο Γκεβάρα, μοιάζει με αυτό το βιβλίο και ίσως και με τα άλλα, τα οποία δυστυχώς δεν γνωρίζουμε να βροντοφωνάξει όλα αυτά που ο κόσμος βλέπει ή δεν βλέπει γιατί η Κούβα τόσα χρόνια θύμιζε μια ξεχασμένη νύφη που την είχαν κλειδωμένη στο αμπάρι και δεν μπορούσε κανείς να την δει και να την θαυμάσει. Όταν περιγράφει την απεγνωσμένη προσπάθεια χιλιάδων Κουβανών να αποδράσουν από αυτήν την μαρτυρική κατάσταση κατανοούμε πόση δόση ενδοφλέβιας παραπλάνησης είχε διοχετευτεί σε όλα τα επίπεδα και με κάθε δυνατή μορφή επιρροής. “Το νησί βουλιάζει και δεν μπορούμε να ενοχοποιήσουμε τους άλλους. Μόνοι μας τορπιλιστήκαμε. Άκουσέ με που σου λέω: μόνοι μας”.
Αναμφίβολα, ο Γκεβάρα δεν έζησε αρκετά για να δει την Κούβα να σπάει τα δεσμά και να ανοίγεται σιγά σιγά στον κόσμο, στις Ηνωμένες Πολιτείες για παράδειγμα, οι οποίες έσπευσαν να άρουν το εμπάργκο εναντίον της. Αυτό έγινε για διάφορους λόγους, λίγη σημασία έχουν, γιατί αποτελεί ένα γεγονός που λειτουργεί ως αντίβαρο και ελπιδοφόρο μήνυμα για το μέλλον. Είναι βέβαιο όμως πως το κείμενο αυτό είναι μία απόδειξη της συγγραφικής δεξιότητας και ένα σύγγραμμα που επιβεβαιώνει την υστεροφημία μιας ολόκληρης οικογένειας που είδε τα πράγματα καθαρά και αμόλυντα, χωρίς υπεκφυγές, αλλοιώσεις και αλλοτριώσεις. Ο Τσε Γκεβάρα, υπήρξε και θα είναι πάντα εμπνευστής και κομιστής ενός αγνού ιδεώδους ενός καλύτερου κόσμου και ο εγγονός του, ένας άξιος συνεχιστής του, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε να προσφέρει από το δικό του μετερίζι, το λογοτεχνικό του καταφύγιο όλα αυτά που ενδεχομένως θα επιθυμούσε. Ο ίδιος έγραφε για τον εαυτό του: “Είμαι ένας κατ’ επάγγελμα πλάνης, διεθνή παρατηρητής, ανθρωπολόγος του άστεος, φιλόσοφος του σούπερ μάρκετ, χρονικογράφος γεγονότων άνευ σημασίας, συγγραφέας τίποτα συγκεκριμένου”. Ας σχολιάζει εκείνος “τίποτα συγκεκριμένου”, ο τρόπος αφήγησης όσο και το αντικείμενό της είναι πολύ σαφές, ξεκάθαρο, συγκεκριμένο και αποδοσμένο με τέτοιο τρόπο που προκαλεί την σκέψη και κομίζει νέο αέρα αντίληψης των δύσκολων καταστάσεων σε αυτόν τον “γρατζουνισμένο” κόσμο όπου οι στροφές θέλουν προσοχή…
“Αν δεν είπαν τίποτα, είναι γιατί δεν έγινε τίποτα”.
“Ο γρατζουνισμένος δίσκος της καθημερινής ζωής υπερκαλύπτει την ιστορία και, κατά συνέπεια, αποτρέπει οποιαδήποτε αυταπάτη για το μέλλον”
“Είναι στα πρόθυρα της απόγνωσης. Δεν καταλαβαίνει γιατί είναι εδώ, ούτε έχει καμία ιδέα πως θα βγει. Αυτή τη στιγμή, όλα είναι φόβος ͘ ένας φόβος που διαβρώνει, ταπεινώνει και πονάει πιο πολύ απ’τα χτυπήματα, τις κραυγές, τις βρισιές”.
Το βιβλίο του Canek Sanchez Guevara, 33 στροφές, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.