Αποκαλυπτικό, τολμηρό και ταυτόχρονα έμελλε να είναι, δυστυχώς, προφητικό το τελευταίο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη και μιλάει για την απώλεια, για την οδύνη της απουσίας, για τον κερδισμένο χρόνο, για το πέρασμα του χρόνου και το μοίρασμά του ανάμεσα σε ίσκιους και αναμνήσεις από μια περασμένη ζωή.
«…εγώ με τα τωρινά γκρίζα μου αραιά μαλλιά είμαι πια σε ηλικία να τα αναπαράγω όλα, ομολογημένα κι ανομολόγητα-ιδίως αυτά- σαν να πρόκειται για τα τελευταία σημάδια που θ’ αφήσω πίσω μου…»
Μένης Κουμανταρέας
Πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου δεν είναι μόνο ο συγγραφέας-αφηγητής και ο φασματικός φίλος του, ούτε η άρρωστη γυναίκα του που σβήνει δίπλα του, πάνω στο κρεββάτι της. Είναι κυρίως η παλιά φορητή γραφομηχανή Olivetti Lettera 22 και η φυστικί ανοιξιάτικη αχρησία της. Το πιάνο Bösendorfer και η αταλάντευτη σιωπή του. Η άρια «Εri tu» του «Χορού μεταμφιεσμένων» του Βέρντι που τραγουδά ο σκιώδης φίλος του συγγραφέα και η εμμονή του στα εγγλέζικα κοστούμια. Ο θάνατος που παραμονεύει να αρπάξει την άρρωστη γυναίκα και η πορεία της προς το θάνατο. Το κόκκινο κανατάκι που παραμένει πάντα γεμάτο με νερό δίπλα της. Ο συμβολισμός των χρωμάτων και των ήχων, σαν ανάμνηση περασμένης ζωής, μέσα στο προδομένο από το χρόνο σπίτι και η σιωπή που συνοδεύει μια βαθιά ενδοσκόπηση του συγγραφέα τις στιγμές που η απώλεια πλησιάζει κοντά του με ταχύτατο μάλιστα ρυθμό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το βιβλίο γράφεται εξαιτίας της άρρωστης γυναίκας. Ή καλύτερα, γράφεται για την απώλεια που θα φέρει η αρρώστια της. Λες και η εξιλέωση θα έρθει μέσα από τη μνήμη, όταν το τέλος φτάσει. Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι εκείνη δεν πρόκειται να το διαβάσει ποτέ όμως συνεχίζει την αναπόληση της κοινής τους ζωής από τις πρώτες στιγμές της γνωριμίας τους. Η γυναίκα με τα πράσινα μάτια και τις όμορφες γάμπες που θα γινόταν γυναίκα του, έστω κι αν εκείνος, ήταν ξεκάθαρο πλέον, θα αναζητούσε ηδονικές εξόδους σε ύποπτους χώρους με αρσενικούς συντρόφους το βράδυ, χορτασμένος αγάπη και οικογενειακή ζωή μαζί της τα πρωινά.
Καλοστημένη βιτρίνα οικογενειακής ζωής για να κρύβονται οι σκιές της νυχτερινής παρασπονδίας που χρειάζεται, όπως εξομολογείται για να δίνει τροφή στην τέχνη του ή μια συντροφική σχέση που απαλύνει το φόβο, τις αδυναμίες και εν τέλει τις αμφίρροπες και αμφίσημες προτιμήσεις του; Ο Κουμανταρέας δεν αφήνει περιθώρια να σκεφτούμε τίποτε άλλο εκτός της συντροφικότητας και της αγάπης να τον συνδέει με τη γυναίκα που έχει ήδη μπει στο μονοπάτι της απουσίας και φεύγει σιγά-σιγά από κοντά του.
Μοιάζει να αποτελεί η Λιλή του ένα χάδι ψυχής που τόσο έχει ανάγκη όταν επιστρέφει από τις βραδινές περιπλανήσεις του στα φτηνά μπαρ και στα ακόμη χειρότερα ξενοδοχεία. Άλλωστε η σχέση είναι ξεκάθαρη. Η Λιλή γνωρίζει τα πάντα και τελικά τα αποδέχεται. Ο συγγραφέας γράφει: «Μου είναι αδιανόητο ότι υπάρχουν άντρες που μια ζωή κρύβουν από τη σύντροφό τους ότι πιθανώς να ποθούν έναν άλλον άντρα. Το ότι παντρεύτηκα για να κλείσω τα στόματα και να βολευτώ είναι το μεγαλύτερο ψέμα».
Όσο για τη σκοτεινή πλευρά της ζωής του τη θεωρεί εντελώς αναγκαία. Ένα στάδιο πριν την αληθινή δημιουργία, ένα σκοτάδι απαραίτητο για να γεννηθεί το φως που κουβαλά μέσα του, προϋποθέσεις για την ψυχική ανάταση που χρειάζεται για να δημιουργήσει: «Πότε γράφω και παίζω μουσική καλύτερα; Μετά από ασωτίες, ντράβαλα και απιστίες. Λες και αυτά να είναι προϋποθέσεις για ανάταση ψυχής και δημιουργία. Κακούργα τέχνη!»
Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι δραματική και ταυτόχρονα σκοτεινή. Ο συγγραφέας βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κόσμους αντιφατικούς. Ο ίδιος έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή εκεί και τα συναισθήματά του μοιάζουν γίνονται η νοσταλγική αναμέτρηση με το χρόνο, ο απολογισμός για όλα όσα του πήρε ή του έφερε.
Ο τρίτος πρωταγωνιστής αυτού του βιβλίου είναι εκείνη η προσωπικότητα που εμφανίζεται μπροστά του μέσα στη σκόνη του χρόνου ή άλλοτε χάνεται μέσα σ’ αυτή. Ο «Παλαιός των ημερών», όπως αποκαλεί ο αφηγητής την οπτασία του κ. Αναγνωστόπουλου ή Αναγνώστου, όπως ονομάζεται ο προκάτοχός του στη δουλειά που επιμένει να εμφανίζεται πάντα καλοντυμένος, λατρεύει την όπερα και καπνίζει ακριβά τσιγάρα. Είναι εκείνος που θα οδηγήσει τον αφηγητή σε ομόφυλους κόσμους, σε βρώμικα ξενοδοχεία και σε οίκους ανοχής, σε χώρους αγοραίου έρωτα, εκεί όπου νέοι άντρες, πωλούν το σώμα τους για να επιβιώσουν.
Ποιος είναι όμως το φάντασμα αυτό που επανέρχεται από άλλες μέρες; Είναι ο «Παλαιός των ημερών» μια λογοτεχνική μορφή άλλης εποχής, που εμφανίζεται για να τον εισάγει στον κόσμο της αντρικής ομοφυλόφιλης φιληδονίας και ταυτόχρονα της καλλιτεχνικής δημιουργίας; «Ήθελα να δώσω φως και συγκίνηση σε όσους είναι σαν και εμένα καμωμένοι…», έγραφε στις σημειώσεις του ο Καβάφης και ο αναγνώστης καταλαβαίνει.
Αυτοβιογραφικό ή βιωματικό το βιβλίο αυτό, έστω σε κάποιο βαθμό, δεν έχει σημασία. Επειδή το βιβλίο αυτό είναι ένας ύμνος για την αμφισημία. Όλα κινούνται μέσα σ’ αυτή. Οι άνθρωποι, οι σχέσεις τους, οι δυνάμεις και οι αδυναμίες τους, οι απόψεις τους, οι συμπεριφορές τους. Ακόμη και η πόλη όπου ζουν, το φως που σβήνει μέσα στο σκοτάδι, η ζωή μέσα στο θάνατο, η έμπνευση που έρχεται πάνω στα βρώμικα αρσενικά σεντόνια ενός φτηνού ξενοδοχείου, ο έρωτας και οι αλήθειες του ή τα δικά του ψέματα και κυρίως οι άνθρωποι και η απώλειά τους μέσα στη σκόνη, τη σκόνη του χρόνου.
Το βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, Ο θησαυρός του χρόνου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.