Το 1950 ήταν το έτος κυκλοφορίας μίας σπουδαίας ταινίας που κατέκτησε επάξια θέση στα κινηματογραφικά χρονικά. Μέχρι σήμερα χαρακτηρίζεται ως ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά και βρίσκεται μέσα στις 100 καλύτερες παραγωγές όλων των εποχών.

Η «Λεωφόρος της Δύσης» του Γουάιλντερ αποτελεί σταθμό, όχι μόνο για τις 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ (κέρδισε εν τέλει μόνο τρία και μάλιστα το σημαντικότερο ήταν του «πρωτότυπου σεναρίου»), αλλά και για το γεγονός ότι παρελαύνουν πολλοί καλλιτέχνες του Χόλιγουντ σε ρόλους-κλειδιά, συχνά υποδυόμενοι τον εαυτό τους ή βάζοντας στοιχεία της πραγματικής τους ζωής στο σενάριο. Δύο τέτοιες περιπτώσεις είναι η εμβληματική πρωταγωνίστρια Γκλόρια Σουάνσον και ο Βιεννέζος σκηνοθέτης Έριχ φον Στροχάιμ.

Η Σουάνσον ήταν μία δοξασμένη ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου για την οποία η μετάβαση στη νέα εποχή δεν ήταν ομαλή και η καριέρα της ουσιαστικά διακόπηκε. Για τους παραγωγούς μάλιστα, ήταν η τελευταία επιλογή για την ενσάρκωση της «Νόρμα Ντέσμοντ», μίας ξεπεσμένης ντίβας του σινεμά, που έχει την ευκαιρία να επανακάμψει μέσα από μία νέα παραγωγή. Εδώ η τέχνη κυριολεκτικά αντιγράφει τη ζωή. Ως προς τον Έριχ φον Στροχάιμ, ο οποίος σκηνοθέτησε μερικές ταινίες στο μεταίχμιο της εποχής βωβού-ομιλούντος κινηματογράφου, μετρά περισσότερες συμμετοχές ως ηθοποιός, ενώ είχε σκηνοθετήσει την Σουάνσον αρκετά χρόνια πριν την ερμηνευτική συνύπαρξη στη «Λεωφόρο», στην ταινία «Βασίλισσα Κέλλυ» (1929).

Ο Δημήτρης Δημητριάδης, στο θεατρικό του έργο «Στροχάιμ», ξετυλίγει το αφηγηματικό νήμα επτά χρόνια μετά το τέλος των γυρισμάτων της «Λεωφόρου», την ημέρα του θανάτου του σκηνοθέτη από καρκίνο, στο σπίτι του στη Γαλλία. Και με αφορμή αυτό το γεγονός ξετυλίγονται σκέψεις, στοχασμοί και μυθοπλαστικά τρικ για την τέχνη, το θέατρο και τη σχέση κοινού-δημιουργίας. Είναι πάντως σημαντικό για το θεατή να έχει παρακολουθήσει την ταινία ή να έχει καταλάβει τη σύνδεση των ηθοποιών με τους ρόλους τους, πριν τα βήματά του τον βγάλουν στο «Από Μηχανής» για την παρακολούθηση του έργου.

12 Μαΐου 1957. Ιβελίν, Γαλλία. Ο Έριχ φον Στροχάιμ παραλυμένος και καταβεβλημένος, συζεί με την σύντροφό του, Ντενίζ, η οποία τον περιποιείται. Εμβρόντητοι δέχονται μία απροσδόκητη επίσκεψη που θα τους κάνει να απορήσουν. Η Νόρμα Ντέσμοντ, ακριβώς όπως τη θυμούνται από το κινηματογραφικό πανί, στέκεται μπροστά τους και προαναγγέλλει το κακό που θα ‘ρθει με το δικό της αφηρημένο τρόπο. Μπερδεμένοι και απορημένοι, προσπαθούν να καταλάβουν τι γίνεται, ώσπου πραγματικότητα, φαντασία και μνήμη, γίνονται ένα, μπερδεύοντας τα όρια μεταξύ τους.

Εδώ η χαρακτηριστική φιγούρα της Ντέσμοντ, του ρόλου που ερμήνευσε η Σουάνσον, παρουσιάζεται ως Άγγελος Θανάτου και ψυχοπομπός, που έρχεται να πάρει τον Στροχάιμ, κάνοντάς τον να καταλάβει πως το τέλος πλησιάζει. Μέσα από διαλόγους σαρκαστικούς, δηλητηριώδεις, μα και συχνά αφαιρετικούς, ξεπηδά η κινηματογραφική ιστορία, η μεταβολή της ανάμεσα στις εποχές και η πορεία ηθοποιών και σκηνοθετών που κλήθηκαν να υπηρετήσουν αυτό το όραμα. Μα τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς το όραμα της Νόρμα, δεν το παρακολουθεί μόνο ο ετοιμοθάνατος σκηνοθέτης , αλλά και η σύντροφός του, η οποία μάλιστα λειτουργεί ως μέσο μίας θεατρικής αυτοαναφορικότητας. Αποκόπτεται από τη σκηνή, τριγυρίζει ανάμεσα στους θεατές και αναφέρεται αόριστα στο μυστήριο που καλύπτει τη σχέση σανιδιού-πλατείας. Τέλος, αφού τα πράγματα έχουν γίνει ομιχλώδη ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, το παρελθόν και το παρόν, τους ρόλους και τις πραγματικές προσωπικότητες, εμφανίζεται μπροστά στον Στροχάιμ ο  αυτοκράτορας Φραγκίσκος-Ιωσήφ, για μια τελική φωτογραφία, για την επισφράγηση της δόξας, της όποιας αθανασίας και της υστεροφημίας του.

Το κείμενο του Δημητριάδη, περιέχει ενδιαφέρουσες νεωτερικές συλλήψεις και εντυπωσιακά ευρήματα, όμως υπάρχουν σημεία με ασάφειες που δεν διευκολύνουν την ροή και δεν βρίσκουν πάντοτε στόχο. Η κεντρική ιδέα παραμένει γοητευτική, όπως και η προσπάθεια αναβίωσης και αποτίμησης της πορείας των συγκεκριμένων καλλιτεχνών με τη γοητευτική ζωή και προσωπικότητα. Ακόμα και την ίδια την παρουσία της Νόρμα, θα μπορούσαμε να την εκλάβουμε ως μία πιθανή αναφορά σε σεναριακές δομές της εποχής εκείνης όπου ηθοποιοί και ρόλοι μπερδεύονταν υπό το πρίσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Η σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή ακολούθησε πιστά τη ροή του κειμένου, σε μία μάλλον συμβατική γραμμή, χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς. Χρησιμοποιεί αποσπάσματα από την ταινία ώστε να μυήσει το θεατή πριν την έναρξη του έργου στον ασπρόμαυρο κόσμο των ηρώων, που ύστερα θα πάρει χρώμα, σάρκα και οστά στο σκηνικό του Νίκου Αναγνωστόπουλου, που θυμίζει εσκεμμένα κάτι ανάμεσα σε ένα σπιτικό και σε ένα κινηματογραφικό πλατό. Ατμοσφαιρικά και πιστά στο στόχο και την εποχή ήταν τα κοστούμια της Ντένης Βλαχιώτη, όπως και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη.


 

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, υπηρέτησε τις σκηνοθετικές εντολές και ενώ τις πρώτες στιγμές, μιμείται σαρκαστικά και με υπερβολή την ιδιαίτερη ηρωίδα, στην συνέχεια βάζει με ενδιαφέροντα τρόπο τις δικές της πινελιές στην ερμηνεία. Νάρκισσος και εγωπαθής, εύθραυστη και ευαίσθητη, αναβιώνει την κινηματογραφική Νόρμα Ντέσμοντ. Ο Άκις Βλουτής ως Έριχ Στροχάιμ παρουσιάζεται με έναν εσωτερικό πυρετό που προσπαθεί να καλύψει υπό την επιφανειακή αδιαφορία και δυσκαμψία του σώματος. Η ένταση αρχίζει να αποκαλύπτεται με την παρουσία του οράματος. Η Αγλαΐα Παππά, ερμηνεύει μεστά, με ακρίβεια και χωρίς εξάρσεις την συμβατική σύντροφο που ισορροπεί μεταξύ σκηνής και πραγματικότητας και εν τέλει μετατρέπεται σε ένα ακόμα φανταστικό είδωλο του κεντρικού ήρωα.

Στην «Λεωφόρο της Δύσης», την ηρωίδα τύλιξε το όνειρο που παραδόθηκε αμαχητί. Το ίδιο σχεδόν συμβαίνει και στον «Στροχάιμ» του Δημητριάδη, που αφήνεται πριν το οριστικό τέλος, στις φαντασιώσεις μίας ζωής, οι οποίες τον καταλύουν ολοκληρωτικά.

H Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ο Άκις Βλουτής και η Αγλαϊα Παππά, παρουσιάζουν το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη, Στροχάιμ, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, στο Από Μηχανής θέατρο. Περισσότερες πληροφορίες.