Η Μάρτυ Λάμπρου παραμένει «φτωχή κοσμοπολίτισσα» ακόμη και στο ταξίδι της απ’ το σούπερ μάρκετ στο σπίτι και μας μιλά για την κοινωνία της πληρότητας στην Αράχοβα, τις άνισες μάχες στον χώρο του βιβλίου και το μέλλον του μυθιστορήματος. Το τελευταίο βιβλίο της «Με λυμένο χειρόφρενο» από τις εκδόσεις Κέδρος είναι η ιστορία ενηλικίωσης της μικρής Σωτηρίας που συνοδεύει τον νταλικέρη πατέρα της στα ταξίδια του εκτός Ελλάδας.
Συνέντευξη: Πηνελόπη Πετράκου
Culturenow.gr: Με το τρίτο σας κατά σειρά βιβλίο και μόλις το πρώτο σας μυθιστόρημα αποσπάσατε μια σημαντική διάκριση. Το αισθάνεστε δεσμευτικό για το συγγραφικό σας μέλλον;
Μάρτυ Λάμπρου: Δεσμευτικό αισθάνομαι μόνο τον χρόνο. Το βραβείο του ιδρύματος Πέτρος Χάρης της Ακαδημίας Αθηνών που μου απονεμήθηκε είναι ύψιστη τιμή, δικαίωση και μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω τον δρόμο. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να βλέπουν την αίγλη του βραβείου και να μην αναρωτιούνται τι προηγήθηκε. Χρειάστηκαν αρκετές παρακάμψεις και υπήρξαν πολλά εμπόδια. Το βιβλίο απορρίφθηκε από γνωστότατους εκδότες. Από έναν μάλιστα μού στάλθηκε την επόμενη μέρα απ’ όταν το κατέθεσα, με μια επιστολή όπου αναγραφόταν άλλο όνομα. Το ρίσκο επίσης που πήρα για να επιμείνω ήταν πολλαπλό σαν κάταγμα. Προσωπικό, οικονομικό και κοινωνικό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Cul. N.: Φαίνεται, από την ακρίβεια στην αφήγηση, ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ισχύει;
Μ. Λ.: Βασίζεται στη δική μου εμπειρία η οποία υπήρξε καθοριστική και δε μου άφησε και πολλά περιθώρια ώστε να μην την αφηγηθώ. Ταξιδεύοντας για χρόνια με τον νταλικέρη πατέρα μου είδα τον κόσμο διαφορετικά, πανοραμικά θα έλεγα, με μια δόση φτωχού κοσμοπολιτισμού. Έμαθα να αφουγκράζομαι τους άλλους. Συνεχίζω να ταξιδεύω έτσι κάθε μέρα ακόμη και στο γνώριμο δρομολόγιο από το σπίτι μου στο σούπερ μάρκετ.
Cul. N.: Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο συνεπαίρνεται από την αληθοφάνεια και τη δράση και νομίζει ότι το γράψατε εν μια νυκτί ισχυρής έμπνευσης! Πόσο χρόνο σας πήρε αλήθεια;
Μ. Λ.: Είναι ωραίο που αφήνει τέτοια αίσθηση. Όμως έκανα πολλές μανούβρες μέχρι να πάρει την τελική μορφή του. Αν υπάρχει ποτέ τελεία; Το μετέφερα μέσα μου, ώσπου το 2005 στο γραφείο του βιβλιοπωλείου μου έβαλα μπρος. Τελείωσε το 2012. Ενδιάμεσα έκλεισα το μαγαζί μου, αντιμετώπισα τον αλκοολισμό και ολοκλήρωσα τη συλλογή διηγημάτων «Κόπιτσες». Είχα αφήσει στην άκρη το μυθιστόρημα και για δύο χρόνια έγραφα τα διηγήματα για να κατανοήσω τη μεγάλη αφήγηση και τα προβλήματα που είχα. Το βίωμα δεν έφτανε καθεαυτό, μπορώ να πω ότι με εμπόδιζε. Η αναμονή και η υπομονή με απελευθέρωσαν από το εγώ. Και το ελάττωμα ήταν που με οδηγούσε μπροστά.
Cul. N.: Οι ιστορικές αναφορές έχουν τη δική τους θέση στην αφήγηση. Ποιο κομμάτι της Ιστορίας μας σας έχει προβληματίσει περισσότερο;
Μ. Λ.: Ό, τι αποσιωπήθηκε, διαστρεβλώθηκε και έγινε η μυθοπλασία της ευμάρειας. Ωθώντας σε ένα εξάμβλωμα, σε μια μεταμοντέρνα κοινωνία της σαχλαμάρας, του αστραφτερού χαμόγελου και της πληρότητας στην Αράχωβα. Γεννήθηκα και ενηλικιώθηκα στη Λιβαδειά, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στο μαρτυρικό Δίστομο. Με πονούσε η μνήμη από τη σφαγή των Ναζί. Γράφοντας το βιβλίο υποσυνείδητα ήρθε η Παναγιώτα, μητέρα της ηρωίδας. Πήρε ζωή, ίσως όχι σπουδαία, και απέκτησε φωνή. Θα μπορούσε να είναι μία από τις αδικοσκοτωμένες γυναίκες του Διστόμου. Αυτό από μόνο του την κάνει ιστορικό πρόσωπο. Προσωπικά ενδιαφέρομαι για την ιστορία που γράφεται από τους λογοτέχνες. Με τη δική τους μνήμη, με ειλικρίνεια, χωρίς τη μέθοδο της δοκιμής και της πλάνης.
Cul. N.: Στο βιβλίο υπάρχουν πολλές «χοντροκομμένες» σκηνές αγάπης, όπως αυτή που ο πατέρας παίρνει τον νυχοκόπτη και κόβει τα νύχια της έφηβης κόρης ενώ προηγουμένως τής είχε μάθει ας πούμε σκοποβολή και όλο αυτό δεν επιδρά αρνητικά στην ψυχολογία της. Στις μέρες μας, βλέπετε να επιβιώνει αυτή η αυθόρμητη επικοινωνία μεταξύ γονέων-παιδιών;
Μ. Λ.: Ο Στράτος, πατέρας της ηρωίδας, δεν έχει πάρει αγάπη. Ορφανός από πατέρα (εκτελέστηκε το 1942 από ιταλικό απόσπασμα) και μονίμως απών επειδή ταξιδεύει δεν είχε την πολυτέλεια οχτώ ώρες δουλειά και οχτώ ελεύθερος χρόνος. Παίρνει μαζί του την κόρη του για να γνωριστούν. Τα ταξίδια τους δεν είναι χαλαρές διακοπές δύο εβδομάδων και συζήτηση στην αμμουδιά. Είναι αουτοστράντα, βιομηχανικές ζώνες και λιμάνια. Αλλά και ελευθερία, σκληραγωγία και μόχθος για την επιβίωση. Οπότε, το ότι ο πατέρας της παρατηρεί τα κομμένα της μαλλιά και τα άκοπα νύχια της, είναι ιδιαίτερα τρυφερό. Ύστερα κοιτάζει τα πέλματά της, αγγίζονται, μιλάνε για τα όνειρά τους, κοιτάζονται κατάματα. Οι γονείς σήμερα μάλλον έχουν διαβάσει πολύ ψυχολογία και οδηγούς διαπαιδαγώγησης, ομογενοποιημένης συμπεριφοράς και τεστ νοημοσύνης. Και παρόλα αυτά υπάρχει παιδική κατάθλιψη. Ο Άνθρωπος χρειάζεται παιχνίδι και κίνδυνο, όπως είχε πει ο Νίτσε.
Cul. N.: Μέχρι το 2008 διατηρούσατε συνοικιακό βιβλιοπωλείο. Πώς βλέπετε το μέλλον των μικρών βιβλιοπωλείων σε σχέση με το αναγνωστικό κοινό αλλά και με τον ανταγωνισμό με τα μεγάλα;
Μ. Λ.: Σαν κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας. Το μικρό βιβλιοπωλείο βασίζεται στο μεράκι του ανθρώπου που το επιχειρεί. Υπόκειται όμως στους άγριους όρους της αγοράς, με πιο πρόσφατο την κατάργηση της ενιαίας τιμής του βιβλίου. Αν δεν κλείσει, το σύνηθες είναι να χάσει το ύφος του και να μετατραπεί σε χαρτοβιβλιοπωλείο/φωτοτυπείο. Οι μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων είναι σούπερ μάρκετ που αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως προϊόν με ημερομηνία λήξης. Διαστρεβλώνουν το γούστο και την κρίση των εν δυνάμει αναγνωστών ανακατεύοντας στους πάγκους τους την ήρα με το στάρι. Υποαπασχολούμενοι υπάλληλοι, χωρίς επαφή με το βιβλίο οι περισσότεροι, το πλασάρουν σαν μάρκα ρούχου. Ο μικρός βιβλιοπώλης έχει διαβάσει και διαβάζει, ενημερώνεται, αλλά πρέπει να ελέγξει το προσωπικό του γούστο και άποψη. Υπάρχουν είδη και βαθμίδες. Θα αναφέρω εδώ την προσωπική μου εμπειρία. Βρέθηκα σε μεγάλο υπόγειο βιβλιοπωλείο του κέντρου. Το οποίο σεβόμουν για την ποιότητά του. Το βιβλίο μου λίγους μήνες μετά τη βράβευση ήταν σε ράφι και όσο πιο χαμηλά γίνεται. Μεταφέρω καταλεπτώς ότι άκουσα από τον υπάλληλο: «Ε! αυτό πήρε ένα κάποιο βραβείο».
Cul. N.: Υπάρχει συγγραφικό στίγμα στην Ελλάδα στον χώρο του Μυθιστορήματος; Υπάρχει προοπτική για το Μυθιστόρημα;
Μ. Λ.: Όπως είχε γράψει ο Μιχαήλ Μπαχτίν, το μυθιστόρημα είναι είδος σε εξέλιξη. Προσωπικά έχω μπουχτίσει να διαβάζω επικήδειους για το μυθιστόρημα. Αλλά και να ακούω αλαζονικές εκφράσεις όπως: είμαι μόνος μου να πειραματίζομαι, σπάω τη φόρμα και άλλα ακροβατικά σε αγγλοσαξονικές σκαλωσιές. Αναρωτιέμαι, αν οι μεγάλοι συγγραφείς που έκαναν τομή στην εποχή τους το είχαν σχεδιάσει. Για παράδειγμα ο Μάρκες ξυπνούσε το πρωί και έλεγε πρέπει να κάνω το καινούργιο, τον μαγικό ρεαλισμό; Όσο οι άνθρωποι θέλουν να διαβάζουν ιστορίες και οι συγγραφείς να τις αφηγούνται με ειλικρίνεια, θα έρθει η ώρα που το άνθος θα λαλήσει και το πουλί θα αρπάξει τον καρπό. Ο Ευγένιος Αρανίτσης πριν χρόνια σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία είχε ανησυχήσει για το μέλλον του ελληνικού μυθιστορήματος. Η ελληνικότητα είναι φολκλόρ, η μίμηση του αγγλοσαξονικού πιθηκισμός, δεν υπάρχει ελληνικό μυθιστόρημα. Αλλά εξακολουθούν να το διδάσκουν σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των δυτικών μητροπόλεων πράγματι μου φαίνεται χαμένο το στοίχημα. Επικρατεί σύγχυση ως προς τον προσανατολισμό, υπάρχει τεράστια παράδοση που υποβαθμίζεται, για παράδειγμα η μυθολογία, ο θρησκευτικός παγανισμός. Η γλώσσα μας εξακολουθεί να έχει αγκυλώσεις και λογιοτατισμούς και σπανίως αμεσότητα, λιτότητα και παλμό. Σε ότι αφορά το περιεχόμενο, περάσαμε από την παλιά ηθογραφία, στις ψυχολογικές αποχρώσεις της ευμάρειας και πρόσφατα στο μυθιστόρημα για την κρίση. Με δυτικό σχεδιασμό περιγράφονται άτομα που συνθλίβονται στις στενές και μίζερες συνθήκες, με ανεκπλήρωτα όνειρα και σκόρπια συναισθήματα. Που περνάνε σα μετέωρα χωρίς καμιά ηθική στάση, χωρίς να δημιουργούν έναν συγκροτημένο χαρακτήρα με αίσθημα, καθήκον, πατρίδα αλλά και καλλιέργεια και κοσμοπολιτισμό. Με αυτή την έννοια φαίνεται νόθο και το ευρύ αναγνωστικό κοινό απαιτητικός καταναλωτής της οποιασδήποτε τέχνης.
Το μυθιστόρημα της Μάρτυς Λάμπρου, με τίτλο «Με λυμένο χειρόφρενο», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Περισσότερες πληροφορίες.