Στο Αγγελόκρουσμα πρωταγωνιστής ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μέσα από την τελευταία νύχτα της ζωής του, ένα βιβλίο συγκινησιακά φορτισμένο για αυτόν τον μοναχό της ελληνικής λογοτεχνίας.
Εδώ ο Κοροβίνης με την ίδια καθαρότητα και τον ίδιο οίστρο, ξετυλίγει ένα επεισόδιο ενός εκ των κορυφαίων της ελληνικής πεζογραφίας, του Γιώργου Βιζυηνού. Αυτού που σημάδεψε τα γράμματα, την εποχή του και άφησε τον λόγο του να επηρεάζει τις επερχόμενες γενιές, ποιος μπορεί άλλωστε να λησμονήσει το αριστούργημα του «Το αμάρτημα της μητρός μου» ή ακόμα το σύγγραμμά του «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας». Ο λαογράφος Κοροβίνης εισχωρεί στην ζωή του δημιουργού και αποκαλύπτει, σαν τον ρεπόρτερ που κρύβεται πίσω από την κουρτίνα, στιγμές από την παιδική του ηλικία στα ενδότερα μίας ιδιόμορφης για ένα παιδί εκπατρισμένο ατμόσφαιρας. Στήνει το σκηνικό στην Κωνσταντινούπολη, εκεί στο μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης, όπου σμίγουν οι άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων και βρίσκονται να ζουν υπό την ίδια ομπρέλα με διαφορετικές όμως πολιτιστικές προσλαμβάνουσες με την ελπίδα να επιβιώσουν στο όνομα της ιστορίας. Με μία γλώσσα αλλοτινής εποχής με ιδιώματα και εκφράσεις της καθημερινότητας να βγαίνουν από το στόμα, ξεδιπλώνει την φαντασιακή ιστορία του για να μας φέρει σε επαφή με την παράδοση της εποχής, τα ήθη και τα έθιμα της θρακιώτικης κοινωνίας και να μας εντάξει σε ένα περιβάλλον ποτισμένο από την μυρωδιά της ανατολής αλλά και την αγωνία των ανθρώπων που υπάγονται σε ένα όχι και πολύ φιλικό κλοιό, ήτοι υπό την τουρκική απειλή για τιμωρία στην μη συμμόρφωση.
Σε προεφηβική ηλικία ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Γιωργάκης όπως τον αναφέρει ο Κοροβίνης, πηγαίνει στην αυλή του Σουλτάνου για να δουλέψει ως ραφτάκος και να ετοιμάσει το επίσημο ένδυμα της ικμπάλ, της μέλλουσας συζύγου του. Εκεί θα γνωρίσει ένα αλλόκοτο και ιδιαίτερο πλαίσιο, θα γίνει κοινωνός άλλων συμπεριφορών, πολύ διαφορετικών και ξένων προς την φύση του, την τόσο εύθραυστη. Είναι η ανάγκη που οδήγησε την οικογένειά του να τον στείλει σε αυτή την τόσο τρυφερή ηλικία να υπηρετήσει σαν «στρατιώτης» την αυλή του Τούρκου σουλτάνου ή είναι απλά μία δοκιμασία μέσα από την οποία θα βγει νικητής της ζωής; Με μόχθο, υπομονή και επιμονή, ο αναγνώστης τον βρίσκει να υφαίνει με εργατικότητα το πέπλο της επίσημης αγαπημένης, της πρώτης κυρίας του Σουλτάνου και να γίνεται κοινωνός της λαγνείας των ερωτικών γυναικών που κυκλοφορούν ανάμεσά του μαγεύοντας τα μάτια της παιδικότητάς του. Ένας μικρός πρίγκιπας, ένας λιλιπούτειος ταξιδευτής σε ξένο σώμα να προσπαθεί να κατανοήσει πρόσωπα και πράγματα μακριά από την οικογένειά του και με μοναδικό του στήριγμα την φωνή του παππού του και της γιαγιάς του που ηχεί συνεχόμενα στα αθώα του αυτιά που θέλουν να ανδρωθούν. Έτσι είναι αυτό το πρώτο φιλί, το πρώτο σκίρτημα της καρδιάς του που φτερουγίζει και μόνο στην ιδέα και το οποίο η πρώτη κυρία, η Μπας χανούμ θα του μεταδώσει και θα τον μυήσει πρόωρα για την ηλικία του στην εμπειρία του ερωτισμού και της σαρκικής επαφής. «Δεν είναι εύκολο το πρώτο φιλί! Σφραγίζει αναπόφευκτα τη μοίρα σου», λόγια του Γιωργάκη που βάζει στο στόμα του ο Κοροβίνης για να περιγράψει με γλαφυρό τρόπο όλα αυτά που αισθάνεται, το ρίγος και την ανατριχίλα μέσα στη νέα αυτή πραγματικότητα. Και όταν θα γυρίσει πίσω στην πατρίδα του, θα έχει στην βαλίτσα του αυτές τις νέες εμπειρίες να τον συνοδεύουν, δισάκι στον ώμο του για το μέλλον. Γιατί ο έρωτας για τον άντρα είναι ό,τι τα πρώτα βήματα για το μωρό. «Ήταν τωόντι για την Μπας χανούμη αξιέραστος? Ή μήπως τούτο το φιλί ήταν αποτέλεσμα παιδιάς, προϊόν γυναικείου σκέρτσου και τσαχπινιάς?» Και παρακάτω στο κείμενο μιλάει για το πρώτο αυτό φιλί: «Το πρώτο πρώτο φιλί, που σήμανε για το αγνό χωριατόπουλο τη γέννηση του έρωτα, φιλί ζωής – μα και θανάτου – σφράγισε από νωρίς το κιτάπι όλου του βίου του».
Όσο για τις δυσκολίες της αποστολής του, του είχε διαμηνύσει ο παππούς του: «Να φυλάγεσαι από τα πολλά μεγαλεία, ψυχή μου, να φοβάσαι τις μεγάλες πόρτες, κρύβουν σκοτεινά μπουντρούμια, να φοβάσαι τα χρυσά σαρίκια, κρύβουν κοφτερά σπαθιά». Και η γιαγιά του: «Να χεις την ευχή της Παναγιάς, μην ανακατώνεις αυτά τα πράγματα. Γιατί σ’ ακούει κανείς από την εξουσία και βρίσκεις τον μπελά σου. Βλέπε την δουλειά σου σαν νοικοκυροπαίδι». Με αυτές τις αναμνήσεις στο πίσω μέρος του μυαλού του ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι προς την Πόλη ο Γιωργάκης, πεπεισμένος πως θα σταθεί στο ύψος των διδαγμάτων και θα επιβεβαιώσει τις προσδοκίες των γονιών του και των οικείων του στο πρόσωπό του. Εκείνος, ως υπασπιστής, ως Ελληνόπουλο σε ειδική αποστολή ορόσημο για την μετέπειτα ζωή του, θα σταθεί πιστός, εργατικός και αθόρυβος, ξεκλέβοντας τις εντυπώσεις και μένοντας μακριά από τον φόβο μίας πιθανής τιμωρίας. Γιατί ο κόσμος είναι όντως κακός, είναι υποχθόνιος και μοχθηρός για την τρυφερότητα ενός παιδιού όπως ο Γιωργάκης που έρχεται σε επικοινωνία με την σκληρότητα της αυλής και έναν πλούτο που ποτέ δεν είχε ξανασυναντήσει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Τελικά όποια και αν ήταν η μοίρα του Βιζυηνού, γιατί κατέληξε τρελός να πεθαίνει μόνος και ξεχασμένος – δυστυχώς αυτό επιφυλάσσει η ελληνική κοινωνία για τους μεγάλους ευεργέτες των γραμμάτων – εν τούτοις όλα αυτά τα οποία έζησε διαμόρφωσαν το λογοτεχνικό του ανάστημα, δημιούργησαν τον ξεχωριστό του μύθο και ένα μέρος αυτών των συμβάντων μαθαίνουμε μέσω αυτού του μικρού βιβλίου χάρη στον Κοροβίνη. Χαρακτηριστική η φράση του Κοροβίνη:
«Κάθε προικισμένος και εμπνευσμένος δημιουργός των ελληνικών γραμμάτων μεταφέροντας μέσα από το έργο του ένα κομματάκι ρωμαίικης γης που σφράγισε τα μύχια της ψυχής του, μεταφέρει παράλληλα κι ένα κομμάτι ατόφιας ζωής απ’ τον πλανήτη μας: Ο Βιζυηνός μεταφέρει στον κόσμο την πολυλατρεμένη Βιζύη του και τη σπαραγμένη καρδιά της μάνας του, της Μιχαλιέσσας, που βρίσκει τα όμοια και τα αντίστοιχα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτής της γης
Πλάκωσε γύρω καταχνιά κι ήρθε στα χείλη μ’ η ψυχή!
δός με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή,
να με φυλάγη, μη χαθώ,
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ».
«Όταν κουβεντιάζουν τα μάτια, λένε, τα λόγια είναι άχρηστα»
Το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη, Το πρώτο φιλί – Ένα απόγευμα του Γιωργάκη Βιζυηνού στο χαρέμι του Αμπντουλαζίζ, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα.