Ο ταλαντούχος ηθοποιός Γιάννος Περλέγκας, από το 2001 που τον επέλεξε ο Λευτέρης Βογιατζής για να παίξει στο Καθαροί πια, δευτεροετής τότε φοιτητής της σχολής του Εθνικού Θεάτρου, δεν έχει σταματήσει να ερμηνεύει ετερόκλητους ρόλους και να καταθέτει αξιοπρόσεκτες ερμηνείες. Στις “αποσκευές” του  έχει την πολύτιμη μαθητεία δίπλα σε έναν «μύθο του θεάτρου», πολλές και εκλεκτές συνεργασίες, ένα Βραβείο «Δημήτρης Χόρν» (2007) και 40 παραστάσεις!

Το φετινό καλοκαίρι, μετά την παράσταση Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει, μία «δουλειά που την χάρηκε πολύ»,  όπως μας είπε, πρόκειται να πρωταγωνιστήσει και στον Αίαντα του Σοφοκλή, που θα παρουσιαστεί 17 και 18 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου από το Φεστιβάλ Αθηνών και το Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη και σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.

Με αφορμή λοιπόν την επερχόμενη παράσταση, ο Γιάννος Περλέγκας, απάντησε στις ερωτήσεις μας, με σαφή και ξεκάθαρη άποψη, δίνοντας την δική του οπτική τόσο για το πολυπρισματικό και μεγαλειώδες έργο του Σοφοκλή, όσο και για τον Τεύκρο, τον γοητευτικό και σύνθετο ήρωα που ενσαρκώνει.

Επιπλέον, μας μίλησε για την καθοριστική επιρροή του Λευτέρη Βογιατζή πάνω του, τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, με τον οποίο συνεργάζεται για δεύτερη φορά, αλλά και για την «συνάντησή» του με τον Τόμας Μπέρνχαρντ, από την καρέκλα του σκηνοθέτη, που έχει μέλλον…

Μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη με έναν «ανήσυχο» -κατά τη γνώμη μου- καλλιτέχνη που έχει ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα πράγματα να μας πει. Ελπίζουμε να το διαπιστώσετε και εσείς!

Συνέντευξη: Ερριέττα Μπελέκου

Culturenow.gr: Ποια είναι η πρώτη ανάμνηση που σας έρχεται στο μυαλό από την παράσταση Καθαροί πια, στην οποία σας διάλεξε ο Λευτέρης Βογιατζής όταν ήσασταν ακόμα μαθητής της Δραματικής Σχολής;

Γιάννος Περλέγκας: Αναγκαστικά, η πρώτη εικόνα που μου έρχεται, 16 χρόνια μετά, είναι η εικόνα του εαυτού μου. Αν και η μνήμη έχει αρχίσει να μην είναι πια ο πλέον αξιόπιστος σύμβουλος, στο μυαλό μου έρχεται η αθωότητα, η έκπληξη του 19χρονου που ήμουν τότε, όπως και η τιμή, η περηφάνια που ένιωθα που με διάλεξε ένας, όπως τον έβλεπα τότε τον Λευτέρη, μύθος του θεάτρου, για μένα ο σημαντικότερος. Ξεκίνησα να τον παρακολουθώ από 10 χρονών, από το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» του Μπέρνχαρντ κι από τότε περίμενα πότε θα τον ξαναδώ να παίζει, περίμενα κάθε νέα του παράσταση. Και βγαίνοντας από τη Σχολή έκατσα 3 χρόνια κοντά του, με τα έργα της Σάρα Κέην και της Αναγνωστάκη. Κι αφότου έφυγα από κοντά του, το 2003, όσο κι αν φαίνεται συναισθηματικό ή υπερβολικό, τον κουβαλούσα και τον κουβαλώ καθημερινά μες στο μυαλό μου. Τον έβαζα να με κρίνει και να με μαστιγώνει για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσα πάνω στη σκηνή. Τον χρειαζόμουν ως πατέρα μέχρι πάρα πολύ πρόσφατα.

Cul.N.: Τι έχει αλλάξει από τότε στη σχέση σας με το θέατρο;

Γ. Π.: Ελπίζω ότι έχει αλλάξει αυτός ο ετεροπροσδιορισμός για τον οποίο σας μιλάω. Λογοδοτούσα πάρα πολύ στον Λευτέρη, και μέσω εκείνου στην μάνα μου, στον πατέρα μου, σε άλλα πρόσωπα, σε διάφορα πρέπει, είτε θεατρικά είτε υπαρξιακά. Ένας από τους λόγους που μετέφρασα και σκηνοθέτησα τον «Ιμμάνουελ Καντ» του Τόμας Μπέρνχαρντ πέρσι, ήταν για να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου με τα διάφορα πατριαρχικά πρέπει που με καταπιέζαν και με καταπιέζουν ακόμα να μην είμαι ελεύθερος, να μην είμαι αυτόφωτος. Φυσικά εγώ έφταιγα που δεν μπορούσα ακόμα να βρω τη φωνή μου, δεν έφταιγε ο Λευτέρης. Ίσα ίσα ο Λευτέρης, μέσα από την αδέκαστη απαιτητικότητά του, σε αυτό ήθελε να σε ωθήσει, στην ελευθερία σου. Μου πήρε 16 χρόνια και 40 παραστάσεις για να αρχίσω να οσφραίνομαι αυτήν την ελευθερία.

Cul.N.: To φετινό καλοκαίρι έχετε διπλή παρουσία στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ας ξεκινήσουμε από την παράσταση, Ο Άρντεν από το Φέβερσαμ, σε σκηνοθεσία Χάρη Φραγκούλη, που παρουσιάστηκε μάλιστα στο θέατρο του Λευτέρη Βογιατζή. Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια γι’ αυτή τη δουλειά;

Γ. Π.: Είναι μια δουλειά που πολύ τη χάρηκα και πολύ κόπιασα γι’ αυτήν, όπως όλοι όσοι συμμετείχαμε, κι ελπίζω να μπορέσει να ξαναγίνει για λίγο του χρόνου. Είχε έναν πολύ δυναμικό, πολύ ταλαντούχο θίασο, συντελεστές επίσης ταλαντούχους που σκίστηκαν γι’ αυτή τη δουλειά. Ο Χάρης είναι από τα πιο δαιμονικά, τα πιο ταλαντούχα πλάσματα που γνωρίζω. Έχει πολύ δρόμο μπροστά του, ένας τόσο παθιασμένος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να έχει πολύ δρόμο μπροστά του.

 

Cul.N.: Ας περάσουμε στη δεύτερη παράσταση που θα έχει τη δυνατότητα να σας δει το θεατρόφιλο κοινό, τον Αίαντα, την αρχαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή. Ποια είναι η δική σας οπτική για μία από τις πιο φορτισμένες πολιτικά τραγωδίες της ελληνικής γραμματείας;

Γ. Π.: Ξέρετε, η πολιτική ανάγνωση, την οποία καθόλου δεν υποτιμώ, ίσα ίσα, είναι μία μόνο πλευρά του Αίαντα και γενικότερα της ελληνικής τραγωδίας. Είναι όμως και ένας πολύ τετριμμένος τρόπος να αντιμετωπίζουμε τα συγκεκριμένα έργα. Τους φορτώνουμε τις δικές μας σύγχρονες αναγνώσεις, με διάφορες πολιτικές αναλογίες σημερινές, που μπορεί ενδεχομένως να είναι σωστές και να έχουν και ενδιαφέρον, αλλά έτσι, πολύ συχνά, τις φέρνουμε στα μέτρα μας. Υπάρχει στον Αίαντα και γενικώς στην τραγωδία, ένα πλαίσιο το οποίο μας είναι ακατανόητο και απίστευτα μακρινό, ως σύγχρονοι άνθρωποι που είμαστε: το πλαίσιο του ομηρικού έπους, το ζήτημα του τι σημαίνει μύθος και ανακατασκευή του, καθώς και το επίσης ακατανόητο για μας θεολογικό πλαίσιο της τραγωδίας, το ζήτημα δηλαδή της θεολογικής τελετουργίας. Για μένα εκεί κρύβονται περισσότερο τα μυστικά και αυτά κανείς πρέπει να μελετήσει, να αναζητήσει, να δουλέψει. Ήταν ανάγκη μιας πρόσφατης εποχής το να ονομαστεί ο Αίας πολιτική τραγωδία. Δεν λέω πως δεν είναι, αλλά αν επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου μόνο σε αυτό, αδυνατώ να καταλάβω το έργο. Ο Σοφοκλής είναι πολυπρισματικός, πολυεπίπεδος, απίστευτα σύγχρονος. Τον αδικούμε κατατάσσοντας το έργο του σε είδη. Μεγάλη κουβέντα.

Cul.N.: Στην παράσταση υποδύεστε τον Τεύκρο, τον αδερφό του Αίαντα. Ποια είναι η στάση του ήρωά σας απέναντι στον Αίαντα και τι σας γοητεύει σ’ αυτόν;

Γ. Π.: Ο Τεύκρος είναι ένας αντικατοπτρισμός του Αίαντα, όταν ο Αίαντας δεν υπάρχει πια. Δεν είναι τυχαίο που στην αρχαιότητα οι δύο ρόλοι παίζονταν από τον ίδιο ηθοποιό. Υπάρχει μες στο έργο για να μπορέσει να συνεχιστεί και να δικαιωθεί, ως έναν βαθμό, το ήθος του Αίαντα το οποίο διακυβεύεται σε ολόκληρο το έργο. Όλο το έργο είναι, με έναν τρόπο, ο κλυδωνισμός και η αμφιθυμία των ηρώων για το τι είναι τελικά ο Αίας, και για το αν μιλάμε για έναν ήρωα θετικό ή αρνητικό. Εν πάσει περιπτώσει, εγώ κάπως έτσι το βλέπω. Ο Τεύκρος δεν έχει το μέγεθος του Αίαντα, είναι πιο σύγχρονος, πιο αδύναμος από τον Αίαντα, ενώ ταυτόχρονα κουβαλάει και πάρα πολλά χαρακτηριστικά του αδερφού του: το πείσμα του, την περηφάνια του, την ξεροκεφαλιά του ακόμα. Ταυτοχρόνως έχει και την ενοχή ότι δεν ήταν εκεί την κρίσιμη ώρα για τον αδερφό του κι έφτασε κατόπιν εορτής. Έχει το βάρος ενός σύγχρονου ήρωα που πρέπει να ανακαλέσει παλιά, μυθικά χαρακτηριστικά για να υπερασπίσει έναν κόσμο παλιό, ο οποίος πεθαίνει. Αυτή βρίσκω πως είναι η γοητεία του και όλα αυτά τα στοιχεία, για τα οποία πλημμελώς σας μίλησα, τον κάνουν εξαιρετικά σύνθετο και ενδιαφέροντα.

Cul.N.: Συνεργάζεστε και πάλι με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Τί είναι αυτό που εκτιμάτε σε εκείνον και στο σκηνοθετικό του όραμα;

Γ. Π.: Με τον Βαγγέλη έχω δουλέψει άλλη μία φορά, στην «Βρομιά» του Ρόμπερτ Σνάιντερ, έναν μονόλογο, τον οποίο τον είχαμε δουλέψει μαζί του και στην Σχολή, όταν τον είχαμε καθηγητή. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που δουλεύω μαζί του. Ο Βαγγέλης έχει μια αθωότητα και μία παιδικότητα, πολύ χρήσιμα και πολύ δυσεύρετα στοιχεία για άνθρωπο του θεάτρου. Αυτή η αθωότητα λοιπόν, τον κάνει να βλέπει τα έργα που σκηνοθετεί με ένα θετικό φως. Εγώ βλέπω τα πράγματα πολύ πιο μαύρα. Η στάση του Βαγγέλη είναι ένα χρήσιμο αντίβαρο.

Cul.N.: Δώστε μας μία πρώτη «εικόνα» της παράστασης που θα δούμε στην Επίδαυρο, στην οποία θα συναντηθείτε επί σκηνής με εκλεκτούς ηθοποιούς της γενιάς σας.

Γ. Π.: Ο Βαγγέλης κι όλοι μας προσπαθούμε να φτιάξουμε μια παράσταση μεταξύ αφήγησης και υπόκρισης. Προσπαθούμε δηλαδή να αποφύγουμε παλιές, φθαρμένες και γραφικές εκδοχές του τι σημαίνει τραγικό, και ταυτοχρόνως να αποφύγουμε και τους επίσης τετριμμένους μοντερνισμούς πάνω στην τραγωδία. Ο Βαγγέλης βλέπει το έργο σαν μια μπαλλάντα για τον Αίαντα, όπως ο Σαββόπουλος έγραψε το ζεϊμπέκικο για τον Κοεμτζή. Είναι ένας ύμνος, δηλαδή, σε έναν παλιό άνθρωπο, ενός παλιότερου ήθους, για τον οποίο μένεις αμφίθυμος. Κάτι πρέπει να του καταλογίσεις, και για κάτι πρέπει να τον παινέσεις. Μεγέθη σαν τον Αίαντα δεν είναι ασπρόμαυρα. Γι’ αυτό είναι μέγας ο Αίας. Το επίθετο «μέγας» ακούγεται σχεδόν 100 φορές μέσα στο έργο. Μέγας δεν σημαίνει απαραίτητα καλός, όπως συνηθίζουμε να το μεταφράζουμε. Είναι μέγας γιατί δεν μπορούμε να καταλάβουμε το μεγαλείο του με τους δικούς μας, πελιδνούς σύγχρονους όρους.

Cul.N.: Το σπάνια παιζόμενο έργο του Σοφοκλή παρουσιάστηκε τελευταία φορά στην αργολική γη το 1996. Ποια στοιχεία θεωρείτε ότι συνετέλεσαν στην τωρινή του αναβίωσή και ποιες είναι οι –ανησυχητικές κατά τη γνώμη μου- αντανακλάσεις του έργου στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;

Γ. Π.: Το 1996, επειδή το αναφέρατε, ανέβηκε η παράσταση του Βασίλη Παπαβασιλείου, την οποία είχα δει και ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η οπτική του πάνω στο έργο. Συσχέτιζε τον Αίαντα με τον Άρη Βελουχιώτη, τον χορό με τους ηττημένους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και τους νικητές Ατρείδες με την νικήτρια εθνική κυβέρνηση. Ήταν μια θεμιτή και πολύ ενδιαφέρουσα ανάγνωση, έτσι όπως τη θυμάμαι. Και σήμερα κανείς μπορεί να βρει τέτοιες αντανακλάσεις όπως υπαινίσσεσθε με την ερώτησή σας. Σας παραπέμπω όμως στην απάντηση που σας έδωσα παραπάνω. Μου φαίνεται πως σήμερα, οφείλουμε περισσότερο από ποτέ, να πάμε πιο κοντά εμείς στα έργα αυτά, παρά να τα φέρνουμε αυτονόητα κοντά σε μας με τις όποιες επικαιροποιήσεις μπορούμε με ευκολία να τους δώσουμε. Η αρχαία ελληνική τραγωδία είναι ένα τελετουργικό πίστης πρώτα πρώτα. Οι ελληνικές τραγωδίες είναι κατά τη γνώμη μου πρωτίστως υπαρξιακών ερωτημάτων έργα, και δευτερευόντως πολιτικών. Σαφώς και τίθενται μέσα στον Αίαντα ζητήματα εμφυλίου σπαραγμού, επικράτησης του δυνατότερου απέναντι στον αδύναμο με δόλια μέσα κλπ, αλλά αυτό είναι μόνο μία πλευρά. Η σύγχρονη ελληνική ιστορία και εμπειρία είχε ανάγκη να προβάλλει πάνω στα αρχαία έργα τις δικές της περιπέτειες. Και ήταν λογικό και αναγκαίο. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να καταλάβουμε πως μιλάμε για έναν κόσμο πολύ διαφορετικό και πολύ μακρινό από τον δικό μας, και νομίζω πως χρειαζόμαστε πια διαφορετικά εργαλεία για να τον κατανοήσουμε και να τον πλησιάσουμε.

Cul.N.:  Εσείς, σε προσωπικό επίπεδο, πως αντικρίζετε την «ταραγμένη» –σε όλους τους τομείς- εποχή μας; Διατηρείτε κάποια ελπίδα για το μέλλον; Αν ναι, που την στηρίζετε;

Γ. Π.: Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται για να ‘ρθουν, κατά τον Μπρεχτ. Δεν έχω αυταπάτες και δεν έχω ελπίδα μέσα στα πλαίσια του σάπιου αστικού συστήματος στο οποίο ζούμε. Είμαι βαθιά απαισιόδοξος εντός αυτού του πλαισίου, ούτε προσδοκώ αλλαγή μέσα από την συμφιλίωση, την διαπραγμάτευση και τον συμβιβασμό. Ελπίζω στην αταξική κοινωνία.

Cul.N.:  Έχετε κάποια επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας; Υπάρχει περίπτωση Θα σας δούμε ξανά στην καρέκλα του σκηνοθέτη;

Γ. Π.: Προσπαθώ να μην παίξω του χρόνου, αν τα καταφέρω με τον οικονομικό παράγοντα. Όπως σας είπα, έχω πίσω μου 40 παραστάσεις και νιώθω ότι έχω εξαντληθεί, έχω στερέψει. Όταν για το μεροδούλι νοικιάζεις τον εαυτό σου και τα εκφραστικά σου μέσα ανελλιπώς επί 15 χρόνια, κάποια στιγμή στερεύεις. Πήρα μεγάλη χαρά με τη σκηνοθεσία του περυσινού Μπέρνχαρντ. Και η συνάντησή μου με αυτόν τον συγγραφέα έχει μέλλον. Είναι ο συγγραφέας που μου ανοίγει μεγάλα κανάλια προσωπικής έκφρασης. Του χρόνου λοιπόν σχεδιάζω να σκηνοθετήσω ξανά Μπέρνχαρντ, αλλά δεν μπορώ τώρα να μιλήσω περισσότερο γι’ αυτό.

Cul.N.: Θα θέλατε να κλείσουμε με τον πιο «ηχηρό», κατά την γνώμη σας, στίχο από την σοφόκλεια τραγωδία;

Γ. Π.: Είναι ένας στίχος που λέει ο Οδυσσέας:

«Δική σου η νίκη, αν αφήνεις να σε νικούν οι φίλοι».

 

Το Φεστιβάλ Αθηνών και το Θέατρο του Νέου Κόσμου παρουσιάζουν στις 17- 18 Ιουλίου, στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, τον Αίαντα του Σοφοκλή σε μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη και σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.

 

Η παράσταση, μετά την πρώτη παρουσίασή της στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, θα περιοδεύσει σε επιλεγμένα φεστιβάλ της Αττικής.

 

Περισσότερες πληροφορίες: greekfestival.gr και nkt.gr