Η Feelgood παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τις 22 Οκτωβρίου 2015 την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Ο Αστακός» (The Lobster), με τον Colin Farrell.
Μετά τον Κυνόδοντα (Βραβείο Ένα Κάποιο Βλέμμα, Φεστιβάλ Καννών/Υποψηφιότητα Ξενόγλωσσου Όσκαρ) και τις Άλπεις, ο Γιώργος Λάνθιμος επιστρέφει με μία αλληγορική, ρομαντική ιστορία που κέρδισε το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής στο 68ο Φεστιβάλ Καννών (2015). Ο Αστακός είναι το αγγλόφωνο ντεμπούτο του σκηνοθέτη, ενώ το σενάριο συνυπογράφει ο σταθερός συνεργάτης του, Ευθύμης Φιλίππου. Η ταινία συγκεντρώνει διεθνές καστ με πρωταγωνιστή τον Colin Farrell (In Bruges, True Detective TV series) και τους Rachel Weisz, Lea Seydoux, John C. Reilly, Olivia Colman, Ben Whishaw, Ariane Labed, Αγγελική Παπούλια.
Εμπνευσμένος, πρωτότυπος από τη σύλληψη του, προκλητικός, σκοτεινός και απρόσμενα αστείος, Ο Αστακός ξετυλίγει μια αποκλίνουσα ιστορία αγάπης με έναν τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί.
Σύνοψη
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στο εγγύς μέλλον και σύμφωνα με τους κανόνες της Πόλης, όσοι χωρίζουν και μένουν μόνοι, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στο Ξενοδοχείο. Εκεί, είναι υποχρεωμένοι να βρουν ένα σύντροφο μέσα σε 45 μέρες. Αν αποτύχουν, μεταμορφώνονται σε κάποιο ζώο της επιλογής τους και αφήνονται ελεύθεροι στο Δάσος. Ένας απεγνωσμένος Άντρας δραπετεύει από το Ξενοδοχείο, βρίσκεται στο Δάσος όπου ζουν οι Μοναχικοί, και ερωτεύεται, παρ’ όλο που κάτι τέτοιο είναι ενάντια στους κανόνες τους.
Διάρκεια: 118’
Η αρχή
Η γέννηση του σεναρίου της ταινίας προέκυψε μέσα από μια διαδικασία παρατηρήσεων και συζητήσεων ανάμεσα στον Γιώργο Λάνθιμο και τον Ευθύμη Φιλίππου, γύρω από τη ζωή, τους ανθρώπους, τις σχέσεις και τις συμπεριφορές. Ο Λάνθιμος επισημαίνει: «Η ιδέα της ταινίας ήρθε από μία συζήτηση για το πώς οι άνθρωποι έχουν πάντα την ανάγκη να είναι μέσα σε μία σχέση. Πώς αντιμετωπίζουν οι άλλοι αυτούς που δεν τα καταφέρνουν. Πώς θεωρείται αποτυχία αν δεν μπορείς να είσαι με κάποιον. Μέχρι που φτάνει κάποιος για να είναι σε μία σχέση. Ο φόβος. Και όλα αυτά που συνοδεύουν την προσπάθεια να βρούμε ταίρι».
«Όλα έχουν να κάνουν με το να παρατηρείς φίλους και άγνωστους ανθρώπους» τονίζει ο Φιλίππου. «Και μετά να σκέφτεσαι πώς ζούνε και πώς αντιδρούν σε διάφορες καταστάσεις. Η μεγαλύτερη ανάγκη ήταν να γράψουμε κάτι για την αγάπη. Οπότε προσπαθήσαμε να ορίσουμε τι σημαίνει η αγάπη για τους ανθρώπους τώρα και πώς συνδέεται με τη συντροφικότητα και τη μοναξιά».
Αυτό το πρίσμα πυροδότησε την τρίτη συνεργασία των δύο τους. Ο Αστακός περιγράφει δύο διαφορετικούς κόσμους, σημειώνει ο Φιλίππου. «Ένας κόσμος όπου ζουν τα ζευγάρια, σε αντίθεση με έναν κόσμο όπου ζουν οι μοναχικοί. Το κύριο θέμα είναι η αγάπη. Η ταινία προσπαθεί να περιγράψει πώς είναι να είσαι ο σύντροφος κάποιου και πώς είναι να είσαι μόνος».
Οι παραγωγοί Ed Guiney, Ceci Dempsey και Lee Magiday δούλευαν ένα άλλο project με τον Λάνθιμο, όταν ο τελευταίος μαζί με τον Φίλιππου τους παρουσίασε την ιδέα του Αστακού. Ο Guiney λέει: «Διαδραματίζεται σε έναν παράλληλο κόσμο, σίγουρα όχι φουτουριστικό, αλλά δεν είναι ο κόσμος όπως τον ξέρουμε. Σε αυτόν τον κόσμο του Αστακού οι άνθρωποι που είναι μόνοι καταλήγουν σε ένα ίδρυμα, που μοιάζει κάπως με ξενοδοχείο, όπου έχουν στη διάθεση τους μια χρονική περίοδο για να συναντήσουν κάποιον άλλο και να γίνουν ζευγάρι μαζί του.»
Η Magiday προσθέτει: «Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα οπτική για το πώς είμαστε σαν άνθρωποι. Το να είσαι μόνος ή το να έχεις σχέση και οι φόβοι και οι περιορισμοί που βάζει η κοινωνία. Ο Αστακός εικονογραφεί πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς ενώ είναι μια πραγματικά αυθεντική ιστορία αγάπης».
«Έχει μια πολύ συγκεκριμένη ματιά για τον κόσμο» συνεχίζει ο Guiney για τον σκηνοθέτη. «Οι ταινίες του Γιώργου είναι αλληγορίες για τη σημερινή ανθρώπινη κατάσταση. Έχει τρόπους να βάζει τρικλοποδιές σε μερικά από τα μεγαλύτερα ζητήματα της ζωής με πολύ ανανεωτικές, αιφνιδιαστικές αφηγήσεις. Οι ταινίες του είναι πολύ διαφορετικές σε ύφος. Έχουν χιούμορ, αλλά και πολλή λύπη και βία. Οπότε υπάρχει ένα απίστευτα πλούσιο περιβάλλον που δημιουργεί και παρουσιάζει στο κοινό».
Και ο Φιλίππου, που είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι σύμφωνα με τον Dempsey, «είναι προφανώς ένας πανέξυπνος συγγραφέας, προκλητικός και εμπνευσμένος».
Από τη μεριά του ο Φιλίππου υπογραμμίζει τον τρόπο που δημιουργεί. «Προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε κάτι πραγματικό, αλλά όχι με ρεαλιστικό τρόπο. Για μένα είναι πολύ δύσκολο να γράψω ή να σκεφτώ με ρεαλιστικό τρόπο. Και μου φαίνεται αξιοθαύμαστο όταν το βλέπω, αλλά δεν νομίζω ότι μπορώ να το κάνω. Οπότε όταν διηγούμαι μια ιστορία, διαλέγω ένα πραγματικό θέμα και μία ρεαλιστική κατάσταση και μια πραγματική ανάγκη, αλλά το παρουσιάζω με τον τρόπο που μου είναι πιο εύκολος και αυτός τις πιο πολλές φορές δεν είναι ρεαλιστικός».
Οι ηθοποιοί
Η παραγωγός Lee Magiday διηγείται: «Ήμασταν όλοι ενθουσιασμένοι όταν ο Colin ερωτεύτηκε την ιστορία και δήλωσε ενθουσιασμένος που θα συνεργαζόταν με τον Γιώργο. Ο Γιώργος είχε αποφασίσει από την αρχή ότι ήθελε τον Colin και τη Rachel στην ταινία, οπότε ήμασταν πολύ τυχεροί που ανταποκρίθηκαν τόσο άμεσα στο σενάριο. Ο Γιώργος καταφέρνει να δημιουργεί μια μοναδική σύνδεση με τους ηθοποιούς και το υλικό».
«Ποτέ δεν είχα τόσο μικρή άποψη για το παρασκήνιο του χαρακτήρα όσο σε αυτή την ταινία» εξηγεί ο Colin Farrell «και δεν παραπονιέμαι». Συνεχίζει: «Όταν πρωτομίλησα με τον Γιώργο ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι δεν ενδιαφέρεται για το παρελθόν των χαρακτήρων. Αυτό είναι πολύ καλό, γιατί ο κόσμος του είναι από μόνος του ολοκληρωμένος. Είναι τόσο αποκομμένος από κάθε αναγνωρίσιμη μορφή κοινωνικής δομής. Εκπροσωπεί κάτι υπαρκτό στο σημερινό κόσμο, αλλά το κάνει με έναν οξυμμένο τρόπο που είναι δύσκολο να βρω αντιστοιχίες με τους κόσμους που ξέρω τα 37 χρόνια που είμαι στη ζωή». Και καταλήγει: «Επικρατούσε μια υπέροχη ατμόσφαιρα αβεβαιότητας σε όλη τη διάρκεια».
Ο Farrell παρουσιάζει τον χαρακτήρα, τον David, ως εξής: «Στην πρώτη σκηνή, συναντάμε τον David, που τον έχει παρατήσει η γυναίκα του, οπότε ως συνέπεια ο άντρας αυτός υποφέρει από μία έντονη αίσθηση μοναξιάς».
Ο Farrell επισημαίνει αυτά που κάνουν τον David πρωταγωνιστή. «Είναι ο μόνος χαρακτήρας που οδηγεί το κοινό σε τρεις διαφορετικούς κόσμους. Είναι ο μόνος χαρακτήρας που συναντάμε στην Πόλη, που τον πάνε στο Ξενοδοχείο και μετά στο Δάσος».
Το Ξενοδοχείο
H Olivia Colman που υποδύεται την Διευθύντρια του Ξενοδοχείου, παρατηρεί: «Για κάποιο λόγο δεν ευχόμαστε οι άνθρωποι να θέλουν να είναι μόνοι τους και αυτή η σκέψη προχωράει λίγο πιο μακριά στον Αστακό».
Ο Ben Whishaw υποδύεται έναν άλλο ένοικο του ξενοδοχείο, γνωστό για ένα χαρακτηριστικό του. Είναι ο Κουτσός Άντρας. Ο Whishaw εξηγεί πώς εμπλέκεται ο ρόλος του στην ιστορία: «Η σχέση του με τον David είναι μια σχέση που περιλαμβάνει και τον Ψευδό Άντρα, που υποδύεται ο John C. Reilly. Ο David και ο Κουτσός Άντρας είναι νέες αφίξεις στο Ξενοδοχείο αλλά γρήγορα δημιουργούν μία φιλία με τον Ψευδό Άντρα. Ο Wishaw καταλήγει: «Είναι φανταστικό να συνεργάζεσαι με τον Colin. Είναι εντελώς μεταμορφωμένος και μοιάζει εντελώς εξοικειωμένος με τον αλλόκοτο αυτό κόσμο».
Το Δάσος
Ο Colin Farrell λέει για την πλοκή: «Αυτοί που αμφισβητούν το σύστημα είναι αυτοί που ζουν στο Δάσος και έχουν αποφασίσει να αφιερώσουν τις ζωές τους στο να κάνουν τα πάντα διαφορετικά από ό,τι στο Ξενοδοχείο. Οπότε έχουν αφιερώσει τις ζωές τους στο να είναι, όπως αυτοαποκαλούνται, οι Μοναχικοί. Ακούνε μουσική στα ακουστικά τους, οπότε δεν χορεύουν μαζί με κάποιον. Αν κάποιος αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα δεν τον βοηθούν, δεν επιτρέπεται να φλερτάρουν, δεν έρχονται κοντά με κάποιον άλλο, δεν γίνονται ζευγάρια».
Ίσως φανεί παράξενο, αλλά το Δάσος τελικά φιλοξενεί ένα αντίστοιχα καταπιεστικό και μοχθηρό καθεστώς. «Νομίζεις ότι αφήνεις το ασφυκτικά δογματικό Ξενοδοχείο και πηγαίνεις στο Δάσος και ότι αυτό σημαίνει ότι απελευθερώνεσαι από τους κανόνες και τη δομή του Ξενοδοχείου» λέει ο Farrell. «Συνειδητοποιείς ότι κάθε είδος εξουσίας, κάθε είδος αυστηρού κανονισμού που επιβάλλεται στον οποιοδήποτε ανθρώπινο ον αποδεικνύεται αφύσικο σε κάποια φάση. Ο κόσμος των Μοναχικών είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, κτηνώδης από τον κόσμο του Ξενοδοχείου».
Η Lea Seydoux υποδύεται την απόλυτα δογματική αρχηγό αυτής της σύνθετης ομάδας. «Η επικεφαλής των Μοναχικών είναι μια αρχηγός» εξηγεί η Seydoux. Ο χαρακτήρας της μοιάζει μυστηριώδης και ανεξήγητος. Σύμφωνα με την ηθοποιό «είναι δύσκολο να την καταλάβει κανείς πραγματικά γιατί κρύβεται».
Στο Δάσος ο David συναντά κάποια με την οποία αισθάνεται πραγματική σύνδεση, μια γυναίκα που έχει μυωπία, την οποία υποδύεται η Rachel Weisz. Η ηθοποιός είναι θαυμάστρια του Κυνόδοντα και ήθελε πολύ να δουλέψει με τον Λάνθιμο για καιρό, η οποία μάλιστα βυθίστηκε στην ταινία με το που έφτασε στα γυρίσματα, χωρίς καμία προετοιμασία. Η ίδια λέει σχετικά: «Η μόνη πραγματική προετοιμασία ήταν να μάθω τα λόγια μου». Ο ενθουσιασμός της για τη διαδικασία είναι εμφανής. «Όλα είχαν μια αίσθηση αυτοσχεδιασμού. Όχι σε σχέση με τα λόγια ή το κείμενο, αλλά σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν. Μάθαινα για τον κόσμο της ταινίας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων».
Ο Αστακός γυρίστηκε, κατά κύριο λόγο, με χρονολογική σειρά το οποίο ήταν μια μοναδική εμπειρία για τους ηθοποιούς. Η παραγωγός Lee Magiday εξηγεί σχετικά: «Ο Colin Farrell είναι ο μοναδικός άνθρωπος που είναι στην ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος. Η Rachel Weisz έφτασε τρεις εβδομάδες πριν το τέλος των γυρισμάτων, μόλις είχαμε φύγει από το Ξενοδοχείο και πήγαμε στο Δάσος. Δεν είχε συναντήσει τον Colin, δεν ήξερε κανέναν από τους άλλους ηθοποιούς οπότε ήταν φανταστικό να την παρατηρείς να αγκαλιάζει όλη τη διαδικασία. Ήταν σαν να ήταν μαζί μας από την αρχή».
Η Rachel Weisz περιγράφει πώς βλέπει τους Μοναχικούς: «Είναι αποστάτες, ζουν αψηφώντας τους κανόνες του κόσμου. Ζούνε εντελώς μοναχικά, οπότε επιτρέπεται να κάνουν φίλους και να συζητάνε, αλλά δεν επιτρέπεται να φλερτάρουν, να φιλιούνται ή να αγγίζονται. Πρέπει να παραμένουν μόνοι τους. Ο κανόνας είναι ότι πρέπει να παραμείνεις μόνος σου. Είναι ένα σύμπαν που υπόκειται σε πολλούς κανόνες». Η ηθοποιός καταλήγει: «Όλη η ταινία υπόκειται σε πολλούς, πολλούς κανόνες».
Εκτός από τους επαγγελματίες ηθοποιούς, ο Λάνθιμος είχε επιλέξει και ερασιτέχνες. Ο Ben Wishaw λέει σχετικά: «Του αρέσει που είναι ανοιχτοί, στα όρια της απροσεξίας. Μπαίνουν και το κάνουν απλά, δεν φέρνουν το φορτίο του τι πρέπει να είναι η υποκριτική. Οπότε ο Λάνθιμος μπορεί να δημιουργήσει έναν πολύ συγκεκριμένο κόσμο, όπου οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με συγκεκριμένους τρόπους, που μοιάζει λίγο με τον δικό μας, αλλά είναι λίγο πιο αλλόκοτος».
Η συνεργασία με ερασιτέχνες ηθοποιούς αποδείχτηκε μια ανανεωτική διαδικασία για τον Farrell: «Καμιά φορά όσο πιο πολύ παίζεις τόσο πιο πολύ συνηθίζεις μερικές συμπεριφορές και βασίζεσαι σε κάποιες μανιέρες και χαρακτηριστικά. Οπότε τελικά νομίζω ότι προσπαθείς να επιστρέψεις σε ένα στάδιο έλλειψης επίγνωσης, την οποία έχεις αποκομίσει με τα χρόνια εμπειρίας και προσπαθείς να αφεθείς. Είμαστε αδέξια όντα οι άνθρωποι. Τραυλίζουμε, διστάζουμε, σταματάμε στη μέση της κουβέντας… Έτσι, η συνεργασία με τους ερασιτέχνες ήταν καλή, ήταν εύκολη. Δεν υπήρχε διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους έμπειρους και τους άπειρους».
Υπήρχε και μια ακόμα αίσθηση δημοκρατίας στο γύρισμα την οποία τονίζει ο John C. Reilly. «Φορούσαμε όλοι ακριβώς τα ίδια ρούχα και μέναμε μαζί στο Ξενοδοχείο». Το σκηνικό για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι το Parknasilla Hotel στη νοτιοδυτική ακτή της Ιρλανδίας. Επιπλέον, στο ίδιο μέρος έμεναν τα περισσότερα μέλη του συνεργείου. Ο Reilly καταλήγει με ενθουσιασμό: «Ήταν σαν μια φοβερή καλοκαιρινή κατασκήνωση για κινηματογραφικούς ηθοποιούς».
Το γύρισμα
Πολλά τμήματα του γυρίσματος έγιναν με ασυνήθιστο τρόπο. «Όλη η διαδικασία ήταν αντισυμβατική» παρατηρεί ο Farrell.
Η ταινία δεν είχε την πολυτέλεια να βασιστεί σε μακροχρόνιες πρόβες, το οποίο τελικά ήταν ευεργετικό και όχι κατασταλτικό. «Ο Γιώργος μερικές φορές κατέγραφε την πρόβα ως πρώτη λήψη και καμιά φορά αυτό πήγαινε καλά» εξηγεί η Magiday. «Μετά αρχίζαμε το γύρισμα. Στον Γιώργο αρέσει ο αυτοσχεδιασμός. Δουλεύει από το σενάριο αλλά του αρέσει να εισπράττει και την ενέργεια της κάθε μέρας» .
Ο Κυνόδοντας και οι Άλπεις είχαν μικρό προϋπολογισμό και ο Λάνθιμος είχε τον απόλυτο έλεγχο της διαδικασίας. Ο Αστακός είναι η πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, την οποία μάλιστα γύρισε εκτός Ελλάδος με διεθνές cast και διεθνές συνεργείο. Ο Θύμιος Μπακατάκης ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας και ο Γιώργος Μαυροψαρίδης έκανε το μοντάζ. Και οι δύο έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Λάνθιμο, ενώ το υπόλοιπο συνεργείο ήταν καινούριοι συνεργάτες. Η Magiday εξηγεί: «Στο γύρισμα, ο Γιώργος προτιμά τις φυσικές διαδικασίες. Του αρέσει να παρασέρνεται από μια σκηνή και να συνεχίζει παρά να σταματάει και να ξεκινάει. Θέλει να μπορεί να κινεί την κάμερα, να μπαίνει στην επόμενη λήψη, να διατηρεί την ενέργεια με τους ηθοποιούς».
Η παραγωγή δούλεψε κυρίως με φυσικό φως και χωρίς μακιγιάζ. Ο John C. Reilly επισημαίνει: «Έχει μια αίσθηση χειροποίητου. Είναι πολύ απλό, αλλά πολύ καλά εκτελεσμένο. Υπάρχει κάτι το περίτεχνο στη διεύθυνση φωτογραφίας και στην εικόνα της ταινίας».
Ο Reilly συνεχίζει: «Σε σχέση με άλλες ταινίες, το μόνο παρόμοιο πράγμα που έχω δει είναι οι ταινίες του Κιούμπρικ, όπου οι ηθοποιοί παίζουν φυσικά, αλλά οι συνθήκες είναι πολύ παράξενες. Είναι πολύ αστείο με στοιχεία μαύρου χιούμορ, ενοχλητικό και πολύ κωμικό την ίδια στιγμή».
«Δεν προετοιμάστηκα για τον ρόλο καθόλου, γιατί ο Γιώργος είχε δημιουργήσει έναν πολύ συγκεκριμένο κόσμο» λέει ο Wishaw συνεπής στο κλίμα των δηλώσεων των υπόλοιπων ηθοποιών της ταινίας. «Είναι δύσκολο να δουλέψεις ανεξάρτητα. Νομίζω ότι θέλει να κρατήσει τους πάντες σε μία κατάσταση αγνώστου, και ίσως να μη θέλει οι ηθοποιοί να υπεραναλύουν τα πράγματα».
Η Lea Seydoux προσθέτει: «Πρέπει να ακολουθείς τις οδηγίες του. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι πολύ, γιατί αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει.»
«Δεν έχει να κάνει με τις συμβατικές ερωτήσεις και διαδικασίες που περνάς σαν ηθοποιός» προσθέτει ο Farrell. «Κάνεις το λιγότερο δυνατό, γιατί τα λόγια και η δομή των σκηνών και οι δυναμικές ανάμεσα στους χαρακτήρες είναι τόσο συγκεκριμένες που πρέπει να διατηρηθούν χωρίς κάποιος ηθοποιός να επεμβαίνει με θεωρίες και απόψεις». Ο Farrell καταλήγει: «Ήταν μια πραγματικά ενδιαφέρουσα άσκηση στην αυτοσυγκράτηση και στο να εμπιστεύεσαι το υλικό».
Το κοινό
Ben Whishaw: «Η ταινία είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες. Είναι προσβάσιμη στην αφήγηση της, όσο παράλογη κι αν είναι. Έχει μια ποιητική αίσθηση, είναι προκλητική. Επί της ουσίας έχει να κάνει με την παραφροσύνη των ανθρώπων, τα παράλογα πράγματα που κάνουμε, τα παράλογα πράγματα που λαχταράμε».
Lea Seydoux: «Μπορώ να φανταστώ ότι θα κάνει το κοινό να σκεφτεί. Αυτό έχει σημασία για το σινεμά. Είναι μια σχεδόν καινούρια γλώσσα και ένας νέος τρόπος να βλέπεις τα πράγματα».
John C. Reilly: «Αυτό που θα κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στο κοινό, παρ’ όλη την εξεζητημένη σύλληψη της ταινίας, είναι πόσο ρεαλιστική και άμεση είναι. Τα πράγματα για τα οποία παλεύουν αυτοί οι άνθρωποι είναι η μοναξιά, η ανικανότητα να βρουν κάποιον, η αγωνία του να πεθαίνεις μόνος, επί της ουσίας, και αυτά είναι πραγματικά παγκόσμια ζητήματα».
Rachel Weisz: «Αυτό που με εξιτάρει με τον Αστακό είναι η πρωτοτυπία του, η φρεσκάδα του, η προκλητικότητα, η επικινδυνότητα, η κωμικότητα, η αιχμή του και το ρομαντικό του στοιχείο».
Colin Farrell: «Το κοινό θα αντιδράσει, με κάποιο τρόπο θα το κάνει. Δεν νομίζω ότι κάποιος θα φυγει κάποιος από την ταινία απαθής».
Lee Magiday: «Είναι μια πρωτότυπη ιστορία, από μια γνήσια φωνή, ειπωμένη με έναν αυθεντικό τρόπο. Κάποιοι θα συνδεθούν με το συναίσθημα, με το χιούμορ, την τρυφερότητα και τον ασυνήθιστο τρόπο που οι πρωταγωνιστές βρίσκουν την αγάπη».
Γιώργος Λάνθιμος: «Ελπίζω ότι κάνουμε τις ταινίες με έναν τόσο ανοιχτό τρόπο που χωράνε τις απόψεις όλων. Έχουμε πάρει κάποιες αποφάσεις. Είναι μια πολύ συγκεκριμένη ταινία, που ελπίζω να έχει τη δική της φωνή και να εγείρει κάποια ερωτήματα. Αλλά πέρα από αυτό, καθένας που θα τη δει ελπίζω να συνδεθεί και να αρχίσει να σκέφτεται διάφορα θέματα με τους δικούς του όρους. Έτσι εύχομαι να λειτουργήσει αυτή η ταινία».
Credits:
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Γιώργος Λάνθιμος, Ευθύμης Φιλίππου
Cast: Colin Farrell, Rachel Weisz, Jessica Barden, Olivia Colman, Ashley Jensen, Ariane Labed, Aγγελική Παπούλια, John C. Reilly, Léa Seydoux, Michael Smiley, Ben Whishaw
Παραγωγοί: Ed Guiney, Lee Magiday, Ceci Dempsey, Yorgos Lanthimos
Εxecutive producers: Andrew Lowe, Tessa Ross, Sam Lavender
Συμπαραγωγοί: Xρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος, Leontine Petit, Carole Scotta, Joost de Vries και Derk-Jan Warrink
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Θύμιος Μπακατάκης
Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης
Παραγωγή: Element Pictures, Scarlet Films, Limp Films
Συμπαραγωγή:Faliro House Productions (Greece), Haut et Court (France), Lemming Film (Netherlands)
Με τη συμμετοχή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και την υποστήριξη του Eurimages.