Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε τη Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015, στο πλαίσιο του 56ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο Ρουμάνος σκηνοθέτης Μίρτσεα Ντανελιούκ, φετινός τιμώμενος του τμήματος «Ματιές στα Βαλκάνια».
Καλωσορίζοντας τον Μίρτσεα Ντανελιούκ, ο διευθυντής του φεστιβάλ, Δημήτρης Εϊπίδης τον χαρακτήρισε ως έναν «τολμηρό δημιουργό που επηρέασε βαθιά το νέο ρεύμα του ρουμανικού κινηματογράφου». Ο κ. Εϊπίδης σημείωσε επίσης ότι οι ταινίες του Ντανελιούκ καθρεφτίζουν ολόκληρο το ρουμάνικο λαό, προσθέτοντας ότι «με την αιχμηρή ματιά του ο σκηνοθέτης κατέγραψε τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συνέβησαν στη χώρα του και αποτελούν σημαντική ανακάλυψη για όλους μας».
Ο υπεύθυνος του τμήματος «Ματιές στα Βαλκάνια» Δημήτρης Κερκινός, ο οποίος συντόνισε τη συνέντευξη Τύπου, χαρακτήρισε τον Μίρτσεα Ντανελιούκ πρωτοπόρο για την εποχή του και σημείωσε χαρακτηριστικά ότι είναι η πρώτη φορά που πραγματοποιείται ένα τόσο εκτεταμένο αφιέρωμα στο έργο του εκτός Ρουμανίας.
Από την πλευρά του, ο σκηνοθέτης ευχαρίστησε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την πρόσκληση, σχολιάζοντας ότι «δεν είμαι σίγουρος αν δικαιούμαι αυτής της αναγνώρισης που εκφράσατε». Απαντώντας στο ερώτημα πώς είναι να κάνει κανείς σινεμά την εποχή του Τσαουσέσκου, ο κ. Ντανελιούκ είπε: «Η κατάσταση ήταν ίδια όπως σε κάθε δικτατορία. Αυτά τα καθεστώτα διοχετεύουν χρήματα στο σινεμά περισσότερο από τα δημοκρατικά καθεστώτα, καθώς εκμεταλλεύονται τον κινηματογράφο ως μέσο προπαγάνδας. Ήταν πολύ δύσκολη η κατάσταση για τους σκηνοθέτες, δέχτηκαν μεγάλες πιέσεις και πήραν ρίσκα». Ο ίδιος ανέφερε επίσης ότι για να χαρακτηριστεί μια ταινία ως κατάλληλη, έπρεπε να περάσει από λογοκρισία στο αρχικό στάδιο του σεναρίου, αλλά πολύ περισσότερο όταν ολοκληρωνόταν, ωστόσο, όπως συμπλήρωσε χαρακτηριστικά «το κράτος πλήρωνε κι αυτό ήταν, από την άλλη πλευρά, πλεονέκτημα».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το 1981 ο Μίρτσεα Ντανελιούκ έγραψε και σκηνοθέτησε την Κρουαζιέρα, μια πολιτική σάτιρα που σαρκάζει το κομμουνιστικό καθεστώς, στην οποία οι κεντρικοί ήρωες ήταν στην πραγματικότητα ο Νικολάι και η Έλενα Τσαουσέσκου, χωρίς φυσικά να τους κατονομάζει. Όπως είπε ο σκηνοθέτης, η αλληγορία ήταν ένα εργαλείο: «Για να γίνει αποδεκτό ένα σενάριο, έπρεπε να θεωρηθεί αθώο σε επίπεδο προπαγάνδας, έπρεπε λοιπόν να γίνουν τροποποιήσεις για να συνεχιστεί η ταινία. Γι’ αυτό το λόγο, ξεκίνησα με σενάριο που δεν έλεγε απολύτως τίποτα».
Κάθε ταινία του Ντανελιούκ φαίνεται να έχει εντελώς διαφορετικό ύφος από την προηγούμενη, ωστόσο ο ίδιος δεν πιστεύει ότι το στυλ καθορίζει τα πάντα. «Το ύφος καθορίζεται από το ίδιο το έργο, γι’ αυτό φαίνεται ότι έχω διαφορετικά στυλ», παρατήρησε σχετικά. Αναφερόμενος, για παράδειγμα, στην ταινία του Πρόβα με μικρόφωνο, ο σκηνοθέτης εξήγησε ότι υιοθέτησε το σινεμά βεριτέ και ότι για τη λήψη του ήχου χρησιμοποίησε μέσα τα οποία μπορεί σήμερα να φαίνονται απαρχαιωμένα, ωστόσο, όπως συμπλήρωσε, «εκείνη την εποχή αυτά τα μέσα ήταν αρκετά ικανοποιητικά. Για να ηχογραφήσουμε, βάζαμε μικρόφωνα στα μαλλιά των ηθοποιών και στα οχήματα που περνούσαν».
Μιλώντας για τη διπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη και του ηθοποιού, ο Μίρτσεα Ντανελιούκ επεσήμανε ότι δεν είναι εύκολο να ερμηνεύει κανείς έναν ρόλο στην ίδια του την ταινία, γιατί κάτι τέτοιο, όπως είπε «αυξάνει ανεξέλεγκτα το φόρτο εργασίας, ακόμη και τότε που δεν μπορούσε να οπτικοποιήσει κανείς ταυτόχρονα τις διάφορες φάσεις των γυρισμάτων». Και πρόσθεσε: «Όμως το σινεμά βεριτέ σε αναγκάζει να μείνεις μακριά από τους ηθοποιούς σου, χωρίς να μπορείς να παρέμβεις ως σκηνοθέτης και να τονίσεις λεπτομέρειες τη στιγμή του γυρίσματος, όπως π.χ. έναν περαστικό ή το λεωφορείο που περνά. Χρειαζόταν λοιπόν ένα άτομο να επιλύει προβλήματα στο πλατό και ήμουν ενδεχομένως το καλύτερο άτομο γι’ αυτό. Έτσι αποφάσισα να ερμηνεύσω έναν ρόλο δίπλα στους ηθοποιούς μου, για να μπορώ να διορθώνω τα απρόβλεπτα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων».
Ο σκηνοθέτης ρωτήθηκε για το εάν η προσέγγισή του στην τέχνη του κινηματογράφου επηρεάστηκε από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. «Πιστέψαμε ότι η πτώση του καθεστώτος ήταν η ελευθερία προσωποποιημένη, ότι θα ήμασταν ελεύθεροι, αλλά τελικά δεν ήμασταν. Το καθεστώς κατέρρευσε, αλλά παρόλα αυτά χρειάστηκε να έρθω αντιμέτωπος με τους ίδιους ανθρώπους. Στην αρχή ήταν καλά. Το κράτος πλήρωνε τα πάντα και μπορούσαμε ελεύθερα να κάνουμε ό,τι θέλαμε. Αυτό διήρκεσε 4-5 χρόνια. Από εκεί και μετά, έβλεπα ότι παλιοί οπερατέρ και παραγωγοί μπορούσαν όπως πάντα να βρίσκουν χρήματα από το κράτος, ακολουθώντας το στυλ του καθεστώτος Τσαουσέσκου», σημείωσε ο κ. Ντανελιούκ. Όσο για τον ίδιο, κατά την περίοδο του δημοκρατικού καθεστώτος, η ταινία του Η ξένη λεγεώνα (2008) «έμεινε στο ντουλάπι για ένα χρόνο και εγώ παραγκωνίστηκα», ενώ και η επόμενη ταινία του Μαριλένα (2008) βρέθηκε επίσης στο περιθώριο.
Σύμφωνα με τον κ. Ντανελιούκ, η είσοδος της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ωφέλησε ιδιαιτέρως τον ρουμανικό κινηματογράφο. «Υπήρχαν άλλες υποχρεώσεις και προτεραιότητες. Ήταν πολύ δύσκολο να έχει κανείς πρόσβαση σε ευρωπαϊκούς πόρους. Η κατανομή γινόταν μεταξύ κρατών με γνωστό κινηματογραφικό παρελθόν. Η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Πολωνία ήταν νέες χώρες σε αυτό το καθεστώς, ήμασταν ακόμη στον προθάλαμο. Η κατάσταση έχει βελτιωθεί, αλλά δεν είμαι και απόλυτα πεπεισμένος ότι είναι καλύτερα για τον κινηματογράφο, τώρα που είμαστε στην Ε.Ε. Μετά την επανάσταση, οι ταινίες μου γίνονταν με κρατική επιχορήγηση. Από την Ευρώπη δεν έλαβα καθόλου χρήματα», σημείωσε ο ίδιος.
Απαντώντας στο ερώτημα «μπορεί η επιδοτούμενη τέχνη να ‘’δαγκώνει’’;», ο κ. Ντανελιούκ επεσήμανε: «Η επιχορηγούμενη τέχνη μπορεί να αποδώσει καρπούς εάν γίνεται σε κράτος που ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό. Την εποχή του Τσαουσέσκου είχαμε αξιόλογες ταινίες. Μετά από αυτόν, η ελευθερία έχει πολύ ιδιαίτερη γεύση. Δεν υπάρχει ίδια πίεση μήπως κάνει κανείς ατόπημα και υπάρξουν επιπτώσεις για την ταινία. Ενδεχομένως είναι καλύτερη περίοδος, υπό αυτή την έννοια, όμως οι σημερινές ταινίες είναι απλουστευμένες, διηγούνται απλώς μια ιστορία».
Φωτογράφος: ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ – Motionteam