Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορεί το βιβλίο, Το παιδί εγκληματίας του Jean Genet σε μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά.
Αλλά κι εσείς οι ίδιοι πάνω σε τί στηρίζετε τους κανόνες της ηθικής σας; Ανεχτείτε λοιπόν έναν ποιητή, που είναι επίσης κι εχθρός, να σας απευθύνεται ως ποιητής και ως εχθρός. ̶ J.G.
«Η RADIODIFFUSION FRANÇAISE με είχε προσκαλέσει σε μία από τις εκπομπές της, την οποία ονόμαζε “Carte blanche”. Αποδέχθηκα την πρόσκληση προκειμένου να μιλήσω για την παιδική εγκληματικότητα. Το κείμενο μου, το όποιο έγινε αρχικά δεκτό, στη συνέχεια απορρίφθηκε. Αντί οιουδήποτε αισθήματος περηφάνιας, αισθάνομαι μια κάποια ντροπή. Πρόθεσή μου ήταν να ακουστεί η φωνή του εγκληματία. Το ένδοξο τραγούδι του κι όχι τα γογγυτά του. Μια μάταιη αγωνία να φανώ ειλικρινής μ’ εμποδίζει να το κάνω, αγωνία να φανώ όμως ειλικρινής, όχι τόσο μέσω της ακριβούς απόδοσης των γεγονότων, όσο με το να μην προδώσω μια ορισμένη τραχύτητα του τόνου, που είναι και ο μόνος ικανός να αποδώσει το συναίσθημά μου, την αλήθεια μου, το συναίσθημα και την αλήθεια των φίλων μου.
»Οι εφημερίδες έδειξαν εξαρχής να ξαφνιάζονται που ένα θέατρο τέθηκε στην υπηρεσία ενός διαρρήκτη ̶ κι ενός ομοφυλόφιλου. Μου είναι λοιπόν αδύνατο να μιλήσω σ’ ένα μικρόφωνο εθνικής εμβέλειας. Επαναλαμβάνω ότι νιώθω ντροπή. Είχα ωστόσο περάσει καιρό μέσα στη νύχτα, στο όριο όμως της μέρας, και τώρα υποχωρώ μες στα σκοτάδια απ’ όπου καταβάλλω τόσες προσπάθειες για να αποσπαστώ».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
O Ζαν Ζενέ (1910-1986), νόθο παιδί μιας πόρνης και ενός εργάτη, μεγάλωσε με φροντίδα από τους ανάδοχους γονείς του σε μια επαρχιακή πόλη της Γαλλίας. Καλός μαθητής στο σχολείο και φρόνιμος αλλά συνεσταλμένος, εκδηλώνει στα σχολικά του χρόνια τα πρώτα ομοφυλοφιλικά του αισθήματα, ενώ δέκα χρονών διαπράττει την πρώτη του κλοπή. Θέτει έτσι τις βάσεις της προσωπικής μυθολογίας του και εκφράζει τη βαθιά του αντικοινωνικότητα και τη σταθερή πλέον αντικανονικότητα του: Το σκάει διαδοχικά από τη θετή του οικογένεια, από τη σχολή όπου μαθαίνει την τέχνη του τυπογράφου, από το σωφρονιστήριο για ανηλίκους όπου εγκλείεται και όπου αποκρυσταλλώνονται η ομοφυλοφιλία του κι η λατρεία του για την αρρενωπότητα και τις βίαιες και εξουσιαστικές εκφάνσεις της. Κατατάσσεται στη Λεγεώνα των Ξένων και υπηρετεί στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Μαγεύεται από τα πάθη των λαών τους και τον απλόχερο ανδρισμό τους. Επιστρέφει στο Παρίσι όπου ζει με μικροκλοπές, μεταξύ άλλων και βιβλίων, και μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Εκεί γίνεται συγγραφέας.
Τα πρώτα του μυθιστορήματα λογοκρίνονται ως πορνογραφικά και κυκλοφορούν παράνομα. Η Παναγία των Λουλουδιών(Notre–Dame–des–Fleurs, 1943) αφηγείται τη ζωή της τραβεστί Ντιβίν και του φίλου της, τον κόσμο της νύχτας στη Μονμάρτη. Στο Θαύμα του ρόδου (Le Miracle de la rose, 1946) μιλάει για τα χρόνια του εγκλεισμού του σε αναμορφωτήρια και φυλακές ως τα δεκάξι του. Στον Καβγατζή της Βρέστης (Querelle deBrest, 1947 – γυρίστηκε ταινία από τον Ρ. Β. Φασμπίντερ το 1982) η ιστορία διαδραματίζεται ανάμεσα στα πρόσωπα ενός μπορντέλου στο ομιχλώδες θαλασσινό τοπίο του λιμανιού της Βρέστης. Ακολουθούν οι Κηδείες (Pompes funèbres, 1948) και τοΗμερολόγιο του κλέφτη (Le Journal du voleur, 1949), που κατά τον Σαρτρ δεν είναι απλή αυτοβιογραφία αλλά «μια ιερή κοσμογονία».
Ο Ζαν Κοκτώ ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε τα έργα του Ζενέ, ακολούθησε ο Σαρτρ και στη συνέχεια έγινε το αγαπημένο παιδί της γαλλικής διανόησης. Έγραψε έργα για το θέατρο: Οι υπηρέτριες (που έχει μεταφραστεί ως Οι δούλες) – 1947, Το μπαλκόνι –1956, Οι νέγροι – 1958, Τα παραβάν – 1961 κ.ά.), ποίηση (Ο καταδικασμένος σε θάνατο – 1942 κ.ά.), δημοσίευσε πολλά άρθρα, σκηνοθέτησε μια ταινία, το ασπρόμαυρο Ένα ερωτικό τραγούδι (Un chant d‘amour, 1950). Η επίδραση του εκτείνεται σε όλα τα είδη τέχνης, στον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία, το χορό, τη μουσική. Την πολιτική του στάση απέναντι στη ζωή και την κοινωνία διοχέτευσε και στην υποστήριξή του προς τους Μαύρους Πάνθηρες και το Παλαιστινιακό Κίνημα.
Συνέχισε την απρόβλεπτη και περιπετειώδη ζωή του μέχρι το θάνατό του το 1986 στο Παρίσι.
Ο Γιάννης Αντωνιάδης γράφει κριτική για βιβλίο.