Ο κόσμος του Τσέχοφ είναι ένα ανεξάντλητο μαγικό κουτί όπου κάθε φορά έρχονται στην επιφάνεια όλα εκείνα τα στοιχεία και τα δεδομένα που τον διαμόρφωσαν ως συγγραφέα, γιατρό, κοινωνικό λειτουργό της εποχής του μα πάνω από όλα άνθρωπο.
Αυτή η πολύτιμη “ματιά”, που αποτελεί ένα ακόμα λιθαράκι στην ανάδειξη άγνωστων πτυχών της ζωής του Αντόν Τσέχοφ, είναι μία ανασκόπηση των καίριων στιγμών και επεισοδίων στη ζωή του μεγάλου Ρώσου. Όλα αυτές οι πληροφορίες που μας προσφέρονται εδώ επιβεβαιώνουν τα ίδια τα λεγόμενα του Τσέχοφ μιας και η ζωή γυρνάει γύρω από δύο βασικούς άξονες, την ιατρική και την λογοτεχνία.
Αναφέρει η Ελένη Κατσιώλη: “Σε ένα γράμμα του με χιουμοριστική διάθεση έγραψε: “Η ιατρική είναι η νόμιμη σύζυγός μου και η λογοτεχνία είναι η ερωμένη μου”. Ο Τσέχοφ στα γραπτά του εξέφρασε όλο τον πόνο, την δυστυχία, τα βάσανα των ανθρώπων τους οποίους συνάντησε καθ’ όλη την διάρκεια της κατά τα άλλα σύντομης ζωής του. Ασθενική φύση ο ίδιος μιας και αρρώστησε από πολύ νωρίς και γέρασε πριν της ώρας του, ανακούφιζε την ψυχή του αφιερώνοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία του ανθρώπου και της λογοτεχνίας έτσι όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν. Είτε στα θεατρικά του όπως ο Γλάρος και οι τρεις Αδελφές, είτε στα διηγήματά του όπως ο Θάλαμος αρ.6 και ο Μαύρος μοναχός, είτε στα μυθιστορήματά του όπως η Νήσος Σαχαλίνη και η Μονομαχία, είτε πάλι στην αυτοβιογραφία του με τίτλο η Ζωή μου άφησε στον αναγνώστη την αμφιβολία για τα γραπτά του και για το νόημά τους αλλά τον εμπότισε με την σιγουριά πως όλη του η πορεία είχε έναν και μόνο σκοπό, την αποτύπωση της αλήθειας έτσι όπως ο ίδιος την βίωσε στον τόπο της αδικίας.
Στο μικρό αυτό εγχειρίδιο θα γνωρίσουμε μεταξύ άλλων τον Τσέχοφ και την σχέση του με τους γονείς του που από νωρίς τον άφησαν μόνο να αναμετρηθεί με τις δυσκολίες και το άγχος για επιβίωση αφού πρώτα του είχαν εμφυσήσει την αγάπη για το θέατρο και τις τέχνες καθώς και τον άνθρωπο. Η Ελένη Κατσιώλη μας μαθαίνει πως η μητέρα του “επηρέασε πολύ τον χαρακτήρα των παιδιών της ανατρέφοντας τα με ευαισθησία, με σεβασμό και με συμπόνια για τους αδύνατους και τους καταπιεσμένους, αλλά και με αγάπη για τη φύση και την ανθρωπότητα”. Για αυτό και ο Τσέχοφ στα αμέτρητα διηγήματά του θα αφιερωθεί στην αφήγηση των άθλιων συνθηκών των αγροτών, στην μιζέρια και την φτώχεια που τους ταλανίζει, θα γίνει ο συμπαραστάτης και υμνητής τους, θα καταγράψει όλα όσα ο ίδιος πέρασε στην ύπαιθρο πλάι στην πάλη τους για επιβίωση, σαν ανταποκριτής των αγώνων τους. Με την ίδια ζέση θα αναφερθεί και στην κακοποίηση των ζώων από τους άξεστους και απαίδευτους μουζίκους τους οποίους συναναστράφηκε και είδε εκ του σύνεγγυς τον απαράδεκτο τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονταν στα αθώα αυτά πλάσματα, μάλιστα θα γίνει λάβρος εναντίον τους για την ακατάλληλη μεταχείριση που τους επιφύλασσαν κατά την διάρκεια των αγροτικών εργασιών. Δεν φείδεται λόγων, δεν φοβάται να έρθει σε ρήξη και να μιλήσει την γλώσσα της αλήθειας. Στους γονείς του αναφέρεται με την εξής χαρακτηριστική φράση: “Από τον πατέρα μου πήρα το ταλέντο και από τη μητέρα μου πήρα την ψυχή”. Η προσωπικότητα του Τσέχοφ διαμορφώθηκε κυρίως από τα βιώματά του, από την επαφή του με τον κόσμο γύρω του γιατί δεν κλείστηκε στο καβούκι του και τόλμησε να πεθάνει για να μάθει. Ανδρώθηκε όμως και από την ίδια του την αρρώστια, την έλλειψη μέσων στα δημόσια νοσοκομεία που επισκέφθηκε και την ανικανότητα των ανθρώπων να καλύψουν τις στοιχειώδεις τους ανάγκες για υποτυπώδη περίθαλψη. Ο τρόπος γραφής του ζυμώθηκε από την μία μέσα από ένα μείγμα καυστικού χιούμορ και καταδίκης για την χλιδή στον τρόπο ζωής των λίγων και προνομιούχων ενάντια στην μέση οικογένεια που μαστίζεται από ανέχεια και στέρηση σε βασικά αγαθά. Από την άλλη από μία απέραντη θλίψη και μελαγχολία για την ίδια του την υπόσταση που συμβάδιζε με αυτά που έβλεπε γύρω του σε βαθμό που άγγιζε την κατάθλιψη, η οποία τον κατέτρωγε αργά και επικίνδυνα. “Το διήγημα στα χέρια του Τσέχοφ γίνεται πολύ μικρό σε έκταση, συχνά κωμικό, άλλοτε πικρό, άλλοτε τρυφερό χωρίς ακραίες εξάρσεις, με περιγραφές αφάνταστης λεπτότητας, όπως αυτή της συναισθηματικής αμφιταλάντευσης ενός παντρεμένου…” γράφει η Ελένη Κατσιώλη.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Εμπνευσμένος και αυτοδημιούργητος, παρατηρητικός και ρομαντικός μέσα στην καταχνιά, με έμφυτο ταλέντο που καλλιεργήθηκε μέσα από τις οδυνηρές του εμπειρίες, κατάφερε να μεγαλουργήσει και να εκτιμηθεί από τους ανθρώπους γύρω του σε τέτοιο βαθμό που ο θάνατός του επέφερε ρίγη συγκίνησης στην Μόσχα όπου κηδεύτηκε με μεγαλειώδεις τιμές. Γιατί αγαπήθηκε από τον κόσμο για την απλότητά του, την γενναιοδωρία του, την μεγαλοσύνη και την καλοσύνη του, την απαράμιλλη και ανιδιοτελή προσφορά του στα κοινά, κάτι που δεν κατάφεραν οι πολιτικοί της εποχής του αλλά και οι μεταγενέστεροι. Εξάλλου “αυτός που στάθηκε ένας πραγματικός πολίτης και πατριώτης” διακήρυττε με κάθε ευκαιρία την πεποίθησή του πως: “Η επιθυμία να υπηρετείς το κοινό καλό πρέπει να είναι μία ανάγκη της ψυχής, μία ανάγκη για προσωπική ευτυχία, αν όμως δεν πηγάζει από εκεί αλλά από θεωρητικές ή άλλες αντιλήψεις τότε δεν είναι αυτό που πρέπει”. Το έργο του στο σύνολό του κινείται βάση αυτής της πεποίθησης και ανάμεσα στους σύγχρονούς του τον Τολστόι, τον Γκόρκι, τον Μπούνιν με τους οποίους ανέπτυξε σχέσεις προσωπικές, υπήρξε αυτός που πάντα πρωτοστατούσε σε δράσης υπέρ της απάλυνσης της ένδειας, πολλές φορές με δικούς του πόρους. Ακριβώς ότι έκανε λίγα χρόνια νωρίτερα ο Βαν Γκογκ με τους μεταλλωρύχους του Βελγίου στο σκοτεινό Βορινάζ και απεικόνισε τον πόνο κατάματα και με την σκληρότητα που τον διέκρινε πολλές φορές χωρίς χρώμα αλλά με φως αυτόφωτο. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός πως ο Τολστόι τον αποκαλούσε “ασύγκριτο ζωγράφο της ζωής”. Αυτός ο γιατρός της πένας έμελλε να γίνει ο πρώτος Ρώσος θεατρικός συγγραφέας το έργο του οποίου περνούσε τα ρωσικά σύνορα και αποκτούσε παγκόσμια εμβέλεια. Το έργο του έχει γαλουχήσει γενιές και γενιές συγγραφέων και αναγνωστών και ειδική μνεία γίνεται στον τρόπο που προσέγγισε τις ανθρώπινες σχέσεις με την ίδια του την γυναίκα την Όλγα Κνίπερ να υπογραμμίζει: “Είχαμε μείνει κατάπληκτοι από την ασυνήθιστα λεπτή γοητεία της προσωπικότητάς του, την απλότητα…”. Τέλος, ο Στανισλάφσκι, στο βιβλίο του “Η ζωή και η τέχνη μου” αφήνει ανοιχτό το μέτωπο της προσωπικότητας του Τσέχοφ, με τον οποίο συνδέθηκαν φιλικά, επισημαίνοντας εύστοχα: “Το κεφάλαιο για τον Τσέχοφ δεν έχει τελειώσει ακόμα, κατά συνέπεια δεν έχουμε διεισδύσει στην ουσία του αφού το βιβλίο του έκλεισε πρόωρα. Ας το ξανανοίξουμε για να μελετήσουμε και να το διαβάσουμε μέχρι τέλος”.
“Δεν αμφιβάλλω ότι η απασχόληση με την ιατρική επηρέασε την καλλιτεχνική μου προσωπικότητα, επέκτεινε την περιοχή των παρατηρήσεών μου, πλούτισε τις γνώσεις μου, την πραγματική αξία των οποίων μόνο εγώ σαν συγγραφέας-γιατρός μπορώ να καταλάβω”
Αντόν Τσέχοφ
Το βιβλίο της Ελένης Κατσιώλη, Μία ματιά στον κόσμο του Αντόν Τσέχοφ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λέμβος.