Αγγίζοντας ένα βαθιά ιστορικό και κοινωνικό θέμα όπως είναι η πορεία της χώρας μέσα στον ταραγμένο εικοστό αιώνα και ο τρόπος που η πορεία αυτή διαμόρφωσε την τύχη και τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους η Κώστια Κοντολέων επιστρέφει με το εξαιρετικό: «Μέσα απ’ τις ζωές των άλλων», από τις εκδ. Ψυχογιός.
Πέντε χρόνια μετά το βιβλίο της «Φεύγω», επίσης από τις εκδ. Ψυχογιός και τρία χρόνια μετά την επανέκδοση των διηγημάτων της «Σιγανά σιγανά πατώ τη γη» από τις εκδ. Έναστρον, η Κοντολέων υπογράφει μια οικογενειακή σάγκα και μέσω αυτής βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει τα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που διαμόρφωσαν τις αξίες μιας οικογένειας και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κοινωνίας, την καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής και κυρίως τους δρόμους πάνω στους οποίους χαράχτηκε το μονοπάτι της επιβίωσής τους στα ταραγμένα χρόνια του εικοστού αιώνα.
Τέσσερις γυναίκες από την ίδια οικογένεια πρωταγωνιστούν σε τούτο το βιβλίο. Η μοίρα τους, απόλυτα μπλεγμένη, η μια βαθιά μέσα στην άλλη, σε ένα κουβάρι που όσο κανείς προσπαθεί να το ξετυλίξει τόσο περισσότερο οι δεσμοί σφίγγουν και γίνονται αδιάρρηκτοι. Τέσσερις γενιές που ορίζονται από το πεπρωμένο, από τις κοινωνικές συμβάσεις που προδιαγράφονται στις κλειστές κοινωνίες, από την καταπίεση που εξασκείται στην ψυχοσύνθεσή τους, από τις ανυποψίαστες αλήθειες που γκρεμίζουν τα όνειρά και από τη διάψευση των προσδοκιών τους.
Ροδάνθη, Φωτεινή, Δέσπω, Πέτρα. Η Κοντολέων δε θα χαριστεί σε καμιά από τις ηρωίδες της. Η ζωή τους θα είναι σκληρή και τα γεγονότα που θα βιώσουν θα χαραχτούν ανεξίτηλα στη σάρκα του μυαλού τους. Κι ανάμεσά τους οι δευτεραγωνιστές αυτού του βιβλίου, που ξετυλίγουν τα νήματα της ιστορίας. Ένας πιστός Θωμάς–τυχαία άραγε η επιλογή του συμβολισμού αυτού το ονόματος με το επίθετο που το συνοδεύει από τη συγγραφέα;– ο οποίος θα θέσει τους όρους αυτής της επιβίωσης στα κορίτσια του όταν χαθεί η γυναίκα του, η Ροδάνθη. Έκτοτε θα περιοριστεί η δική τους ζωή αυστηρά σε ό,τι εκείνος πρόσταξε, σε όλα όσα εκείνος θέλησε να ορίσει για να μη διασαλευτεί η οικογενειακή τάξη.
Η Ροδάνθη, μια νέα, πανέμορφη γυναίκα από τη Σαντορίνη γίνεται ερήμην της η δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των υπόλοιπων γυναικών της οικογένειας. Είναι τότε που θα περιχαρακωθούν τα όρια της ελευθερίας της Φωτεινής και της Δέσπως, των δύο κοριτσιών της, και από τη στιγμή εκείνη και μετά τίποτα πια δε θα κυλήσει ομαλά στη ζωή τους. Μαζί με τη μητέρα τους θα χαθεί και η παιδική τους αθωότητα. Η Φωτεινή, η μεγαλύτερη αναλαμβάνει να προσέχει τα μικρότερα παιδιά και η Δέσπω εγκαταλείπει το σχολείο για να αφοσιωθεί στην κουζίνα του σπιτιού. Μέσα στους υδρατμούς και τις μυρωδιές της κουζίνας η Δέσπω θα δει τα όνειρά της να σιγολιώνουν στη φωτιά της μοίρας και η Κοντολέων θα σκιαγραφήσει μια ακόμη εξαιρετική γυναικεία προσωπικότητα με μεγάλη μαεστρία για να δείξει πως μεταλλάσσονται οι άνθρωποι όταν στερηθούν την προσωπική ελευθερία των επιλογών τους.
Η μοίρα που επιφυλάσσει η συγγραφέας σε όλους τους ήρωές της είναι σκληρή. Η Φωτεινή θα χάσει πολύ γρήγορα το στήριγμά της στη ζωή, τον Πέτρο. Η σκηνή του χαμού του είναι ίσως η πιο σπαρακτικά γραμμένη σκηνή ολόκληρου του βιβλίου. Ο Πέτρος θα χαθεί για ένα κομμάτι φέτα ή αλλιώς για «ένα πουκάμισο αδειανό» και θα αφήσει πίσω του τη Φωτεινή, μόνη στα εικοσιτέσσερα και έγκυο στην Πέτρα. Η Φωτεινή θα κρατήσει το παιδί αυτό που μεγαλώνει στα σπλάχνα της, παρά την προτροπή για το αντίθετο από όλους γύρω της. Είναι άλλωστε «σάρκα από τη σάρκα εκείνου και αίμα από το αίμα του». Η Πέτρα, από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο της ζωής της, θα γνωρίσει στο πετσί της την ορφάνια και τον κοινωνικό στιγματισμό που την ακολουθεί, ενώ η Δέσπω θα βρει την ευκαιρία να κλέψει με τη σειρά της τη χαμένη ευτυχία στη ζωή κρατώντας στην αγκαλιά της, ασφυκτικά κλεισμένη, τη μικρή ανιψιά της και την Φωτεινή, όσο μπορεί, μακριά τους.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η συγγραφέας περιγράφει τις καταστάσεις αυτές χωρίς να παίρνει θέση. Αυτό που την απασχολεί δεν είναι να ιχνηλατήσει και να φέρει στο φως τα αίτια και τα αιτιατά, τους θύτες και τα θύματα της εποχής, αλλά να μιλήσει, με λόγια απλά και ευθύβολα, για όλα όσα στιγμάτιζαν την κοινωνία, για τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος ζούσε και κινείτο μέσα στην υποκρισία μιας αμφιλεγόμενης ηθικής. Μιας ηθικής που οριζόταν μέσα στις φτωχογειτονιές της Αθήνας, στις αυλές των θαυμάτων, στις πλατείες που έπαιζαν τα παιδιά, στους «δράκους» που κρύβονταν στα υπόγεια των σπιτιών και στις ανάσες που αντάλλαζαν με τα ανυποψίαστα θύματά τους. Μικρόκοσμοι που πάνω τους διαγράφεται ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός στην Αθήνα του εικοστού αιώνα.
«Όπου ακούς τάξη ανθρώπινο κρέας μυρίζει», έγραφε ο Ελύτης και στην οικογένεια της Πέτρας η τάξη έχει προκαθοριστεί από τον Θωμά και τη Ροδάνθη. Κατόπιν βρίσκει στο πρόσωπο της Δέσπως τον θεματοφύλακά της. Κοινωνικές προκαταλήψεις και ερμητικά κλειστές νοοτροπίες αποκλείουν κάθε είδους σχέση στους πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου που θα μπορούσε να θεωρηθεί κοινωνικό σκάνδαλο και ας έφερνε λίγη περισσότερη ευτυχία.
Σταδιακά η Δέσπω μετατρέπεται σε δυνάστη για την Πέτρα, την οποία μεγαλώνει εκείνη τις ώρες που η μητέρα της η Φωτεινή λείπει στη δουλειά. Είναι επειδή στο πρόσωπο του μικρού κοριτσιού βλέπει τα χαμένα της όνειρα για μια δική της οικογένεια. Ταυτισμένη απόλυτα με το ρόλο της δουλείας, που θεωρεί καθήκον πια, βλέπει στα μάτια της μικρής Πέτρας τον έρωτα που γεύτηκε η Φωτεινή και εκείνη δεν αξιώθηκε ποτέ. Και κατακεραυνώνει, κακοποιεί συχνά, το παιδί για να εκδικηθεί τη δική της μοίρα, για να πάψει να βλέπει μπροστά της τη σάρκα και τα οστά ενός έρωτα, που κατορθώνει να μείνει για πάντα δίπλα στη Φωτεινή, ενσαρκωμένος μέσα σε ένα ζευγάρι αγνά, παιδικά μάτια, ακόμη και όταν ο εραστής-σύζυγός της ανεπίστρεπτα, θα έχει χαθεί.
Κι ενώ μοιάζουν όλοι να ακολουθούν μια προδιαγεγραμμένη πορεία, η ζωή θα χαρίσει στη Φωτεινή μια δεύτερη αγάπη, χωρίς θυελλώδεις εξάρσεις αυτή τη φορά μα με το πάθος της συντροφικότητας να δίνει μια ευκαιρία ψυχικής ανάτασης σε όλους όσοι, δορυφορικά, περιστρέφονται γύρω της.
Και θα περάσουν τα χρόνια και η Πέτρα θα μεγαλώσει. Όταν το παιδί θα δώσει τη θέση του σε μια νέα και όμορφη, μορφωμένη γυναίκα η Πέτρα θα σηματοδοτήσει με τη στάση της το προσωπικό της ταξίδι προς την ελευθερία της ψυχής. Θα βρει τη στοργή στο πρόσωπο του Ραφαήλ και μαζί το κουράγιο να θάψει για πάντα βαθιά μέσα της τους παιδικούς φόβους που ξέσκιζαν τη ζωή της, τους δράκους εκείνους που γεύτηκαν τις αδυναμίες της και όλα τα γεγονότα που βίασαν την αγνή ψυχή και το σώμα της. Αυτή τη φορά θα καταφέρει να περάσει μέσα από τις ζωές των άλλων και θα προσπεράσει όλα όσα στιγμάτισαν βαθιά το νου της. Μέσα της έχει ξεκαθαρίσει πια όλα όσα πρέπει να κρατήσει μαζί της. Για εκείνη η τάξη που επέβαλλε ο παππούς, τότε, είναι ένας ευνουχισμός στα όρια του καθωπρεπισμού που υπήρχε από τις προηγούμενες δεκαετίες, αποτέλεσμα ενός πατριαρχικού συστήματος που η συνείδησή της δεν αποδέχεται.
Ενώ η Δέσπω και η Φωτεινή αρνήθηκαν να αντιταχθούν στον ευνουχισμό αυτόν, η μικρή Πέτρα θα καταφέρει να απομακρυνθεί από τις καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις της κοινωνίας και θα πάρει στα χέρια της τη δική της μοίρα. Πάντα ενδόμυχα θα κατακρίνει τη Φωτεινή που δεν κατάφερε να σηκώσει κεφάλι. Και πάντα θα επιστρέφει κοντά στις γυναίκες αυτές που την μεγάλωσαν, μπορεί με βαριά καρδιά αλλά με αγάπη. Ίσως επειδή νιώθει δίπλα της τη στηρικτική δύναμη της αγάπης του Ραφαήλ. Άλλωστε πάντα, όπως γράφει η Κοντολέων: το χτες εισβάλλει στο σήμερα, μπαίνει ακόμα και στο αύριο, και θυμίζει πληγές που δεν επουλώνονται». Αλλά τώρα γνωρίζει καλά ότι η δική της πορεία προς την ελευθερία πρέπει να γίνει μονόδρομος για εκείνη και τον σύντροφό της.
Έτσι, όλο το έργο από μια οικογενειακή σάγκα μετατρέπεται σε μια πορεία ενηλικίωσης της Πέτρας που οδηγεί στην ελευθερία. Αλλά η Πέτρα, μέσα στο αφηγηματικό σύμπαν της Κοντολέων συμβολίζει τη νέα τάξη πραγμάτων που αναδύεται στην ελληνική κοινωνία μετά τη Μεταπολίτευση. Είναι η ίδια η μορφή της κοινωνικής «μεταπολίτευσης». Γίνεται το σύμβολο της νέας συλλογικής συνείδησης που σκέφτεται διαφορετικά, κρίνει, εναντιώνεται σε ό,τι την υποβαθμίζει, μετριάζει τους κοινωνικούς περιορισμούς που της επιβάλλονται και ταυτόχρονα δε συμβιβάζεται με τα πρότυπα της παλιάς εποχής. Και είναι αυτή η ουσιαστική προσφορά αυτού του βιβλίου. Να δείξει τους συμβολισμούς μια κοινωνικής μεταστροφής που συντελέστηκε ως αποτέλεσμα του εικοστού αιώνα και των πολιτικών, ιστορικών και κοινωνικών του αγκυλώσεων.
Η Κοντολέων γράφει αυτό το βιβλίο και κινείται μέσα στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον εικοστό αιώνα. Πόλεμος, τρένα που τρέχουν προς τον αφανισμό του Άουσβιτς, Εβραίοι που πηδούν από αυτά για να αλλάξουν την τύχη των συνανθρώπων τους, εμφύλιος σπαραγμός, Ιουλιανά, αποστασία, χούντα, Πολυτεχνείο, Μεταπολίτευση. Μέσα στο πλαίσιο αυτό έχουν κινηθεί πολλά σύγχρονα μυθιστορήματα. Στην πραγματικότητα αυτό όμως που κάνει διαφορετικό το βιβλίο της Κοντολέων είναι ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας στρέφεται προς αυτά τα γεγονότα. Συχνά με λιτές εκφράσεις που προσδίδουν ένταση καταγράφει την πέτρινη αυτή εποχή και το κάνει με μια αμεσότητα στην έκφραση, με συμπυκνωμένες προτάσεις που εντείνουν το ουσιώδες σε ό,τι περιγράφει.
Ο ιστορικός ενεστώτας που χρησιμοποιεί σε όλο το έργο είναι ένας ακόμη λόγος που προκαλεί την κορύφωση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Η Κοντολέων στήνει ένα αφηγηματικό κόσμο γεμάτο οδύνη και οι αλήθειες μιας εποχής ξεπηδούν ολοζώντανες κατά την αναγνωστική διαδικασία. Είναι συγκλονιστική η σκηνή με την Πέτρα να κάνει μπάνιο τη στιγμή της επίθεσης στο Πολυτεχνείο. Το ιστορικό πια ίδρυμα γεμίζει αθώο αίμα και την ίδια στιγμή το νερό στο μπάνιο της Πέτρας βάφεται κόκκινο από το ξυράφι που μαζί με το δέρμα σκίζει και τη δική της αδιαφορία απέναντι σε ένα γεγονός που θα αλλάξει την Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας εγκαινιάζοντας ταυτόχρονα το πέρασμά της στην προσωπική της ενηλικίωση, χωρίς να διασπά τους αόρατους δεσμούς με το παρελθόν μέχρι τέλους. Είναι η εκπρόσωπος μιας νέας γενιάς που καταφέρνει να διατηρεί λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον, ανάμεσα στο παρωχημένο και το επερχόμενο.
Έχει αντικρίσει κατάματα το κίβδηλο των ιδεολογικών αποχρώσεων που πυροδοτούσε στη ζωή όλων ο θάνατος του βιολογικού της πατέρα και μαζί του ο θάνατος των οικογενειακών κατηχήσεων και έτσι σπάει τον γόρδιο δεσμό με τις παλαιές νουθεσίες και νοοτροπίες παραμένοντας ωστόσο δίπλα στους ανθρώπους που μπόλιασαν τη ζωή τους με το στείρο καθωσπρεπισμό της παλιάς εποχής έστω και αν μοιάζει να φεύγει ανεπίστρεπτα.
Η πορεία της είναι ανάλογη με αυτή της ίδιας της χώρας σε έναν συμβολισμό που συνοδεύει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή. Η Πέτρα γίνεται το πρόσχημα για να μιλήσει η συγγραφέας σε ένα δεύτερο αναγνωστικό επίπεδο για τη σήψη μιας κοινωνίας, την αποδόμησή της, τις εμμονές και τέλος την αφύπνισή της. Το «Μέσα απ’ τις ζωές των άλλων» είναι ένα καλογραμμένο – είναι άλλωστε γνωστή η σχέση της συγγραφέως με τη γλώσσα τόσο από το συγγραφικό όσο και από το πολλάκις βραβευμένο μεταφραστικό της έργο–καλειδοσκόπιο μέσα από το οποίο θα μπορέσει να δει ο αναγνώστης όλους εκείνους τους πολιτικούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και οικογενειακούς αφορισμούς που στιγμάτισαν τη χώρα στον εικοστό αιώνα. Και παράλληλα να απολαύσει ένα τόσο σημαντικό βιβλίο.
Το βιβλίο της Κώστιας Κοντολέων, Μέσα απ’ τις ζωές των άλλων, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.