Το μεγαλείο ενός δημιουργού, η κληρονομιά του και τελικά η αποδοχή του έργου του από τον ίδιο τον χρόνο, είναι το γονίδιο της αμφιβολίας που τον κυριεύει. Στο υπό εξέταση διήγημα, ο αναγνώστης αναζητά μέσα από μία περίπλοκη και περίτεχνα δοσμένη ιστορία την πραγματική ιστορία, την οποία ο Τζέιμς θέλει να καταγράψει και να περιγράψει.
Ο ίδιος ο Χένρι Τζέιμς μοιάζει να βρίσκεται πίσω από τον πρωταγωνιστή του κριτικό λογοτεχνίας, στο στόμα του οποίου βάζει όλα αυτά τα λόγια, τα οποία ο ίδιος επιθυμεί να εκστομίσει με στόχο την κακοπροαίρετη και επιτηδευμένη κριτική λογοτεχνίας. Ποιος ο ρόλος του κριτικού και ποια τα περιθώρια κριτικής του σε ένα έργο που δεν είναι δικό του αλλά επιθυμεί να το αναλύσει; Πόσο σίγουρος είναι ο ίδιος ο συγγραφέας για το έργο του και πόσο γνωρίζει τελικά το ίδιο του το μυστικό που τελικά μπορεί να τον οδηγήσει στην απόλυτη αναγνώριση, εφόσον αυτή υπάρχει στα αλήθεια;
Είναι πολλά και διάφορα τα ερωτήματα που θέτει το διήγημα αυτό. Γραμμένο στην τελευταία περίοδο της ζωής του Τζέιμς, μιας και το υπό μελέτη διήγημα γράφτηκε το 1896, στην ωριμότητα πλέον του συγγραφέα και αφού είχε περάσει η περίοδος των πρώιμων μυθιστορημάτων του, ο Τζέιμς κοιτιέται στον καθρέφτη και συνομιλεί με τον εαυτό του. Σε αυτό το διήγημα όπως και στην Δεύτερη ευκαιρία (εκδ. Μελάνι) όπου αναφέρεται στην δεύτερη ευκαιρία που οφείλει να έχει ένας άνθρωπος στην ζωή του, ο Τζέιμς θυμίζει “Θηρίο στη ζούγκλα” (εκδ. Άγρα) για να θυμηθούμε ακόμα ένα του διήγημα που προκαλεί πολλές απορίες ως προς την ιδέα και τα μηνύματά του. Ο Τζέιμς, βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο της ζωής του και της συγγραφικής του πορείας και εύλογα θέτει εαυτόν ενώπιον καυτών και φλεγόντων προβληματισμών και ανησυχιών για το ίδιο του το είναι, την σημασία της δημιουργίας του. Γνωρίζει ποιος είναι και που χωλαίνει, γνωρίζει όμως πως δεν δέχεται κακόβουλες κριτικές και αήθεις επιθέσεις από τυχοδιώκτες του λόγου. Δεν διστάζει καθόλου να ποτίσει το έργο του με το γονίδιο της αμφιβολίας που ανέφερα στην αρχή. “Για τα λάθη σας, σας θαυμάζω” αναφέρει χαρακτηριστικά στην “Δεύτερη ευκαιρία”. Στην “Εικόνα στο χαλί” επιστρατεύει μέσα από ένα παιχνίδι μυστηρίου και αγωνίας μια ευφυή μέθοδο κριτικής της κριτικής που του ασκούν ως προς τα γραπτά του. Έτσι εκείνος φροντίζει να απαντήσει με την σειρά του με έναν πολύ ευφάνταστο τρόπο αφήνοντας υπονοούμενα και σηκώνοντας το χαλί κάτω από τα πόδια των αμφισβητιών του.
Με μία φρέσκια μετάφραση και νέα ματιά του Δημήτρη Στεφανάκη, ο οποίος έχει επιμεληθεί το προλογικό σημείωμα και την μετάφραση του διηγήματος, το έργο του Τζέιμς παίρνει ξανά σάρκα και οστά και μας θυμίζει πως ένα έργο λογοτεχνίας και μία κριτική ενός έργου λογοτεχνίας είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Ο συγγραφέας και δημιουργός, στην περίπτωση του Τζέιμς για παράδειγμα, οφείλει να αντιμετωπίζεται όχι με δέος αλλά με σεβασμό γιατί η σύλληψη μίας συγγραφικής ιδέας και η κατάθεσή της στο χαρτί σε όποια μορφή και αν αυτή γίνεται είναι μία κοπιώδης εργασία, μία διαδικασία που απαιτεί χρόνο και αφοσίωση, είναι μία πάλη με νίκες και ήττες. Ο κριτικός λογοτεχνίας έχει κάθε δικαίωμα να λάβει το χρίσμα του αναλυτή, του ανθρώπου που θα αναμετρηθεί με το έργο του συγγραφέα αλλά η ματιά του και ο τρόπος ανάλυσης δεν θα μπορέσει ίσως ποτέ να μπει στο σώμα και το μυαλό του ανθρώπου που γέννησε την ιδέα του βιβλίου που εκείνος μόλις ανέλυσε, δηλαδή του συγγραφέα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Τζέιμς είναι πολύ αιχμηρός και καυστικός όταν τοποθετεί τον περήφανο κριτικό να κυνηγάει σκιές και φαντάσματα, μυστικά και κρυμμένους θησαυρούς, εικόνες και λέξεις χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα ουτοπικό παιχνίδι, για μία χαμένη μάχη και όλη η αφήγηση εκεί επικεντρώνεται με δεξιοτεχνία, φαντασία αλλά και σαρκαστική διάθεση προς τον άνθρωπο που θεωρεί πως μπορεί να δοκιμάσει την τύχη του στην προσπάθεια να ανακαλύψει τον τροχό που κινεί το νου του συγγραφέα. Πολλές φορές ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό και τα γραπτά του, πως είναι δυνατόν να μπορέσει ο κριτικός να μεταφράσει, να ερμηνεύσει και να αποδώσει τις σκέψεις του συγγραφέα με απόλυτη επιτυχία;
Άρα στο μόνο που μπορεί να ελπίζει ο κριτικός, και μέσα από τα ίδια τα λεγόμενα του Τζέιμς, είναι να έρθει όσο πιο κοντά γίνεται στον δημιουργό, να αντλήσει στοιχεία για τον ίδιο, να δώσει μία κάποια οπτική γωνία, μία πτυχή, ένα δείγμα και ένα ψήγμα της έμπνευσής του. Το εγχείρημα του κριτικού απαιτεί τόλμη και θάρρος, όχι θρασύτητα και αφέλεια. Τότε ο κριτικός οφείλει να αποχωρεί ικανοποιημένος από το δικό του έργο που με όποια μέσα μπορούσε επιτέλεσε. Εκείνος δεν θα είναι παρά ένας μικρός συγγραφέας μπροστά στον μεγάλο, ένας απλός εργάτης, χαρούμενος που εργάστηκε με τιμιότητα και ζήλο. Γιατί όπως και ο Στεφανάκης αναφέρει “είναι αφόρητη η μοναξιά του δημιουργού σ’ έναν κόσμο όπου κανείς δεν το καταλαβαίνει”.
Ο Τζέιμς παρ’ όλα αυτά γνωρίζοντας τις αδυναμίες του, τα τρωτά του σημεία και με κλονισμένη ίσως αυτοπεποίθηση και σε μία προσπάθεια να την τονώσει, οδηγεί τον συγγραφέα Χιου Βέρκερ, το άλλο του εγώ, σε ταξίδι μακρινό για να ποτίσει το μυαλό του με φρέσκιες ιδέες. Δεν είναι τυχαίο πως εκείνη την περίοδο ο Τζέιμς ξαναρχίζει να ταξιδεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μετά από πολλά χρόνια παραμονής στην Αγγλία, στην οποία πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και τελικά πολιτογραφήθηκε Βρετανός ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στην χώρα που τον φιλοξένησε. Στον κριτικό που παραμένει δέσμιος των πιο κρυφών του πόθων για μία αποκάλυψη τώρα, ο Τζέιμς με περιπαικτικό τρόπο θα θυμίσει πως όλη αυτή η τελετουργία είναι ένας άδικος κόπος χωρίς αντίκρισμα, μία αξόδευτη πορεία προς το τίποτα μιας και όλα όσα μπόρεσε να κατορθώσει να αποκρυπτογραφήσει του αποκαλύφθηκαν. Χαρακτηριστικά ο απεγνωσμένος κριτικός δηλώνει πως “στην πραγματικότητα ένιωσα ταπεινωμένος βλέποντας κάποιους άλλους να καταγοητεύονται από μία δοκιμασία που σε εμένα επεφύλασσε μονάχα βάσανα”. Ο Τζέιμς, πανούργος και εύστροφος, ξεδιπλώνει την συγγραφική του μηχανή με μία αφήγηση που επαγρυπνά σε κάθε της σημείο και όλα αυτά με μία πολυμήχανη τροπή των πραγμάτων, με θανάτους και απώλειες που αφήνουν μία ελπίδα πως κάτι αναμένεται αλλά τελικά τίποτε δεν αλλάζει. Ένα θρίλερ εκτυλίσσεται ενώπιον του αναγνώστη, ένα αέναο αίνιγμα χωρίς λύση. Όπως επισημαίνει ο Στεφανάκης στην εισαγωγή του: “Μέσα από τις σελίδες αυτής της νουβέλας η λογοτεχνία φαίνεται να παίρνει την εκδίκησή της από τη μεγαλόσχημη κριτική {…} Κανείς και τίποτε δεν μπορεί να υποκαταστήσει το πρωτότυπο κείμενο”. Αλίμονο σε αυτόν που θα ισχυριστεί το αντίθετο, πλανάται πλάνην οικτρά.
“Αντιλαμβανόμουν μάλιστα ποια απώλεια με στενοχωρούσε πιο πολύ. Είχα αγαπήσει τον άνθρωπο περισσότερο από τα βιβλία”
“Μέρα με τη μέρα η περιέργειά μου όχι μόνο δεν αμβλύνθηκε αλλά έγινε το γνώριμο μαρτύριο που στοίχειωνε τις μέρες και τις νύχτες μου”
Το βιβλίο του Χένρι Τζέιμς, Η εικόνα στο χαλί, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έναστρον.