Κατευθείαν στην καρδιά της ποντιακής ψυχής στοχεύει ο Γιάννης Καλπούζος γράφοντας το βιβλίο αυτό. Και ταυτόχρονα παραδίδει ένα βιβλίο για την Ιστορία του Πόντου αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Με το γνωστό του τρόπο στήνει εκ νέου το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής και ζωντανεύει μέσα από την ιστορία των ηρώων του την ατμόσφαιρα της εποχής με ένα ρεαλιστικό και ταυτόχρονα γοητευτικό τρόπο.
Ιούνιος του 1915, στην Τραπεζούντα, την εποχή που ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος λυμαίνεται τις τύχες των ανθρώπων και οι Πόντιοι βρίσκονται στα τάγματα εργασίας παλεύοντας να επιβιώσουν σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Μια μικρή κοπέλα αρμενικής καταγωγής θα φυγαδευτεί για να γλιτώσει από τον θηριώδη διώκτη της. Θα κρυφτεί στο σπίτι ενός νέου άντρα, του Γαληνού. Παράλληλα, στην περιοχή Ορντού μια νεαρή κοπέλα, εύπορης καταγωγής, σχεδιάζει το γάμο της μαζί του. Κι ενώ ο Γαληνός, ένας πολύ μορφωμένος για την εποχή του άντρας, θα βρεθεί αντιμέτωπος με το δίλημμα ανάμεσα στις δύο αυτές γυναίκες και θα νιώσει να δοκιμάζονται οι προσωπικές του αντοχές, η Ιστορία θα γράφει νέες σελίδες με τον εκτοπισμό των Αρμενίων και τη δίωξη όσων κρύβουν Αρμένιους να πρωταγωνιστούν σ’ αυτές και θα αντιστρατεύεται κάθε προσπάθεια των ηρώων να ζήσουν μια ανέφελη ζωή.
Οθωμανοί διώκτες, Ρώσοι και Τούρκοι κατάσκοποι, Ρωμιοί καταδότες περιδιαβαίνουν τις σελίδες του βιβλίου και δημιουργούν νέες συνθήκες και απρόβλεπτες ανατροπές. Κι ενώ μαίνεται ο πόλεμος ο έρωτας διεκδικεί τη μοίρα των ηρώων αυτών, αποφασίζει ερήμην τους για την τύχη τους και διεκδικεί το δικό τους μερδικό ζωής μέσα στην Ιστορία. Γίνεται όλος μια επαναστατική κραυγή που δικαιώνει την ανθρώπινη υπόσταση και αναφλογίζει τη δύναμή της.
Παράλληλα ο συγγραφέας σκηνοθετεί κινηματογραφικές σκηνές και καταγράφει τους ήρωές του και τις αντιδράσεις τους, χρησιμοποιώντας μια κρουστή γλώσσα και βαθιά συμπυκνωμένα νοήματα. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που δομεί την πλοκή μέσα σε πολλά και μικρά κεφάλαια που επιτρέπουν στον αναγνώστη μια απαραίτητη αναγνωστική ανάσα όταν διαβάζει μια ιστορία γεμάτη από τις βαρβαρότητες της σφαγής των Αρμενίων, τη ρωσική κατάκτηση της Τραπεζούντας, την προσπάθεια να δημιουργηθεί η Ελληνική Δημοκρατία στον Πόντο, τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Νεότουρκοι και άνθρωποι του Κεμάλ, τις σταλινικές βιαιότητες. Και ταυτόχρονα να δει τις νοοτροπίες που δημιούργησαν τις ανθρώπινες συμπεριφορές, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, το ρόλο των θρησκευτικών πεποιθήσεων στη ζωή των ανθρώπων, την ανθρωπογεωγραφία μιας ολόκληρης εποχής, τη συνύπαρξη των φυλών σε έναν τόπο, τον τρόπο που ο τρόμος και οι πολιτικές ακρότητες σημάδεψαν τη ζωή των ανθρώπων αλλοτινών, όχι και τόσο μακρινών, εποχών.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Κάθε κεφάλαιο αρχίζει με ένα στοχασμό από τον αφηγητή του βιβλίου που αρχικά δε γνωρίζουμε ποιος ακριβώς είναι. Το απόφθεγμα αυτό όμως συμπυκνώνει τη βαθιά και ουσιώδη σκέψη του και παράλληλα όλα όσα θα επακολουθήσουν στο κεφάλαιο αυτό. Στοχασμοί που από μόνοι τους είναι αρκετοί για να προκαλέσουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον και να γίνουν αφορμή για σκέψη.
Είναι γνωστή η παραστατικότητα με την οποία αφηγείται ο Γιάννης Καλπούζος. Και σε τούτο το βιβλίο του η Ιστορία κινεί τα νήματα των κοινωνιών και ρυθμίζει τις τύχες των ηρώων. Και σε τούτο το βιβλίο του καταθέτει ένα ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα, με βάση την ιστορική εμβρίθεια και τεκμηρίωση, που κινητοποιεί τα ψυχικά αποθέματα του αναγνώστη την ίδια στιγμή που κοινωνεί τις ιδέες του μαζί του.
Η αγάπη του συγγραφέα για τη γνώση του παρελθόντος είναι γνωστή. Ο Καλπούζος ξέρει πολύ καλά πως το παρελθόν εμπεριέχει το μέλλον και συχνά επεξηγεί το παρόν. Γι’ αυτό το λόγο και πρέπει να το κατανοήσουμε. Και το αναμοχλεύει προσπαθώντας να το αναδείξει. Η γενοκτονία των Ποντίων είναι το όχημα για να αποτιμήσει ο αναγνώστης καλύτερα την ιστορική πραγματικότητα της εποχής. Μόνο η επαγρύπνηση της ατομικής συνείδησης άλλωστε μπορεί να κινητοποιήσει τη συλλογική μνήμη των λαών και το μυθιστόρημα μια και συνδυάζει με τον καλύτερο τρόπο την περιγραφή της περιπέτειας, το συναίσθημα και τη φιλοσοφία της εποχής γίνεται στα χέρια του έμπειρου συγγραφέα το μέσο εκείνο που μπορεί να μεταφέρει καλύτερα τη γνώση των γεγονότων.
Έτσι ο συγγραφέας μελετά σε βάθος την ιστορική πραγματικότητα. Καταβυθίζεται μέσα στα γεγονότα, στις συμπεριφορές που τα ενέπνευσαν και στον ψυχισμό των ανθρώπων που τα βίωσαν. Ο συγγραφέας έχει επιλέξει ως υπέρτιτλο του βιβλίου τη λέξη «σέρρα», που σημαίνει τον χαρακτηριστικό πολεμικό χορό των Ποντίων, έναν χορό που έλκει την καταγωγή του από τον αρχαίο Πυρρίχιο. Επί της ουσίας όμως αυτό που περιγράφει είναι πώς αλλάζουν οι ανθρώπινες συνειδήσεις μέσα στη φωτιά της Ιστορίας και πώς καταφέρνουν να επιβιώσουν οι άνθρωποι ακολουθώντας μοιραία τα βήματα αυτού του πολεμικού χορού, αφού όλη η ανθρώπινη ζωή είναι προσεκτικοί, ανθρώπινοι, λεβέντικοι βηματισμοί πάνω στην Ιστορία.
Χαρακτηριστικά άλλωστε περιγράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου αυτόν το χορό και τη στάση ζωής που σηματοδοτεί στην έκφρασή του και είναι αυτό το επιστέγασμα της ιδεολογικής σημασίας ολόκληρου του βιβλίου: «Αργά, κοφτά, ξεκίνησε η μουσική και κατόπιν όλο να ταχύνεται ο ρυθμός, να ξαναπέφτει, και πάλι ογλήγορος. Ταίριαζαν οι βηματισμοί τους με το άγριο των βουνών, το άγριο της ζωής τους και με τα πολεμικά τεχνάσματα που παρίστανε ο αρχαίος Πυρρίχιος χορός. Επίθεση, άμυνα, παραφύλαξη, απειλή, οπισθοχώρηση, ελιγμό, κάλυψη, όλα τα περιέκλειε ο χορός τους. Όμως δεν ήταν μόνο τούτα. Έσφιγγαν τα χέρια τους, καθώς δένουν τα κλωνάρια στον κορμό, σ’ ένα αντάμωμα συντρόφων, ζωντανών και αποθαμένων. Κι έσκαβαν με τις μπότες τη γης, θαρρείς κράζοντάς της ότι την πατούν και συγχρόνως σάμπως ν’ αφουγκράζονται όσους τους φώναζαν από κάτω, γενιές και γενιές πρωτύτερες.
Χόρευαν κι έδειχναν να υπερίπτανται του κόσμου. Να κάθεται ο Θεός μέσα στον άνθρωπο κι ο άνθρωπος ν’ αρπάζεται απ’ τον Θεό. Το φέγγος και η σκοτεινιά να εναλλάσσονται στα πρόσωπά τους, φωτοσκότεινοι, ίδιο το στάλαμα της ζωής. Να ζυμώνεται το κορμί, να τσακίζει, να λύνεται και να ξαναδένεται. Ν’ αναπαύεται η ψυχή κάπου στα σύγνεφα, να λυτρώνεται κι ευθύς να τρομάζει. Τη μια να τους τραβά το χώμα, την άλλη να υψώνονται όπως ο Ανταίος. Να πυρακτώνεται ο νους και να βογκά ο τόπος απ’ τους γδούπους, να τρέμει απ’ την παλικαριά και την αποκοτιά τους. Να χτυπούν τα γόνατα καταγής και πάλι να στυλώνονται ορθοί. Να κατέχουν ότι παρέκει καρτερά ο θάνατος και να τον περιγελούν.
Αντάρα και καταχνιά να θολώνει το βλέμμα τους, μα και να σκιρτά στα λοξοκοιτάγματά τους γλυκάδα αντρίκεια. Ν’ αποζητούν στων γυναικών τα μάτια το λίγωμα, το παίνεμα, της σάρκας και της καρδιάς το φούντωμα. Δαιμονική δύναμη, αφιονισμένη, φαινόταν να ρίχνεται καταπάνω τους ή να εφορμά από μέσα τους. Έβγαζαν και κραυγές άναρθρες απ’ τα στόματά τους και πότε πότε φώναζαν «Όι!» «Όι!», σαν να νογούσαν ότι δεν τους βοηθά η γλώσσα να τα παραστήσουν όλα τούτα με λόγια κι επιστράτευαν το κορμί να τα συλλαβίσει…».
Το βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου, Σέρρα, η ψυχή του πόντου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.