Άνοιξη της Πράγας, Μάης του ’68, δικτατορία στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία και γενικότερα μία Ευρώπη ανάστατη από φοιτητικά κινήματα, πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται και η Λατινική Αμερική και το Μεξικό που περιγράφει ο Τάιμπο με τα πιο μελανά χρώματα δεν αποτελεί εξαίρεση. Καθίσταται το επίκεντρο οδυνηρών συγκρούσεων μεταξύ της κυβέρνησης και του φοιτητικού κινήματος που ζητά ελευθερία έκφρασης, ανεξαρτησία και καλύτερες συνθήκες.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας ανάγκης πάταξης του κινήματος πριν την επικίνδυνη εξάπλωσή του: “Ο γαλλικός Μάης βρισκόταν στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, χέρι χέρι με τις κινητοποιήσεις της Άνοιξης της Πράγας, τους φοιτητικούς αγώνες στη Βραζιλία, την κατάληψη του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, την εξέγερση στην Κόρδοβα της Αργεντινής. Μήπως στ’ αλήθεια οι τύποι αυτοί πίστευαν στην πιθανότητα μεταδοτικότητας του κινήματος από το διεθνές περιβάλλον; Άραγε πίστευαν στην ιό στον οποίο και όλοι εμείς ελπίζαμε χωρίς να τον πιστεύουμε; Εδώ είναι Μεξικό, κύριοι. Εδώ δεν περνούσαν αυτά”.
Ένας αγώνας διαρκείας ενάντια στο καθεστώς
Ο Τάιμπο γράφοντας με ωμότητα και λόγο καίριο σαν σε ρόλο ανταποκριτή γιατί τα γεγονότα που περιγράφει το επιτάσσουν με την σκληρότητά τους και την αδυσώπητη βιαιότητά τους, καταθέτει την μαρτυρία του από το μέτωπο των συγκρούσεων, καταθέτει όλο το φάσμα των κρίσιμων συμβάντων. Αναφέρεται διεξοδικά στη μάχη για ένα καλύτερο αύριο, στην αντίσταση των φοιτητών που δεν υποχωρούν αλλά αντέχουν και ορθώνουν ανάστημα και λόγο ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις που επιθυμούν διακαώς την εξόντωση και την εξολόθρευση κάθε διαφορετικής φωνής.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αναφέρεται στις παλινωδίες που λάμβαναν χώρα για 123 μέρες σε μία χώρα όπου επικρατούσε το χάος και η αδίστακτη κυβέρνηση είχε κλείσει κάθε δίοδο επικοινωνίας προς τον έξω κόσμο, καθιστώντας τους φοιτητές ομήρους και θύματα μιας απολυταρχικής πολιτικής, μια στρατηγική φίμωσης των ιδεών που οι φοιτητές προσπαθούσαν να διακινήσουν διεκδικώντας τα δικαιώματα ενός έθνους. Όσα εκτυλίχτηκαν στο Μεξικό του ’68 σε παραλληλισμό με τα γεγονότα σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελούν ντροπή και όνειδος, τα τραύματα δε και οι πληγές που άφησε ο αγώνας των φοιτητών είναι ανοιχτά ακόμα και σήμερα.
“Δεν ήταν η πρώτη φορά που μας ξυλοκοπούσαν. Ήταν μία από τις πιο ανθυγιεινές συνήθειες του μεξικανικού κράτους, να ρίχνει κάθε τόσο ξύλο στους φοιτητές, για να μάθουν ποιος κάνει κουμάντο”. Το φοιτητικό κίνημα στο οποίο ανήκε ο Τάιμπο είχε πλούσια δραστηριότητα, συμμετείχαν σε αυτό συγγραφείς, ποιητές και διανοούμενοι και είχε συγκεκριμένα αιτήματα προς την κυβέρνηση, η οποία αρνούνταν επιδεικτικά κάθε λογής συζήτηση διότι ανοίγοντας διάλογο θα νομιμοποιούσε το κίνημα και αυτό ήταν κάτι που φοβόταν.
Η οργή του απλού κόσμου ήταν μεγάλη και η ενθάρρυνση ακόμα μεγαλύτερη, το φοιτητικό κίνημα όπως όλα τα κινήματα εκείνης της εποχής απολάμβανε την αποδοχή της κοινωνίας και λειτουργούσε εν μέρει ως άτυπος εκπρόσωπός της, ένας ισχυρός καθρέφτης που η κυβέρνηση ήθελε να σπάσει. Τελικά το φοιτητικό κίνημα ήταν η κινητήριος δύναμη για να ξεμπροστιαστεί όλο το σάπιο, το σαθρό και την υποκρισία της δικτατορικής αντίληψης κυβέρνησης του Δίας Ορδάς.
“Το πρόσωπο του διεστραμμένου πιθηκάκου που ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σε χιλιάδες καρικατούρες αποτελούσε την προσωποποίηση του κακού κράτους”. Τα βασανιστήρια, οι ξυλοδαρμοί, η διαρκής αστυνόμευση, οι εξοντωτικές και βίαιες ανακρίσεις ήταν σε καθημερινή βάση στο ημερολόγιο και ο κίνδυνος κάποιος να βρει τον θάνατο από κάποιον γραναδέρο δεν ήταν καθόλου απίθανο. Με οδηγό εμβληματικές φυσιογνωμίες όπως ο Τσε και με λάβαρο τις ιδέες της αριστεράς το κίνημα ήθελε να ακουμπήσει όσο περισσότερο γινόταν τις μάζες και να διαδώσει την αδικία που επιτελούνταν.
Ο Τάιμπο στην πρώτη γραμμή του πυρός
Ο Τάιμπο δεν έγινε τυχαία στρατευμένος συγγραφέας, δεν έγραψε τυχαία βιβλία όπως αυτό και σαφώς δεν βρέθηκε τυχαία στους φοιτητικούς αγώνες και στην αντίσταση ενάντια στην προπαγάνδα του καθεστώτος. Ήταν ένας ανταποκριτής απόλυτα μάχιμος και κατέγραφε όλη την λαίλαπα της επιχείρησης φίμωσης της πληροφορίας και των ειδήσεων που το κυβερνητικό σύστημα παρουσίαζε κατά το δοκούν. Όλα τα μέσα ελέγχονταν καθ’ ολοκλήρου και η αυστηρή εποπτεία σάρωνε κάθε μορφής ελευθερία και έκφρασης νέων και πρωτοπόρων απόψεων. Ήταν εκεί παρών για να καταγράψει με την πένα του και το πνεύμα του όλες τις ιστορικές αυτές στιγμές ως ενεργό μέλος έχοντας πίσω του ένα οικογενειακό παρελθόν.
Προερχόταν από οικογένεια μορφωμένων ανθρώπων όπου συζητούσαν για λογοτεχνία και πολιτική και το επισημαίνει η Elena Poniatowska στον πρόλογο του βιβλίου όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ο αδελφός του παππού του τού άφηνε δίπλα στο κρεβάτι το Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο του Ρεμάρκ και δεν τον ρωτούσε αν το διάβασε. Όταν υποψιάστηκε ότι το είχε διαβάσει, του έβαλε στο κομοδίνο τον Χέμινγκουευ, Ο γέρος και η θάλασσα. Και συνέχισε έτσι ώσπου να διαβάσει όλους τους κλασικούς”.
Ο Τάιμπο ανήκε σε ένα κίνημα που ξόδευε ώρες πολλές στην συγγραφή αιτημάτων, στην κατάθεση προτάσεων και ιδεών, στον αγώνα στους δρόμους ενάντια σε αδίστακτες δυνάμεις καταστολής με σκοπό μία καλύτερη πολιτική κατάσταση στη χώρα και όχι μόνο για ένα καλύτερο πανεπιστήμιο. Ο Τάιμπο παραμένει μέχρι σήμερα ένας συγγραφέας με άποψη, δεινός και εμπνευσμένος αφηγητής, και στα μυθιστορήματα του είτε αυτά είναι αστυνομικά ή μη, καταθέτει την θέση του, μέσω των ηρώων του, με ορμή, τόλμη και πάθος δίχως φόβο και δισταγμό. Είναι μία μορφή και μια φωνή αναγκαία και ένας πραγματικός λογοτεχνικός ήρωας του καιρού του για να θυμηθούμε τον Λερμόντοφ.
Αποσπάσματα
“Σιγά σιγά μεγάλωσε μέσα στο κεφάλι μας η αίσθηση ότι το κίνημα ήταν κάπως μεγαλύτερο από το ίδιο το κίνημα. Μία αίσθηση που τώρα, είκοσι χρόνια μετά, έπειτα από τις τελευταίες εκλογές, νιώθω να την έχω ξανά: Είναι η αόριστη ιδέα ότι η χώρα μπορούσε ν’ αλλάξει, ότι ήταν δυνατό να ξεφύγουμε απ’ αυτό που είχαμε για να φτιάξουμε μια διαφορετική χώρα”
“Το κίνημα μπορούσε να ήταν ανώνυμο, όμως αναγνώριζε τον εαυτό του μέσα σε κάθε βασική μονάδα του, το κάθε σχολείο ή τη σχολή”