Στο πλαίσιο των μεταφεστιβαλικών εκδηλώσεων του 3ου Φεστιβάλ Θεάτρου «Ερμηνείες στην Ερμιονίδα» ο Θεατρικός Όμιλος Ερμιονίδας προσφέρει στο κοινό του, με Ελεύθερη Είσοδο, το “Capriccio Veneziano”, μια απολαυστική μουσική κωμωδία, ελεύθερη μεταγραφή του Σαιξπηρικού «Eμπόρου της Βενετίας» σε καθημερινό, έμμετρο λόγο, από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Βλάσση και την 10μελή του «Ομάδα Θεατρικής Άσκησης».
Την ομάδα συγκροτούν ερασιτέχνες ερμηνευτές (επιστήμονες, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες κλπ) που αγαπούν το Θέατρο και εντάσσονται στην παράδοση μιας πολυετούς (από το 1980), πειραματικής, θεατρικής δράσης. Φορέας της παράστασης είναι η Δ-Β (Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία) και κοινωνική επιδίωξη της ομάδος είναι η προσφορά δωρεάν παραστάσεων, με στόχο την στήριξη πολιτιστικών φορέων και την ψυχαγωγία κοινωνικοοικονομικά ασθενών ομάδων.
H παράσταση φιλοξενείται με την ευκαιρία των επετειακών εκδηλώσεων για το «Έτος Σαίξπηρ 2016».
Ηθοποιοί (αλφαβητικά):
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ασημακοπούλου Εβίτα, Γρηγοριάδου Μαρία, Δημητριάδου Διδώ, Λαγανόπουλος Φώτης, Μανιάτης Δημήτρης, Μανιάρας Μιχάλης, Οικονομίδης Γιάννος, Πλέσσα Τζέλλα, Πρεσβύτης Θύμιος, Χατζηπαναγιώτου Βάσος.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία, κείμενα, εικαστική επιμέλεια και μουσικές επιλογές του Δημήτρη Βλάσση
Επιμέλεια μουσικής Δημήτρη Μανιάτη
Επιμέλεια κίνησης Αλίκης Καζούρη
Φωτισμοί Ίωνα Ξυπολιά
Σημείωμα του Σκηνοθέτη
Ο Σαίξπηρ χωροθετούσε τις κωμωδίες του σε κάποια, ιδιαίτερα, μέρη τα οποία δεν είχε επισκεφθεί αλλά τα «είχε ακουστά». Κάποια από αυτά τα αναβάθμιζε στη φαντασία του- όπως εκείνη την υπέροχη Ιλλυρία της «12ης νύχτας» (την οποία δεν μας προσδιορίζει ακριβώς που πέφτει, κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί πως πρόκειται για τις ακτές της Αλβανίας, αλλά θα μπορούσε θαυμάσια να είναι το Ντουμπρόβνικ), ή όπως η Αρκαδία στο «Όνειρο Θερινής Νυκτός» (που προφανώς δεν μπορεί να είναι ο Αχλαδόκαμπος). Σε κάποια άλλα, όμως, οι περιγραφές ξεπερνούσαν την φαντασία, όπως η Βενετία στον «Έμπορο». Η Βενετία, για τον λονδρέζο της εποχής του, δεν μπορεί παρά να ήταν ένα εξωλογικό περιβάλλον, μια πολιτεία που αντί για δρόμους είχε κανάλια και που τα κτίριά της είχαν παραμυθένια αρχιτεκτονική και προσόψεις δαντελωτές (αυτές για τις οποίες η αρχιτεκτονική έχει δώσει τον υπέροχο χαρακτηρισμό «Γοτθικό Φλερύ»). Μα σε μια τέτοια εξωπραγματική πολιτεία τι άλλο μπορεί να συνθέσει ένας συγγραφέας παρά μία παράλογη ιστορία. Και, πράγματι, δεν μπορεί να έχει λογική η απαίτηση ενός δανειστή να ζητάει τόκο «μια λίμπρα κρέας» από τον δανειζόμενο.
Αν, όμως, οι τραγωδίες του Σαίξπηρ έκαναν τους λαϊκούς θεατές να τρομάζουν με τα φρικτά εγκλήματα («Τίτος Ανδρόνικος») θα ‘πρεπε οι κωμωδίες του να τους κάνουν να ξεκαρδίζονται. Τώρα αν αυτό δεν συμβαίνει στις σημερινές παραστάσεις των κωμωδιών του, κάτι πρέπει να πηγαίνει στραβά στην απόδοση τους. (Ειδικά, στον «Έμπορο της Βενετίας» δεν πρέπει να λησμονούμε την επί χρόνια φυλετική στοχοποίηση του Σάυλωκ η οποία, κατά την γνώμη μου, δεν έχει δραματουργική αιτιολογία, αποπροσανατολίζει το ύφος του έργου. Γι αυτόν το λόγο, στην δική μου απόδοση, δεν αποδίδω στον Σάυλωκ εθνικό ή θρησκευτικό προσδιορισμό).
Με ποια διάθεση λοιπόν έγραψε ο Σαίξπηρ τον «Έμπορο»; Και γιατί τον τοποθετεί στην Βενετία;
Σαν αθεράπευτος λάτρης αυτής της πόλης, υποψιάζομαι πως γύρευε ένα περιβάλλον όπου να μπορεί να ξετυλιχθεί ένα παιγνίδι ευφροσύνης δίχως τις ιδιαίτερες απαιτήσεις της αλληλουχίας της λογικής.
Με αυτές τις σκέψεις άνοιξα το πρωτότυπο κείμενο και προσπάθησα – στην αρχή σαν παιγνίδι, ύστερα με πάθος- να μεταγράψω τον γνωστό περιπεπλεγμένο λόγο του συγγραφέα σε κοινές, στον καθημερινό λόγο, εκφράσεις που εννοούν πολύ περισσότερα από όσα λένε. Έψαχνα, δηλαδή φράσεις που να μπορούν να «περάσουν» στον σημερινό θεατή- ακροατή τις ίδιες πλούσιες εικόνες με ‘κείνες που απολάμβανε το ελισαβετιανό κοινό από αυτές τις περιπεπλεγμένες φράσεις του Σαίξπηρ (στις οποίες, εκείνο, ήταν πολύ εθισμένο και που αντίθετα για τον σημερινό ακροατή είναι λίγο σταυρόλεξο).
Και βέβαια έστησα μια «παράλογη» κωμωδία που μόνο σε μια πόλη σαν την Βενετία μπορεί να συμβεί. Στην ίδια γραμμή του «παραλόγου» με την έννοια του «εκκεντρικού», κινείται και όλο το εικαστικό μέρος της παράστασης. Και την διάνθισα με τραγούδια. Έγραψα κομμάτια του έργου πάνω σε μελωδίες οπερέτας ή επιθεώρησης των αρχών του 20 αιώνα, μελωδίες τραγουδιών που τις άκουγα, μικρός, στο ραδιόφωνο, γεμάτες σπιρτάδα, φρεσκάδα, ξεγνοιασιά.
Δημήτρης Βλάσσης, Σεπτέμβριος 2016
Διοργάνωση: Θεατρικός Όμιλος Ερμιονίδας, www.thoe.org.gr