“Πάντα πίστευα πως δεν είχα αληθινές αναμνήσεις απ’τα παιδικά μου χρόνια͘ πως η ιστορία μου χωράει σε λίγες γραμμές͘ ίσως και σε μία σελίδα με μεγάλα γράμματα” αναφέρει κάπου ο Χιλιανός συγγραφέας Alejandro Zambra. Με νοσταλγία έκδηλη για το παρελθόν σε σημείο επικίνδυνο ίσως γιατί οι αναμνήσεις είναι ισχυρό αναισθητικό στην προσπάθεια για απόλυτη ενηλικίωση, ο συγγραφέας εκτελεί απόλυτα και δολοφονικά την επιθυμία του να ξεχάσει. Τα γεγονότα είναι δεδομένα, τρέχουν στο μυαλό του που δεν σταματά και εκείνος έρμαιο της μνήμης του ξαναζεί με κάθε λεπτομέρεια το παρελθόν και την αθωότητα που το συνοδεύει, ένα παρελθόν γεμάτο υπαινιγμούς και αμφιβολίες. Τώρα όμως όλα αυτά ιδωμένα από ένα άλλο πρίσμα, ξαναχτυπάνε την πόρτα σαν να έγιναν χτες και όσο μεγαλύτερη επαφή με αυτά τα συμβάντα, τα αλλοτινά τόσο μεγαλύτερη η ανακούφιση για το παρόν που έχει ανάγκη από ένα στέρεο παρελθόν. Όλα έχουν να κάνουν με την ανάγκη να καταφύγει ο αφηγητής σε μία βάσιμη θεραπευτική αθωότητα που αποκαθιστά τα ανοιχτά τραύματα μίας κατά τα άλλα επιθυμητής λήθης, όμως ποιος δεν έχει εκφράσει την επιθυμία για επανασύνδεση με την παιδική ηλικία, τότε που όλα ήταν όμορφα άγνωστα;
Το θέμα με το οποίο ο συγγραφέας καταπιάνεται είναι σαφέστατα ευαίσθητο, θα έλεγε κανείς πως είναι το τρωτό σημείο κάθε συγγραφέα σε μία προσπάθεια να χτίσει την λογοτεχνική του κατοικία με ισχυρά θεμέλια. Αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία αλλά και έναν μοχλό εύρεσης του ίδιου του εαυτού αφού ουσιαστικά αναλαμβάνει να σκύψει και να σκάψει βαθιά μέσα του και να αναδείξει όλες εκείνες τις μικρές ή μεγάλες του αδυναμίες και έτσι να αρθρώσει έναν λόγο τόσο προσωπικό και αυτοαναφορικό όσο και γενικότερο. Καθένας από εμάς μεγαλώνοντας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον προστατευτισμού – αυτό ισχύει τόσο για τις χώρες του Νότου της Ευρώπης όσο και της Λατινικής Αμερικής στο όλον της – επιχειρεί από πολύ νωρίς και μάλιστα εκούσια ή ακούσια να κόψει τον ομφάλιο λώρο με αυτό που ονομάζεται οικογενειακή στέγη και θαλπωρή για να ανοίξει τα δικά του φτερά. Στην πορεία όμως της ζωής του θα ανακαλύψει ότι όλα αυτά που στο παρελθόν απαρνιόταν τώρα επιθυμεί να τα ξαναζήσει σαν αυτά να μην τα απαρνήθηκε ποτέ. Και βέβαια προκύπτει μία πράξη καθαρής μεταμέλειας για τις κουβέντες που ξεστόμισε, για τους θορύβους και τις εντάσεις που προξένησε, βλέπεις η αγάπη του σπιτιού, όταν αυτή υφίσταται, ακουμπάει στην παιδικότητα και της προσδίδει μία ασφάλεια που δεν μπορεί να βιώσει και να νιώσει πουθενά αλλού όσους δρόμους και αν διαλέξει. Ένα είναι βέβαιο, πως εκεί θα επανέλθει για να ξεσκονίσει το ντουλάπι, το συρτάρι ή το μπαούλο όπου κρύβονται όλες αυτές οι στιγμές και οι εικόνες. Ο αφηγητής επισφραγίζει και αποκαλύπτει με τον λόγο του όλη αυτή την διαδικασία, ένα είδος ιεροτελεστίας και ανασκαφής της χαμένης αθωότητας αφού αυτό είναι το κύριο σύνθημα και τα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα το φέρνουν χωρίς κανέναν ενδοιασμό στην επιφάνεια.
Ο συγγραφέας κάπου στο μέσο του βιβλίου υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: “Εκπλήσσομαι με την ευκολία με την οποία ξεχνάμε αυτά που νιώθαμε, αυτά που θέλαμε ͘ με την ταχύτητα με την οποία υποθέτουμε ότι τώρα επιθυμούμε ή νιώθουμε κάτι άλλο, ενώ, ταυτόχρονα, θέλουμε και να γελάμε με τα ίδια αστεία. Θέλουμε να είμαστε, νομίζουμε πως είμαστε ξανά τα παιδιά τα ευλογημένα απ’ το μισόφωτο”. Και πράγματι το κουτί των αναμνήσεων των παιδιών είναι ένας σκληρός δίσκος που μοιάζει ποτέ να μην χαλάει, να μην φθείρεται από τον χρόνο και πάντα τον κουβαλάμε μέσα μας, σαν να μην υπάρχει επιλογή για διαγραφή των στοιχείων που κουβαλάει. Σαγηνεύει η απώλεια του δρόμου και το μονοπάτι προς το άγνωστο μέρος που τελικά ποτέ δεν βρίσκουμε και έτσι χανόμαστε και γυρίζουμε πίσω απλά γνωρίζοντας πως οδηγηθήκαμε από δική μας επιλογή και μόνον προς εκεί που επιθυμούσαμε έχοντας πράξει αυτό που μόνοι μας αποφασίσαμε. Είναι μία παραμυθένια παγίδα που δεν έχει δαγκάνες και αυτό γράφει και με γλαφυρότητα ο συγγραφέας σε κάποιο άλλο σημείο του κειμένου του: “Χθες το βράδυ περπάτησα για ώρες. Ήταν σαν να ‘θελα να χαθώ σ’άγνωστους δρόμους ͘ να χαθώ ασυλλόγιστα, τελείως. Όμως είναι κάτι στιγμές που δεν μπορούμε, που δεν ξέρουμε να χαθούμε ͘ κι ας παίρνουμε μονίμως λάθος δρόμους ͘ κι ας χάνουμε όλα τα σημεία αναφοράς κι ας έχει πάει αργά και, καθώς προχωράμε, νιώθουμε το βάρος του ξημερώματος. Είναι φορές που, όσο και αν το προσπαθήσουμε, συνειδητοποιούμε πως δεν ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να χαθούμε. Κι ίσως νοσταλγούμε την εποχή όπου μπορούσαμε να χαθούμε την εποχή όπου όλοι οι δρόμοι ήταν άγνωστοι”. Αυτό το απόσπασμα αποδεικνύει περίτρανα πως όσο και αν μεγαλώνουμε ποτέ δεν ξεχνάμε το παραμύθι στο οποίο κάποτε θέλαμε και πιστέψαμε και η επιστροφή σε αυτό επουλώνει την πολλές φορές πεζή ενήλικη πραγματικότητά μας, έτσι που το λουλούδι ανθίζει και εμείς γινόμαστε οι πρίγκιπες που κάποτε θέλαμε να γίνουμε και οι βάτραχοι μαζί και να πηδήξουμε μακριά στο άπειρο με το βλέμμα όμως πίσω μας μήπως τυχόν και μας συμβεί το ο,τιδήποτε.
“Διάβασμα είναι να καλύπτεις το πρόσωπό σου. Και γράψιμο να το αποκαλύπτεις”.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
“Δε ρωτούσαμε για να μάθουμε, ρωτούσαμε για να γεμίσουμε ένα κενό”.
Το βιβλίο του Alejandro Zambra, Τρόποι να γυρίζεις σπίτι, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.