Το Ανοίκειο (uncanny) αποτέλεσε μια πολύπλοκη έννοια που ο Sigmund Freud ανέλυσε στο βιβλίο του Αrt and literature που εκδόθηκε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1919  και έχει απασχολήσει και εμπνεύσει την τέχνη και τη φιλοσοφία. Η έκθεση Back to the basics: Uncanny καλείται να διερευνήσει τις διαφορετικές οπτικές της έννοιας του ανοίκειου όπως αυτή προσδιορίστηκε στο δοκίμιο του Freud και τις εκφάνσεις της στην δημιουργική διαδικασία πολλών καλλιτεχνών.

Το Ανοίκειο μεταφέρει την έννοια του ξένου, του περίεργου και του αβέβαιου αλλά η ιδιαιτερότητά του συνίσταται στην άμεση σύνδεση του με μια οικεία αίσθηση μιας εμπειρίας όμως καλά κρυμμένης. Κατά τον Freud, κάτι το οποίο είναι παντελώς άγνωστο δεν μπορεί να είναι ανοίκειο και πρέπει να έχει αναφορές σε κάτι  παλαιότερο που όμως έχει αποξενωθεί.

Στο κεφαλαίο «Das unheimliche» (Uncanny), ο Freud αναλύει τη σχέση μεταξύ της γερμανικής λέξης  heimlich (οικείο, όχι παράδοξο) και της λογικά αντίθετής της λέξης unheimlich (γερμανικός όρος για το ανοίκειο). Μέσω της αναζήτησης της ετυμολογίας των δύο  λέξεων σε λεξικά διαφορετικών γλωσσών και της συλλογής ιστοριών, εμπειριών και καταστάσεων οι οποίες διεγείρουν την αίσθηση της ανοικειότητας, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το uncanny ανήκει στη κατηγορία του φοβιστικού – παράξενου που έχει υποστεί τη διαδικασία της απώθησης καταλήγοντας να γίνει ανοίκειο.

Η σημασιολογική ερμηνεία λοιπόν της λέξης heimlich αναπτύσσεται προς την κατεύθυνση της αμφιθυμίας, μέχρι τελικά να συμπίπτει με την αντίθετη της, Unheimlich, «Το unheimlich είναι αυτό που κάποτε ήταν heimisch, oικείο· το πρόθεμα un είναι η υλική ένδειξη της απώθησης»¹. Αυτή η μετάβαση από την αίσθηση οικειότητας στην αποξένωση και την αίσθηση κινδύνου είναι θεμελιακή για τη σύσταση της ανοίκειας κατάστασης.

Πολύ συχνά καλλιτέχνες προσπάθησαν να μεταφέρουν αυτή την ιδιαίτερη αίσθηση του Ανοίκειου με ποικίλους τρόπους μέσω της ένωσης μελών – στοιχείων ενός κειμένου ή εικόνας με παράδοξο τρόπο. Στην έκθεση Back to the basics: Uncanny ο θεατής θα έχει τη δυνατότητα να ανακαλύψει κάποιους από τους διαφορετικούς τρόπους παρουσίασης και ερμηνείας του Ανοίκειου μέσα από το έργο εννέα εικαστικών.

Το έργο του Lanfranco Aceti Who the People? παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην βιβλιοθήκη του Chetham όπου ο Karl Marx και ο Friedrich Engel συνεργάστηκαν για τη συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Το έργο πραγματεύεται τις έννοιες της ταυτότητας του ατόμου, των προσωπικών δεδομένων και τον μετά-καπιταλισμό. Στην έκθεση παρουσιάζονται τέσσερα ψηφιακά πορτραίτα τα πρόσωπα των οποίων καλύπτονται από κομμάτια “διαγραμμένων” δεδομένων δημιουργώντας μια αφήγηση σχετικά με τη διαδικασία της διαγραφής της ανθρωπότητας. Ο θεατής αδυνατεί να προσδιορίσει τα πρόσωπα και τις ιστορίες των απεικονιζόμενων, τις μεταξύ τους συνδέσεις καθώς και των στοιχείων που παρατίθενται με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια παράδοξη και αμήχανη, ανοίκεια αίσθηση.

Μια διαφορετική προσέγγιση πορτρέτων με ελλειπόμενα μέρη αποτελούν και τα έργα του Βασίλη Ζωγράφου από τη σειρά με τίτλο Missing που εστιάζουν σε ελληνικές παραδοσιακές εκδοχές ένδυσης και στολισμού.  Για τον Ζωγράφο αποτελούν ζωγραφικές αποτυπώσεις των στοιχείων της λαϊκής ελληνικής παράδοσης, της συνεργατικότητας, της συνεύρεσης σε χρόνους γιορτής με συμμετοχικότητα και ομοθυμία. Τα ζωγραφικά πορτρέτα χωρίς πρόσωπα δημιουργούν περίεργες συμβολικές απεικονίσεις γυναικών όπου όπως και στον Aceti ο θεατής καλείται να ανακαλύψει και να συμπληρώσει τις αφηγήσεις τους.

Το έργο του  Micha Cattaui  Tour de force επιδιώκει μια επανερμηνεία του γνωστού αγάλματος της Νίκης της Σαμοθράκης προσδίδοντας μια τελείως νέα και ανοίκεια οπτική ενός αγάλματος που αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο της αρχαιοελληνικής τέχνης αλλά και ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του μουσείου του Λούβρου. Το έντονο ροζ χρώμα όπως και η “μετάλλαξη” των χαρακτηριστικών φτερών του αγάλματος με ατροφικές φτερούγες κοτόπουλου δημιουργούν την αίσθηση “ακρωτηριασμού” του, αρθρώνοντας ένα καυστικό σχόλιο εκ μέρους του καλλιτέχνη στην αποικιοκρατική μετακίνηση έργων τέχνης  που αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά ενός πολιτισμού σε “ισχυρότερες” άλλες χώρες.

Η σειρά πορτρέτων της Elisabeth Penker με τίτλο Split Representation εμπνέονται από το ομώνυμο κείμενο του Claude Levi-Strauss, Split Representation in the Art of Asia and the America. Στο κείμενο αυτό ο Levi-Strauss συγκρίνει διαφορετικές κουλτούρες από διαφορετικές χρονικές περιόδους που χρησιμοποιούν πανομοιότυπα στυλιστικά στοιχεία στην απεικόνιση του σώματος και του προσώπου. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υπάρχει ποτέ μετωπική αποτύπωση του προσώπου αλλά η σύνδεση δυο αντικατοπτρικών προφίλ που συνδέονται στη μέση δημιουργώντας μια παράδοξη πολύπλευρη θέαση του. Η χρήση αυτή του καθρεφτίσματος – διπλασιασμού και της διαστρέβλωσης ενός ειδώλου που αποκρυσταλλώνεται στα έργα της  Penker, αποτελεί για τον Freud θεμελιακό μέσο για τη σύσταση της ανοίκειας κατάστασης μέσα από την ανάλυση του διηγήματος “Die Elixire”.

 Ένα είδος αντικατοπτρισμού δημιουργείται και στα έργα του  Simon MacEwan μέσω του  κάθετου άξονα συμμετρίας που τα διατρέχει. Τα έργα του με τον τίτλο Transit διερευνούν τις σχέσεις ανάμεσα στη φόρμα και στην ουσία και τις ιδιότητες που αυτές προσδίδουν στα στοιχεία που τις φέρουν. Η γεωμετρική γλώσσα του MacEwan υπαινίσσεται το πνευματικό και το μυστηριώδες σε ένα κόσμο όπου οι αδιόρατες δυνάμεις της οικονομίας και της εξουσίας είναι σε θέση να θέσουν τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου εκτός ελέγχου. Οι εικόνες από σύννεφα και κύματα του ωκεανού που συνεχώς μεταβάλλονται συνδυάζονται με γραμμές και στοιχεία χαρτών παραπέμποντας στο χάος του κόσμου και την απόπειρα του ανθρώπου να το συστηματοποιήσει.

Στα ζωγραφικά έργα του Αύγουστου Βεϊνόγλου, οικείες αρχιτεκτονικές δομές υπαρκτών χώρων μετατρέπονται σε ανοίκειους γλυπτικούς λαβυρίνθους. Υπόσκαφες κατοικίες της κεντρικής Ανατολίας παρουσιάζονται ως αιωρούμενοι ονειρικοί κόσμοι οι οποίοι φέρουν εντοιχισμένα στοιχεία, μοντέρνων ερειπίων και ημιτελών κατασκευών αποτελώντας ένα διάλογο προσδιορισμού και διαπραγμάτευσης της έννοιας του χώρου. Μέσα από την εικαστική του ματιά, ο Βεϊνόγλου στα έργα του με τον τίτλο Metaformations εμπλέκει το όνειρο, τη γεωλογία και την αρχιτεκτονική για να δημιουργήσει ουτοπικούς χώρους που προκαλούν ένα συνδυασμό έλξης και παραδοξότητας την ίδια στιγμή, την αίσθηση που ο Sigmund Freud περιέγραψε ως  uncanny.

Η αρχιτεκτονική και η έννοια του χώρου που μετουσιώνεται σε φανταστικούς ψευδαισθησιακούς χώρους αποτελεί βασικό άξονα και στα έργα του Γιάννη Σαββίδη.  Τα ζωγραφικά έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση ανήκουν σε τρεις ενότητες δουλειάς, τις Αποσυνθέσεις, τον Κήπο και την σειρά Stilalive. Οι  φανταστικές περιπέτειες από τη ζωή του νεοκλασσικού αρχιτέκτονα της Πρωσσίας Σίνκελ και της μοιραίας του εμπλοκής με την Νεοελληνική πραγματικότητα, οι φλαμανδικές νεκρές φύσεις και σημειολογικά στοιχεία από  μοντάζ φωτογραφικού υλικού μπαίνουν στο μικροσκόπιο του καλλιτέχνη δίνοντας του υλικό προς έρευνα. Μέσω της αναπαραγωγής και της αλλοίωσης τους ο Σαββίδης δημιουργεί καινούργιες αφηγήσεις και ερμηνείες όπου το αρχικό οικείο υλικό καταλήγει να γίνει ανοίκειο και καινούργιο.

Τους συμβατικούς κανόνες της βαρύτητας καταργεί στο έργο του Μετέωρο, ο Άγγελος Αντωνόπουλος. Το έργο του  αποτελεί μια λυρική εγκατάσταση ανάλογη των Cabinet of Curiosities, που θεωρήθηκαν ως ένας μικρόκοσμος, ένα είδος ιδιωτικού μικρομουσείου γεμάτο αξιοπερίεργα αντικείμενα ή αλλιώς ένα “θέατρο μνήμης”². Η κατασκευή του σουρεαλιστικού αρχιτεκτονήματος, ενός αιωρούμενου σπιτιού που περιβάλλεται από σβησμένα από γραφίτη πορτρέτα δημιουργεί μια μυστηριώδη αίσθηση, μια αίσθηση που μεγιστοποιείται από τον περιορισμό της χρωματικής του παλέτας στα ουδέτερα χρώματα. Το αληθοφανές αλλά και ανέφικτο αυτό κατασκεύασμα ωθεί τον επισκέπτη να εστιάσει κυρίως στην εμπειρία ως θεατής σε ένα αλλόκοτο θέατρο.

Οι Kalos & Klio μέσα από τα έργα της σειράς Artificialia, ενός όρου άμεσα συνδεδεμένου με τα ανθρώπινα τεχνουργήματα, μας μεταφέρουν όπως και ο Αντωνόπουλος στην λογική των  Cabinet of Curiosities. Τα παράδοξα πορτρέτα εδώ, φέρονται σαν να έχουν  εξαναγκαστεί σε μια σχεδόν βίαιη διαδικασία αποδόμησης και ανασύνθεσης ανθρώπινων μελών, δημιουργώντας ένα ανοίκειο αποτέλεσμα. Στη σειρά αυτή, η χρήση των ψηφιακών μέσων παντρεύεται αρμονικά με το παραδοσιακό μέσο της χαρακτικής ολοκληρώνοντας τη μεταφυσική υπόσταση των ετερόκλητων απεικονίσεων. Παράλληλα εγείρει ερωτήματα που αφορούν στις έννοιες όπως το φυσικό, το τεχνητό, το οικείο και το ξένο, η εμπειρία και μνήμη.

1. Freud, The Uncanny,’ 245

2. (Francesaco Fiorani, reviewing Bredecamp 1995 in Renaissance Quarterly 51.1 (Spring )1998:268-270) p 268

* H ENIA gallery εγκαινιάστηκε το Μάιο του 2016, στην παλιά βιομηχανία της «ΚΟΣΤΑΛ» στον Πειραιά και αποτελεί έναν εκθεσιακό χώρο που στόχο έχει να προβάλλει την σύγχρονη εικαστική σκηνή. Πληροφορίες: t. +30 210 4619700, www.eniagallery.com


Το πρώτο μέρος της ομαδικής έκθεσης «Back to the basics: Uncanny», σε επιμέλεια της Αρτέμιδος Ποταμιάνου, παρουσιάζεται στην ΕΝΙΑ Gallery την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016.