Στα πορίσματα των κοινωνικών επιστημών παρουσιάζεται ένας τρόπος θέασης του κόσμου, μια κοσμοαντίληψη. Ο τρόπος αυτός σχεδόν πάντα είναι ανθρωποκεντρικός και τις περισσότερες φορές βασισμένος στη δυτική σκέψη, που διαχωρίζει το υποκείμενο από το αντικείμενο, την κοινωνία από τη φύση, τη λογική από το ένστικτο, τον παρατηρητή από το παρατηρούμενο.
Με την απόσπαση του ανθρώπου από τη φύση προόδευσαν οι επιστήμες και αναπτύχθηκε η τεχνολογία. Όμως, η διάκριση και η αντικειμενοποίηση όλων των άλλων όντων οδήγησαν στην απώλεια του κοσμικού δέους, που διακατείχε τον άνθρωπο. Πεπεισμένος ότι απέβαλε διά παντός το βιολογικό υπόβαθρό του διαπράττει ύβριν ενάντια στη φύση, αγνοώντας τη «φωνή» της, που σήμερα υψώνεται και δεν μπορούμε παρά να την ακούσουμε. Το επιστημονικό Παράδειγμα που διαχώριζε τον άνθρωπο από τον κόσμο και τον έθετε ως σκεπτόμενο ον απέναντι στο αντικείμενο της παρατήρησής του, φαίνεται πως έφθασε στα όριά του.
Το «νέο» Παράδειγμα απαιτεί μια μη ανθρωποκεντρική θεώρηση, καθώς διαπιστώνεται πως ανθρώπινα και μη ανθρώπινα όντα, πολιτισμός και φύση, κοινωνία και ύλη συνυφαίνονται και συνδέονται με τρόπους απρόσμενους που απαιτούν ερμηνεία και κατανόηση. Αυτό το «νέο», μη ανθρωποκεντρικό μοντέλο έρευνας, που συνίσταται στον συνδυασμό, τη μείξη και την ποικιλία των μεθόδων και των τεχνικών που οφείλει να χρησιμοποιεί ένας επιστήμονας για τη μελέτη ανθρώπων-εντός-του-περιβάλλοντος, εξετάζεται στο παρόν βιβλίο.
Οι νέες θεωρητικές παραδοχές τοποθετούν ξανά τον άνθρωπο ανάμεσα στα άλλα όντα. Οι κοινωνικές επιστήμες εξετάζουν πλέον την αλληλεξάρτηση μεταξύ ανθρώπων, ζώων και φυσικού κόσμου και ερμηνεύουν τον πολιτισμό σε σχέση με το περιβάλλον και τα μη ανθρώπινα όντα, χρησιμοποιώντας μεθόδους που χαρακτηρίζονται από ελευθερία σκέψης και πλουραλισμό και βασίζονται –όχι μόνο στον ορθολογισμό- αλλά και στο συναίσθημα, στη διαίσθηση και στην ενόραση.