Η έκθεση «Χρόνης Μπότσογλου, Απέναντι του βουνού», που πρωτοπαρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 2016 στο Μέγαρο Εϋνάρδου στην Αθήνα, εγκαινιάζεται την Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017 στις 20:00 στο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ (Βίλα Καπαντζή).
Στην έκθεση παρουσιάζονται 110 περίπου έργα (λάδια, ακουαρέλες και τέμπερες) που αποτυπώνουν το τοπίο που ο καλλιτέχνης βλέπει από το παράθυρο του σπιτιού του στο Πετρί της Λέσβου.
Πρόκειται για μια δουλειά η οποία ολοκληρώθηκε τα τελευταία οκτώ χρόνια (2008–2016), αν και τον απασχολούσε τουλάχιστον από το 1977, όπως φαίνεται από δύο έργα της έκθεσης, χρονολογημένα το 1977 και το 1978, και όπως ο ίδιος ομολογεί στο βιβλίο του Το χρώμα της σπουδής (Αθήνα 2005, σ. 44-45):
«Μέχρι τώρα ζωγράφισα αυτό το βουνό πάνω από δέκα φορές. Το ζωγράφισα με μπικ, με μολύβι, με μαύρη σινική μελάνη, με χρωματιστές σινικές, με τέμπερα, πάνω σε διαφορετικά χαρτιά και εφημερίδα. Από αυτά τα σχέδια δεν μου έμεινε τίποτα. Είναι τα πιο εμπορικά έργα και έτσι όλοι είναι χαρούμενοι όταν με βλέπουν να ζωγραφίζω. Σχεδόν το έχω μελετήσει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Συχνά ξεκινούσα από μια λύση για να το βρω, όμως τις περισσότερες φορές το ίδιο το βουνό και τα υλικά βοηθούσαν να βρω τρόπους για να το σπουδάσω.
Λέω, άμα γεράσω, όταν θα ʼχω ξοφλήσει τα χρωστούμενα, χωρίς άλλη έγνοια θα κάτσω εδώ με ένα πολύ μεγάλο τελάρο για να ζωγραφίσω το βουνό. Λέω στα γεροντάματά μου θα ʼχω τα μάτια για να μπορώ να δω τον κάμπο και το βουνό και τη θάλασσα. Θα ʼχω κερδίσει τη σεμνότητα και την υπομονή για να δω τα δέντρα και τα σπαρτά να μεγαλώνουν. Ως τώρα δεν τόλμησα να πάω πέρα από τα σχέδια. Και καμαρώνω τον Θεόφιλο που τα ζωγράφισε όλα τόσο αληθινά».
Ημερολόγιο. Πετρί. Αύγουστος 1977.
Ο Μπότσογλου τόλμησε, πήγε πέρα από τα σχέδια, και μας παρουσιάζει τοπία ενός τόπου που ο χρόνος τον αλλάζει καθώς αλλάζει και τον ίδιο.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Χρόνης Μπότσογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1941. Μαθήτευσε στο φροντιστήριο του Σαραφιανού και σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (1960–1965), στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη, με υποτροφία του ΙΚΥ. Φοίτησε επίσης στο εργαστήριο της ΑΣΚΤ για την τέχνη του βιβλίου, κοντά στον Κώστα Γραμματόπουλο και τον Γιάννη Παπαδάκη.
Μετά το στρατιωτικό του (1966–1968) πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στην École des beaux-arts (1970–1972) με κρατική υποτροφία. Σε αυτό το διάστημα η ζωγραφική του έγινε πιο ρεαλιστική και συνδέθηκε με την πολιτική του στράτευση. Σε ανάλογο πνεύμα, συμμετείχε (μαζί με τους Γιάννη Βαλαβανίδη, Κλεοπάτρα Δίγκα, Κυριάκο Κατζουράκη και Γιάννη Ψυχοπαίδη) στην ίδρυση και τις εκθέσεις της ομάδας Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές (1971–1973), η οποία παρουσίασε (στην Ελλάδα) έργα με κριτικό περιεχόμενο κατά την περίοδο της δικτατορίας. Η συμμετοχή του σε συλλογικές δραστηριότητες είχε ξεκινήσει πριν από τη δικτατορία, όταν ήταν μέλος της Ομάδας Τέχνης Α και συνεργαζόταν με την Επιθεώρηση Τέχνης. Συνεργάστηκε επίσης με το Ελεύθερο Θέατρο (1973), το Κέντρο Εικαστικών Τεχνών (1974–1976) και, αργότερα, έγινε μέλος της Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη, καθώς και του Κέντρου Χαρακτικής.
Εκτός από τη ζωγραφική και τη γλυπτική, ασχολήθηκε με τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, καθώς και με εικόνες γεννημένες και επεξεργασμένες στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, τις οποίες τύπωσε υπό τον τίτλο «99 εικόνες».
Το 1989 εκλέχτηκε καθηγητής στην ΑΣΚΤ, όπου διατέλεσε πρύτανης (2001–2005) και δίδαξε ως το 2008. Κατά την περίοδο της πρυτανείας του ιδρύθηκε το Τμήμα Θεωρίας της Τέχνης, εισήχθηκε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών για τις εικαστικές τέχνες, ενώ άρχισε και η οικοδόμηση του κτιρίου της Βιβλιοθήκης της ΑΣΚΤ.
Έχει παρουσιάσει το έργο του σε περισσότερες από σαράντα ατομικές και εκατό ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συμμετείχε στην Μπιενάλε του Σάο Πάουλο της Βραζιλίας (1969) και στην Μπιενάλε Χαρακτικής στη Χαϊδελβέργη (1988). Αναδρομικές του εκθέσεις παρουσιάστηκαν στη Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου (1986), στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (Θεσσαλονίκη 1991), στην Πινακοθήκη Κυκλάδων (Ερμούπολη 2008) και στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Αθήνα 2010).
Έχει τακτικά δημοσιεύσει κείμενα του για την Τέχνη σε περιοδικά, εφημερίδες, καθώς και σε συλλογικές εκδόσεις, πολλά από τα οπoία συγκεντρώθηκαν στα βιβλία: Ημερολόγια – Ταξίδια (Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1994), Ψευτοδοκίμια: Κείμενα για την τέχνη (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000) και Το χρώμα της σπουδής (Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2005). Έχει επίσης εκδώσει την ποιητική συλλογή Σπουδή στο μαύρο (Αθήνα, Περί Τεχνών, 1998), η οποία κυκλοφόρησε αντί καταλόγου στην ατομική του έκθεση Σπουδή στη μοναξιά στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη.
Η έκθεση συνοδεύεται από ομότιτλο κατάλογο με τα έργα του καλλιτέχνη και κείμενα της Μάρθας Χριστοφόγλου και του Χρήστου Γ. Λάζου.
Έργο: Ο τρίτος βράχος, Λάδι σε μουσαμά, 2013