Πρόκειται για ένα εύστοχο κοινωνικό σχόλιο με πικρό χιούμορ, ένα συγκρουσιακό δράμα που αναδεικνύει τις επιθυμίες, τα αδιέξοδα αλλά και το χιούμορ των τριών ηρώων του. Το έργο ενώνει στη σκηνή τους Γιάννη Μπέζο, Πέτρο Φιλιππίδη και Ορφέα Αυγουστίδη, σε μια εκρηκτική συνύπαρξη αντάξια των προκλήσεων του, μια ακροβασία σε τεντωμένο σκοινί, αντιπαρερχόμενοι με ευθυμία τις βαθιές αντιφάσεις τους.
Γραμμένο το 1975, στην Ελλάδα πρωτοπαρουσιάστηκε στο ιστορικό θέατρο «Εμπρός», το 1992, σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή, με τους Δημήτρη Καταλειφό, Γιώργο Κέντρο και Δημήτρη Τάρλοου. Στο φετινό ανέβασμα η σκηνοθεσία είναι του Πέτρου Φιλιππίδη, όπως επίσης η μετάφραση και η απόδοση του έργου.
Το έργο
Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στο παλαιοπωλείο του Ντον (Γιάννης Μπέζος), όπου μαζί με τον φίλο του Ουόλτερ, ο επονομαζόμενος και «δάσκαλος», (Πέτρος Φιλιππίδης) και τον νεαρό Μπομπ (Ορφέας Αυγουστίδης) οργανώνουν εκ του προχείρου μια φιλόδοξη ληστεία για ένα νόμισμα που έχει επάνω τον αμερικάνικο βούβαλο, που δεν πραγματοποιείται ποτέ. Είναι ένας χώρος ακατάστατος, βρώμικος σαν φυλακή, με πράγματα ατάκτως ερριμμένα, δηλαδή ένα συμβολικό σκηνικό. Ο Ντον θέλει να νουθετήσει και να κάνει «σωστό άτομο» τον Μπομπ, ένα παιδί ανυπεράσπιστο και χαμένο στα ναρκωτικά. Οι τρεις τους γυρνούν όλη μέρα στο παλαιοπωλείο λέγοντας εξυπνάδες, φιγουράροντας τον ανδρισμό τους, αλλά και σκεπτόμενοι πώς θα «πιάσουν την καλή», πώς θα κάνουν μια «μπίζνα» που θα τους αποφέρει χρήματα. Στη διαδρομή αποδεικνύεται ότι είναι ανίκανοι και οι φιλίες, τα προσωπικά συμφέροντα και τα συναισθήματά τους θα δοκιμαστούν με πρωτοφανή τρόπο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι τρεις αυτοί χαρακτήρες είναι επίσης ατάκτως ερριμμένοι μέσα στην σκληρή κοινωνία, εγκλωβισμένοι, «πεταμένοι» κι’ αυτοί, όπως τα πράγματα μέσα στο μαγαζί του Ντον. Είναι άνθρωποι που η κοινωνία τους απομόνωσε, αλλά και οι ίδιοι απομονώθηκαν από αυτήν λόγω του εγωϊσμού τους. Άνθρωποι σε κρίση με τον εαυτό τους και τους γύρω τους. Άνθρωποι που πίστεψαν στο «αμερικανικό όνειρο», που όμως δεν έκαναν τίποτα να το κυνηγήσουν.
Στο έργο του Ντέιβιντ Μάμετ οι ψευδαισθήσεις για γρήγορο και εύκολο χρήμα καθυποτάσσουν τους ήρωες μέχρι τελικής πτώσης, πατώντας επάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. Πρόκειται για ένα έργο με αναλογίες στο σήμερα, σκληρό, αλλά ταυτόχρονα πολύ αστείο. Σήμερα, σε μια εποχή βαθιάς κρίσης, οικονομικής αλλά και ανθρώπινης, σε μια εποχή επαναπροσδιορισμού των ανθρωπίνων σχέσεων εξαιτίας της οικονομίας, το έργο έρχεται να πει πως δεν μετρώνται τα πάντα στη ζωή με το χρήμα. Δεν έχει σημασία πόσο κοστίζει κάτι, αλλά πόσο αξίζει. Αυτό που μετράει είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και η φιλία. Οι άνθρωποι φέρουμε ευθύνη γι’ αυτά που μας συμβαίνουν, δεν φταίνε μόνο οι άλλοι. Αν μοίρα μας μπορεί να είναι προδιαγεγραμμένη, εμείς μπορούμε να μετακινηθούμε μέσα σ’ αυτήν. Φαίνεται γλαφυρά, λοιπόν, πως αυτό το περίφημο «αμερικανικό όνειρο» ξεπέρασε τα σύνορά του και απέκτησε παγκόσμια απήχηση, που όμως έσκασε σαν «φούσκα» πάνω από τα κεφάλια μας και χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια μας.
Όλα αυτά, βέβαια, εμφανίζονται στη σκηνή του θεάτρου Μουσούρη μέσα από έναν κωμικό τρόπο που το ίδιο το έργο επιτρέπει -σχεδόν επιβάλλει-, καθώς τα πιο σοβαρά πράγματα γίνονται καλύτερα αντιληπτά και πιο ισχυρά όταν λέγονται με αστείο τρόπο. Είναι αστείος ο άνθρωπος που πιστεύει ότι η γη κινείται γύρω από αυτόν. Και επειδή οι περισσότεροι σκεφτόμαστε μ’ αυτό τον τρόπο, το έργο μέσα από την κωμωδία γίνεται πιο αποτελεσματικό, επειδή πιστεύουμε ότι αυτοί που βλέπουμε πάνω στη σκηνή δεν είμαστε εμείς.
Ο συγγραφέας
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο «Αμερικάνικος Βούβαλος» μιλάει για τα ήθη των επιχειρησιακών συναλλαγών στην Αμερική: «Για το πώς συγχωρούμε κάθε προδοσία, μικρή ή μεγάλη, και για τους ηθικούς συμβιβασμούς που ονομάζονται επιχειρήσεις, “δουλειές”. Αισθανόμουν οργή γι’ αυτό που λέγεται “μπίζνες” όταν έγραψα το έργο. Καθόμουν συνήθως στα πίσω καθίσματα του θεάτρου και παρακολουθούσα τους θεατές και πώς έφευγαν. Οι επιχειρηματίες έφευγαν επικρίνοντας με έντονο ύφος τις ελλείψεις και επισημαίνοντας την κενότητά του. Στην πραγματικότητα, ήταν θυμωμένοι επειδή το έργο μιλούσε γι’ αυτούς…». Ο Ντέιβιντ Μάμετ γράφει ένα πολιτικό έργο, χωρίς ωστόσο να κάνει πολιτικές παραβολές. Γράφει γλαφυρά για το «αμερικάνικο όνειρο» και την καθαρή διάψευσή του.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σκηνοθεσία: Πέτρος Φιλιππίδης
Μετάφραση-Απόδοση: Πέτρος Φιλιππίδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Λουκία Χουλιάρα
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Μουσική επιμέλεια: Ιάκωβος Δρόσος
Φωτογραφίες: Γιάννης Βασταρδής
Επεξεργασία εικόνας: Λένα Μορφονιού
Παραγωγή: Θεατρικές επιχειρήσεις Κάρολος Παυλάκης
ΠΑΙΖΟΥΝ: Γιάννης Μπέζος, Πέτρος Φιλιππίδης, Ορφέας Αυγουστίδης