Στην Ελλάδα του 1939, με το φάσμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να πλανάται στην Ευρώπη, ο Χένρι Μίλερ, αψηφώντας τις Κασσάνδρες του επερχόμενου εφιάλτη, αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα, για διακοπές, μετά την προτροπή του Λώρενς Ντάρελ. Ο Μίλερ θα έρθει από το Παρίσι στην Αθήνα και θα βρεθεί σε έναν τόπο νεανικότητας και αθωότητας βουτηγμένο στο αττικό φως, για να γράψει εντυπωσιασμένος μετά: «Έκανε πολύ δροσιά στην Αθήνα· πολλή δροσιά, σε βαθμό που να θέλεις ένα παλτουδάκι. Η Αθήνα έχει ένα κλίμα ευμετάβλητο, όμοιο με της Νέας Υόρκης. Πολλή σκόνη επίσης· καθώς τραβάς για τα προάστια. Συχνά στην καρδιά της πόλης, που θα βρεις κομψά σπίτια με υπερμοντέρνα διαμερίσματα, οι δρόμοι είναι χωμάτινοι. Με τα πόδια, θέλεις μισή ώρα για να φτάσεις στα όρια της πόλης. Είναι αλήθεια μια πολύ μεγάλη πόλη, κοντά ένα εκατομμύριο κάτοικοι. Εκατονταπλασιάστηκε από την εποχή του Μπάιρον».

Η γνωριμία του με σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος και των τεχνών– Κατσίμπαλη, Τσάτσο, Αντωνίου, Σεφέρη, Χατζηκυριακο- Γκίκα—θα σημαδέψει τις μέρες του και θα γίνει η αφορμή για να παραμείνει περισσότερο καιρό ακόμα και να καταγράψει ένα γοητευτικό κείμενο για την Ελλάδα της εποχής, την Ελλάδα μιας παρθενικότητας των αισθήσεων, που θα χαθεί μερικά χρόνια αργότερα και τους ανθρώπους, οι οποίοι σημάδεψαν τη γνωριμία του με τη χώρα μας.

Ο ίδιος περιγράφει με γλαφυρά χρώματα τους ανθρώπους αυτούς. Για παράδειγμα θα γράψει για τον Κατσίμπαλη: «Σαν τον πρωτογνώρισα, ο Κατσίμπαλης  μου φάνηκε ένα περίεργο κράμα: Εξωτερικά – σωματικά, έμοιαζε με ταύρο. Είχε την επιμονή του αρπαχτικού πουλιού, τη λυγεράδα της λεοπάρδαλης, την τρυφερότητα το αρνιού, τη διακριτικότητα του περιστεριού. Το κέφι του ήταν παράξενα υπέρμετρο. Με γοήτευε και χωρίς να ξέρω γιατί, το έβρισκα τυπικά αθηναϊκό. Τα χέρια του, σε αναλογία με το σώμα του ήταν κάπως πολύ μικρά, πολύ ντελικάτα. Ήταν ένας άνδρας γεμάτος ζωτικότητα, δυνατός, ικανός για βίαιες χειρονομίες και για λόγια τραχιά.

Όμως το σύνολο, με τούτον ή μ’ εκείνον τον τρόπο, έδινε μια εντύπωση ζεστασιάς, που ήταν όλη θηλυκή γλύκα. Υπήρχε επίσης στον Κατσίμπαλη, ένα στοιχείο δυνατά τραγικό, που το μεγάλωνε η μιμική του επιδεξιότητα. Ξεχείλιζε από συμπάθεια και ταυτόχρονα είχε τη σκληράδα ενός χωρικού του Δούναβη. Ολοένα μιλούσε για τον εαυτό του· μα χωρίς εγωπάθεια. Αν μιλούσε για τον εαυτό του, τούτο γινόταν επειδή ο εαυτός του ήταν το πιο ενδιαφέρον πλάσμα που είχε ο ίδιος συναντήσει».

Και για τον Γκίκα θα πει χαρακτηριστικά: «Κι ύστερα, μια μέρα, ο Σεφεριάδης κι ο Κατσίμπαλης με παρουσίασαν στο ζωγράφο Γκίκα. Μια νέα Ελλάδα μου φανερώθηκε: η πεμπτουσιακή Ελλάδα που ο καλλιτέχνης είχε αντλήσει από τη βρομιά κι από το χάος του χρόνου, του τόπου, της ιστορίας. Ο κόσμος αυτός που με έκανε να ιλιγγιώ με τα ονόματά του, τις χρονολογίες του, τους μύθους του μου παρουσιάστηκε σαν ένα πολυεδρικό όραμα. Ο Γκίκας είναι τοποθετημένος στην καρδιά όλων των εποχών, στο στήθος αυτής της Ελλάδας που συνεχίζεται από μόνη της, που δεν έχει μήτε σύνορα ούτε όρια, που δεν γερνάει».

Ο ενθουσιασμός του Μίλερ δε θα μείνει απαρατήρητος. Ο Γκίκας θα τονίσει τον τρόπο με τον οποίο ο Μίλερ αγκαλιάζει το μεσογειακό φως και την αντανάκλασή του στον Ελληνικό πολιτισμό αλλά και στο τοπίο της.

Στις «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα» που βρίσκονται ενσωματωμένες στον ίδιο τόμο ο Μίλερ θα γράψει: «Η ιστορία αρχίζει στην Ύδρα, στο σπίτι του Γκίκα. Θυμάμαι πως ήμουν περιτριγυρισμένος από την κυρία Χατζηκυριάκου, τον Κατσίμπαλη, την Ασπασία, τον Σεφεριάδη και τις καμαριέρες. Η ατμόσφαιρα ήταν μεστή, γόνιμη για όλα».

Το βιβλίο βρίθει εξαιρετικών περιγραφών. Οι τόποι εναλλάσσονται και αναμειγνύονται με τα πρόσωπα αλλά και με εμπειρίες προσωπικές, που ο Μίλερ μοιράζεται με τους ανθρώπους, τους οποίους συναντά. «Δεν είχα μπει στο νερό περίπου είκοσι χρόνια. Ο Ντάρελ και η Νάνσι, η γυναίκα του, είναι σαν ένα ζευγάρι δελφινιών». «Η κυρία Χατζηκυριάκου, σύζυγος του Γκίκα, έστρωνε υπέροχο τραπέζι. Σηκωνόμασταν σαν ασκιά παραγεμισμένα με κρασί». Σε άλλο σημείο γράφει: «Ο Κατσίμπαλης είχε πιει πολλή ρετσίνα στις μέρες του. Έλεγε πως ήταν καλή, καλή για τα νεφρά, καλή για το συκώτι, καλή για τα πνευμόνια, καλή για τα έντερα, καλή για το μυαλό και καλή για όλα».

Στην Ελλάδα ο Μίλερ θα αφήσει να ξεδιπλωθεί από μέσα του ο «καλύτερός του εαυτός», όπως έχει πει ο ίδιος. Διασκεδάζει και χαίρεται τη ζωή του, βιώνει την ανθρωπιά και τη φιλοξενία των κατοίκων μιας πολύ φτωχή χώρας, απολαμβάνει το φως και τα θάλασσα, ρουφάει κυριολεκτικά το γαλάζιο χρώμα της, συνομιλεί με το ελληνικό πνεύμα σε όλες του τις εκφάνσεις, επαναπροσδιορίζει την ευτυχία μέσα στη λιγοσύνη των υλικών αγαθών και την αφθονία των συναισθημάτων που υπαγορεύει το τοπίο και οι κάτοικοί του. Και αφήνεται να κυριευθεί από το ελληνικό ταξίδι μέσα στο χρόνο για να καταθέσει αργότερα ένα από τα σημαντικότερα κείμενα που γράφτηκαν ποτέ για τον τόπο τούτο.

«”Και τι έχει η Ελλάδα, που σου αρέσει τόσο πολύ;” ρώτησε κάποιος. Χαμογέλασα. “Το φως και τη φτώχεια”, είπα. “Είστε ρομαντικός”, είπε ο άνθρωπος. “Ναι”, είπα. “Είμαι αρκετά τρελός ώστε να πιστεύω ότι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη είναι εκείνος που έχει τις λιγότερες ανάγκες”».

Ο Μίλερ θα μιλήσει για την Ελλάδα υμνώντας τον τρόπο του βίου των κατοίκων της. Θα σταθεί με αγάπη μπροστά στον πολιτισμό της και με θαυμασμό απέναντι στους πνευματικούς της ανθρώπους, ενώ παράλληλα θα μας χαρίσει ένα σημαντικό κείμενο για τα χρόνια εκείνα και τη ζωή στην Ελλάδα. Μαζί με τον Ντάρελ θα γευτούν την ομορφιά της χώρας και θα συνθέσουν στα έργα τους το μωσαϊκό των αναμνήσεών τους κληροδοτώντας σε όλους εμάς τις μνήμες τους. ‘Αλλωστε είναι πεπεισμένος πως: «Οικονομικά μπορεί να φαίνεται ασήμαντη, αλλά πνευματικά η Ελλάδα είναι ακόμα η μητέρα των εθνών, η νερομάνα της σοφίας και της έμπνευσης».

Ένα σημαντικό βιβλίο για την Ελλάδα και τη μοναχικότητά της μέσα στον χρόνο και κυρίως για την Ελλάδα της αγνότητας των εφηβικών αισθήσεων που μπορεί να μην υπάρχει πια, αλλά είναι σημαντικό όλοι μας να γνωρίσουμε.


Το βιβλίο του Χένρι Μίλερ, Ο κολοσσός του Μαρουσίου και πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.