Η ταινία του Ισπανού Nacho Vigalondo είναι ένα πολύ παράξενο υβρίδιο: Ρομαντική κομεντί με τέρατα τύπου Godzilla; Ρομπότ εναντίον τεράτων και περιπέτειες νεαρών αλκοολικών; Ann Hathaway και ταινία καταστροφής στη Σεούλ;
Ούτε οι περιγραφές της ταινίας ούτε τα trailer κατάφεραν να δώσουν νόημα σε μια φαινομενικά παράλογη ιστορία: Μια νεαρή γυναίκα με αρκετά προσωπικά προβλήματα, συνειδητοποιεί πως έχει κάποια τηλεπαθητική σχέση με ένα ερπετόμορφο κολοσσιαίο τέρας που ποδοπατά τη Σεούλ. Για την ακρίβεια, είναι το τέρας που ποδοπατά τη Σεούλ, καθώς αυτό αντιγράφει τις κινήσεις της σε πραγματικό χρόνο. Στην πραγματικότητα, η ταινία Colossal (που ήρθε στη χώρα μας σχεδόν ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της) είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα, φρέσκια και πρωτότυπη κατασκευή με θέμα την γυναικεία χειραφέτηση. Η πραγματική της δυναμική ωστόσο δεν βρίσκεται στα τέρατα και τα ρομπότ που μονομαχούν στην Σεούλ- από την αρχή μέχρι το τέλος, η ταινία αντιστρέφει και αποδομεί όλα τα κλισέ των ρομαντικών κομεντί που έχουν διαμορφώσει ιστορικά το πρότυπο της γυναίκας ηρωίδας (στα οποία έχει πολλάκις πρωταγωνιστήσει και η Ann Hathaway).
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σε διάφορα είδη, οι ιστορίες αυτοδύναμων γυναικών άρχισαν να εμφανίζονται μόλις την δεκαετία του ’90 (και ύστερα υποχώρησαν πάλι μετά τα μέσα 2000). Η Erin Brokovich (2000) έκλεισε με την Julia Roberts μια ενδιαφέρουσα δεκαετία που «άνοιξε» το χειραφετημένο road trip των «Thelma and Louise» (1991). Η Disney εγκατέλειψε για πρώτη φορά το μοτίβο της «πριγκίπισσας» μετά τις Pocahontas και κυρίως, την Mulan. Το σινεμά δράσης είχε ελάχιστες ηρωίδες (που δεν ήταν ταυτόχρονα φετίχ της «αντρικής ματιάς») πριν την Bride του Kill Bill (2004). Αλλά ειδικά στο είδος των ρομαντικών κομεντί, το κεντρικό μοτίβο της «Σταχτοπούτας» παραμένει κυρίαρχο, ακόμα και στις πιο «kinky» εκδοχές του, όπως στα πρόσφατα ανοσιουργήματα των 50 αποχρώσεων του γκρι.
Το Colossal μοιάζει να θέλει να ανατρέψει όλες τις προσδοκίες που μπορεί να έχει το κοινό των ταινιών του είδους, δηλαδή κατά βάση το γυναικείο κοινό. Το τελευταίο λοιπόν chick flick της Ann Hathaway επιφυλάσσει λοιπόν τις παρακάτω εκπλήξεις:
Πρώτα και κύρια, γιγαντιαία ρομπότ εναντίων τεράτων στην Νότια Κορέα. Με άλλα λόγια, ένα αμιγώς αντρικό θέμα. Και μάλιστα με κανονικά εφέ και σκηνές καταστροφής, όπως στις παραδοσιακές ταινίες του είδους.
Η κεντρική ηρωίδα Gloria εμφανίζεται από την αρχή της ταινίας ως μια άνεργη αλκοολική με προβλήματα σχεδιασμού για την ζωή της. Φτάνει στα όριά του τον όμορφο και πετυχημένο σύντροφό της, ο οποίος της ετοιμάζει τις βαλίτσες και την στέλνει σπίτι της. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως ο αλκοολισμός είναι ένα θέμα που έχει εξερευνηθεί αρκετές φορές στο σινεμά, αλλά κατά βάση ως ένας «αντρικός δαίμονας». Αλκοολικοί ντεντέκτιβ, υπερήρωες, επιχειρηματίες, πολιτικοί, άνθρωποι δηλαδή εξαιρετικά πετυχημένοι που κουβαλούν μια «ασθένεια» και την οποία καλούνται να ξεπεράσουν. Τέτοιου τύπου προβλήματα στις γυναίκες σπανίως ωραιοποιούνται (ως ιστορίες εξιλέωσης) και σπανίως αποτελούν κεντρικό θέμα: Η Ann Hathaway βέβαια έχει ξαναυποστηρίξει ένα τέτοιο ρόλο (Rachel getting married) ενώ αναλόγως έχει κάνει η Sandra Bullock (28 days) και η Meg Ryan (When a man loves a woman). Από την άλλη, σε ταινίες του είδους συνήθως είναι οι άντρες που βλέπουν τα πράγματά τους μαζεμένα (ή πετούμενα από τα μπαλκόνια). Η Gloria όμως στην συγκεκριμένη ταινία δεν είναι το αντικείμενο του πόθου κάποιου άντρα ούτε κάποια υστερική φιλενάδα που δεν τον αντέχει: Είναι η εντελώς ανθρώπινη, κεντρική ηρωίδα της ιστορίας, που παίρνει τα μπογαλάκια της και επιστρέφει στο πατρικό της, όπου επανασυνδέεται με τον παιδικό της φίλο Oscar (Jason Sudeikis) και προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή.
Η πιο σημαντική ανατροπή βρίσκεται εδώ ακριβώς: Η ιστορία χτίζεται ώστε να αποτελέσει μια ακόμα εκδοχή της κλασσικής ιστορίας: Κοπέλα επιστρέφει «σπίτι», γνωρίζει καλόκαρδο παλιό συμμαθητή που την αγαπούσε κρυφά αλλά ποτέ δεν της το είπε, ο παλιός συμμαθητής την «σώζει» από τους δαίμονές της, την βοηθάει να σταθεί στα πόδια της, η ηρωίδα (κυρίως ο ήρωας) μαθαίνει να απολαμβάνει την «απλή ζωή» και στο τέλος παντρεύονται και κάνουν τέσσερα πανέμορφα παιδάκια. Στο ένα τρίτο του έργου νομίζεις ήδη πως το έχεις ξαναδεί, απλά το Colossal έχει την σουρεαλιστική πινελιά να περιλαμβάνει σκηνές με τέρατα στη Σεούλ. Εκεί όμως ο σκηνοθέτης γκρεμίζει με αυτοπεποίθηση το οικοδόμημά του και σερβίρει ένα καινούριο: ο Oscar, o σωτήρας που προσφέρει στην Gloria δουλειά, έπιπλα και έναν τρόπο να ζει όμορφα, είναι ένας βίαιος και καταπιεστικός, αποτυχημένος τύπος που βγάζει πάνω της όλες τις εκδοχές του μισογυνισμού του. Και η Gloria, πέρα από τους δαίμονές της, πρέπει να υπερνικήσει και την δική του βια.
Αποδεικνύεται λοιπόν πως, όντως, η Gloria είναι το τέρας, μέσω μιας μεταφυσικής σύνδεσης που έχει και εκείνη αλλά και ο Oscar με…- βασικά δεν χρειάζεται καμία αληθοφανής εξήγηση για το μεταφορικό εύρημα της ταινίας. Όταν αυτή καταλαβαίνει τι παίζει, προσπαθεί να βοηθήσει τους έρμους Κορεάτες που ποδοπατούσε, ενώ όταν ο Oscar (που μετουσιώνεται σε ένα γιγάντιο ρομπότ) καταλαβαίνει τι γίνεται, το χρησιμοποιεί για την εκβιάζει και την έχει υπό τον έλεγχό του. Μονάχα όταν η Gloria «αγκαλιάσει» και αποδεχτεί το τέρας μέσα της θα μπορέσει να στείλει τον Oscar στον αγύριστο και να σώσει και την Σεούλ. Και κάνοντάς το, να βροντοφωνάξει πως το γυναικείο, χειραφετημένο σινεμά είναι εδώ και μπορεί με ευρηματικό τρόπο να ανατρέπει τα γλυκανάλατα κλισέ των chick flicks.
Όλη αυτή η αποδόμηση, σε συνδυασμό με την μη ωραιοποίηση κανενός χαρακτήρα (ειδικά η μεταμόρφωση του Oscar από ιππότη με λευκό άλογο στο φαλλοκρατικό γουρούνι της γειτονιάς είναι υποδειγματική) μπορεί να κάνει και την ταινία να φαντάζει «σκληρή» και σίγουρα να ξενίσει οποιον/α πάει στο σινεμά για να δει «την καινούρια ταινία της Ann Hathaway». Η οποία κάνει τις γνώριμες μούτες της και γουρλώνει τα ήδη μεγάλα της μάτια όπως συνηθίζει να το κάνει- ακόμα και όταν δέχεται αληθινή βία από τον κομπλεξικό Oscar.
Στις μόνες αδυναμίες της ταινίας είναι φυσικά η απλοϊκή εξήγηση του ευρήματος των τεράτων μέσα από ένα παιδικό τραύμα (δεν χρειαζόταν και καθόλου) όπως και η μικρή καθυστέρησή της να «πάρει εμπρός» για να πει αυτά για τα οποία δημιουργήθηκε- ο σκηνοθέτης μοιάζει να απολαμβάνει πολύ το παιχνίδι με τις προσδοκίες του θεατή, τόσο πολύ που φαίνεται και καταλήγει να γίνεται (προς το τέλος) κάπως προβλέψιμο. Ανεξαρτήτως όμως αδυναμιών και των όποιων υπερβολών του σεναρίου, το Colossal είναι μια ευρηματική και καλά εκτελεσμένη ιδέα, η οποία θα ήταν αρκετά ελπιδοφόρο να έχει συνέχεια.
Διαβάστε επίσης: Colossal, του Νάτσο Βιγκαλόντο