Όταν πριν 18 χρόνια δόθηκε το πρώτο βραβείο ΔΕΣΤΕ σε σύγχρονο καλλιτέχνη, ήταν μία σημαντική στιγμή για τον κόσμο της τέχνης στην Ελλάδα καθώς θεσπίστηκε ένας ιδιωτικής πρωτοβουλίας θεσμός που αναγνώρισε τη δουλειά των σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών στην ίδια τους τη χώρα, όπου η παρουσίασή τους υπήρξε μέχρι τότε αποσπασματική, η καταγραφή τους ελλιπής και η εκπροσώπησή τους από κρατικούς θεσμούς σχεδόν ανύπαρκτη, χωρίς καν την ύπαρξη τότε ενός μουσείου σύγχρονης τέχνης όπου θα μπορούσε να παρουσιάζεται σε εθνική εμβέλεια η νέα καλλιτεχνική παραγωγή.

Η διαδικασία είχε ως εξής: Κάθε δύο χρόνια το ΔΕΣΤΕ συγκροτεί μία επιτροπή από έξι καταξιωμένους Έλληνες κριτικούς, καλλιτέχνες, επιμελητές και συλλέκτες που προτείνουν ο κάθε ένας από έξι Έλληνες ή Κύπριους εικαστικούς κάτω των 40 ετών. Κατόπιν συνεδρίου επιλέγονται οι έξι επικρατέστεροι οι οποίοι θα παρουσιάσουν τα έργα τους στην έκθεση των βραβείων ΔΕΣΤΕ. Την τελική απόφαση παίρνει μία δεύτερη, επιτροπή σημαινόντων προσώπων του παγκόσμιου καλλιτεχνικού στερεώματος, (έχουν συμμετάσχει μεταξύ άλλων ο εικονοκλάστης καλλιτέχνης Maurizio Cattelan και οι διάσημοι θεωρητικοί Hans Ulrich Obrist, Rosa Martinez, Jeffrey Deitch)  οι οποίοι θα γνωρίσουν τους καλλιτέχνες, θα μελετήσουν τη δουλειά τους, θα συζητήσουν μαζί τους και μεταξύ τους, με σκοπό την ομόφωνη ανάδειξη του νικητή. Πέρα όμως από το χρηματικό έπαθλο, η πλατφόρμα που δημιουργείται για την παρουσίαση και ανάδειξη της σύγχρονης τέχνης της χώρας στο εξωτερικό είναι το σημαντικότερο πολιτιστικό όφελος των βραβείων.

Είκοσι χρόνια μετά, κι ενώ τα προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν (το ΕΜΣΤ ιδρύεται αλλά υπολειτουργεί, ο κριτικός λόγος απαξιώνεται, η κρίση ρημάζει τόσο την εκπαίδευση όσο και την καλλιτεχνική αγορά εργασίας), τα βραβεία ΔΕΣΤΕ συνεχίζουν να στηρίζουν σθεναρά την Ελληνική σύγχρονη τέχνη και να αξιολογούν τις προσπάθειες των νέων καλλιτεχνών, λειτουργώντας ως διαβατήριο για μία μεγαλύτερη εξέλιξη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αυτό το καλοκαίρι η επετειακή έκθεση DESTE PRIZE: AN Anniversary Exhibition 1999-2015, μας ξεναγεί στα 18 χρόνια πολιτιστικής προσφοράς του βραβείου του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ, δίνοντας μας την ευκαιρία να ξαναδούμε τους εννέα αποδέκτες του βραβείου με νέα έργα, να τους επαναξιολογήσουμε μέσα στον χρόνο, αλλά και να μεταφερθούμε νοερά στην γιορτινή ατμόσφαιρα των τελετών απονομής λίγο πριν την ανακοίνωση των νικητών.

Η διοργάνωση της έκθεσης σε συνεργασία με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, όπου τα τελευταία χρόνια γίνονται οι παρουσιάσεις των βραβείων ΔΕΣΤΕ, εντάσσεται στο πρόγραμμα ‘Βήμα στους Νέους’ του Μουσείου το οποίο προωθεί τη συμμετοχή στις δράσεις του ΜΚΤ ενός νεώτερου ακροατηρίου, ενημερώνοντας το κοινό τόσο για τις εξελίξεις επάνω στις νέες μορφές δημιουργίας όσο και για τη συνέργεια και το διάλογο μεταξύ αρχαίας και σύγχρονης τέχνης.

Καταγράφοντας το Βάθος Πεδίου του Ονείρου

Η ονειρική διάσταση των θραυσμάτων μνήμης που εμφανίζονται ασύνδετα με την πρώτη επίκρουση στο θυμικό, δημιουργούν εικόνες που διατρέχουν την φιλμογραφία της πρώτης νικήτριας Παναγιώτας Τζαμουράνη. Με ακόμα έντονη τη θύμηση του μυστηριακού τοπίου που δημιουργούν τα κινούμενα φώτα τη νύχτα στο βραβευμένο έργο που μαγνήτισε το ενδιαφέρον της πρώτης επιτροπής, στο νέο της βίντεο ‘Breathing η παρακολούθηση του φωτός εν κινήσει συνεχίζεται, με τον προβολέα να εστιάζει σε μία φωτιά που ανακαλεί από τα παιδικά της χρόνια στα πανηγύρια του Αι Γιάννη, αλλά μπορεί και να παραπέμπει σε έναν πιο σκοτεινό και αδιόρατο κίνδυνο ασφυξίας με τη φωτιά σαν πηγή φυσικών καταστροφών, ειδικά όταν αντιπαραβάλλεται με εικόνες παιδικού παιχνιδιού στη φύση ή με το ξαφνικό πέταγμα των πουλιών υπό τους απειλητικούς ήχους του ξύλου που τριζοβολάει στον άνεμο που η ίδια η φωτιά δημιουργεί.

Ο βαθιά ερμητικός αναπόδραστος κόσμος των πρωταγωνιστών στα φιλμς της Λουκίας Αλαβάνου της έδωσε την πρώτη θέση στο διαγωνισμό του 2007. Μέσα από μία ‘χειροποίητη’ ή ‘διανοητική’ χρήση του μοντάζ που θυμίζει παλαιά animations αλλά και τον Αϊζενστάιν, η Αλαβάνου επιχειρεί να μεταφέρει την sublime αύρα της σύζευξης απόλαυσης και δέους σε μία αλλόκοτη καθημερινότητα, όπου οι πρωταγωνιστές μοιάζουν να ξεπηδούν από παιδικά παραμύθια που κάπου στην πορεία πήραν τη λάθος τροπή. Με μία χροιά μαγικού ρεαλισμού, έργα όπως το ‘My My My, σε συνδυασμό με το απόκοσμο ασύγχρονο ηχοτοπίο γλυκά εφιαλτικών χολιγουντιανών μελωδιών και διαλόγων, αντιπροσωπεύουν το αντίστοιχο του Ανδαλουσιανού Σκύλου του 21ου αιώνα που συναντά τον Dysney, με τραπουλόχαρτα που  ζωντανεύουν και παρωδούν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ των γκροτέσκων τεχνικολόρ φιγούρων τους.

Ετεροτοπίες του Σήμερα

Το παράλληλο σύμπαν του διαδικτύου εξερευνά ως αφοσιωμένος κυβερνο-εξερευνητής  ο πιο πρόσφατος αποδέκτης του βραβείου Άγγελος Πλέσσας. Η αντίληψή του για τον αχανή χώρο της ιντερνετικής πληροφορίας είναι αυτή ενός δαμαστή/σαμάνου του μέσου έτσι ώστε να βοηθήσει να αποκαλυφθούν οι προαιώνιες, απεριόριστες και θετικές δυνάμεις που συνδέουν τους ανθρώπους σε μία κοινότητα αλληλεγγύης και δημιουργίας χωρίς σύνορα. Οι προβολές σε συνδυασμό με footage από ταξίδια σε μακρινά μέρη και εγκαταστάσεις από τα αντικείμενα των εκεί workshops μετατρέπουν την ‘Eternal Internet Brotherhood μία μεθεξιακή εμπειρία ενός συνολικού έργου τέχνης, σημερινού και διαχρονικού, απτού και ταυτόχρονα άυλου.

Η οντότητα του έργου τέχνης που διεκδικεί την ταυτότητά του ως προϊόν εργασίας χωρίς ανάγκη διαμεσολαβητή από τη στιγμή της δημιουργίας μέχρι την εκπλήρωση των προσδοκιών του Άλλου, πραγματεύεται στην εγκατάστασή της στη Μανιφέστα 11, 2016, ‘Documentary of Behavioural Currencies, η Γεωργία Σαγρή, βραβείο 2001. Το κριτικό αυτό έργο, που δεν είναι άλλο από το υποκείμενο της συζήτησης για το ποιος κατέχει την εξουσία και ποιος την αλήθεια, φέρνει στην επιφάνεια την άγνοια αλλά και τα στερεότυπα σχετικά με το τι θεωρείται καλλιτεχνική εργασία και παραγωγή. Μέσω μαγνητοσκοπημένων ομιλιών με τους διοργανωτές της μεγάλης έκθεσης, γίνεται ορατό το αίτημα του καλλιτέχνη να υιοθετήσει τη δικονομική γλώσσα του θεσμού για να τον αποδομήσει, υποδυόμενος τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή να παίξει εκ νέου το ρόλο του καλλιτέχνη, ώστε να ορίσει ο ίδιος το σώμα του έργου αλλά και να χαρτογραφήσει τη δική του οντότητα ως δημιουργού που παράγει το συγκεκριμένο έργο και ακολουθεί μία ορισμένη αδιαπραγμάτευτη καλλιτεχνική πρακτική από την αρχή ως το τέλος.

Η πραγματικότητα ιδωμένη μέσα από τα έντυπα ΜΜΕ χαρακτηρίζει την ενότητα λιθογραφιών και μεταξοτυπιών της Ειρήνης Ευσταθίου, βραβείο 2009, με τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Other Things Happen in July Besides Swimming. Η καλλιτέχνης ανατρέχει στο έντυπο αρχείο των γεγονότων που συνέβησαν στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1965 και του 2015, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το παλάτι, γεγονός που οδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας από τη χούντα δύο χρόνια μετά, και αντίστοιχα κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος του προπέρσινου καλοκαιριού, τα αποτελέσματα του οποίου χειραγωγήθηκαν για να υπογραφεί το τρίτο μνημόνιο από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Οι ασπρόμαυρες εικόνες από αρνητικά μικροφίλμ παρουσιάζουν θολά δρόμους του αστικού τοπίου συχνά κοσμοπλημμυρισμένους αλλά και επικίνδυνα άδειους, παρ’ όλη όμως την εύφλεκτη ατμόσφαιρα, η μοίρα του όχλου μοιάζει προδιαγεγραμμένη από το αποστασιοποιημένο, αποσπασματικό bird’s-και ενίοτε space-eye view της καλλιτέχνιδος. Κάποια στοιχεία καπιταλιστικής ευδαιμονίας ενίοτε εμφανίζονται ως νεκρές φύσης με συμβολική αξία- διαφημίσεις με παστίλιες που ‘καθαρίζουν’ το νερό (και τις συνειδήσεις θα προσθέταμε εμείς) δίπλα σε υψωμένες γροθιές.

Αυτές οι οπτικές αντιπαραθέσεις και η μη-γραμμική αποτύπωση ενός ιστορικού α-συνεχές, σε συνδυασμό με την εναντίωση στη λήθη που επιφέρει ο χρόνος στον εφήμερο χαρακτήρα των κοινωνικών συμβάντων, ξαναγράφοντας και όχι διαγράφοντας, συνιστούν ένα νέο είδος αισθητικής υποδόριας κριτικής ιστοριογραφίας. Η έμφαση στην τάση επανάληψης των συμβάντων και των λαθών, και η πρόσκληση του καλλιτέχνη να διαβάσουμε ανάμεσα στις γραμμές και μακριά από επιβεβλημένα πολιτικά αφηγήματα, προκαλεί το διάλογο και είναι από μόνη της μία ισχυρή πολιτική διαμαρτυρία με μέσο την τέχνη, όπως άλλωστε υποδηλώνει και ο μη-εφησυχαστικός τίτλος.

Η Εγγεγραμμένη Μνήμη του Υλικού

Η εμμονική ενασχόληση της Μαρίας Παπαδημητρίου, βραβείο 2003, με τη λαϊκή κουλτούρα εμπλουτίστηκε όταν πριν από κάποιο καιρό ήρθε σε επαφή με ένα παλιό ιδιωτικό βυρσοδεψείο που ανακάλυψε στα Παλιά του Βόλου, όπου εργάζεται ως καθηγήτρια εικαστικών τεχνών στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ο χώρος αυτός ανασυστάθηκε από την ίδια ως τα ‘Αγριμικά’, και αποτέλεσε τη επίσημη συμμετοχή της χώρας στη Μπιενάλε της Βενετίας το 2015 με επίτροπο τον Αλέξιο Παπαζαχαρία.

Το έργο ‘Unpacking Antigone που ταξίδεψε ως ιδέα από το Ίδρυμα Ωνάση της Νέας Υόρκης, όπου το επιμελήθηκε ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης για την έκθεση ‘Antigone Now’, 2016, για να ‘ξεπακεταριστεί’ και να δημιουργηθεί εκ νέου στην επετειακή έκθεση του ΔΕΣΤΕ, έρχεται ως συνέχεια των Αγριμικών με αναφορές τόσο στην υλικότητα του παρελθόντος όσο και στην αύρα των μύθων που περιβάλλουν αυτήν την υλικότητα. Εντυπωσιακά τοποθετημένη στο κέντρο του λεπτεπίλεπτου νεοκλασικού λιακωτού του Ziller, η εγκατάσταση αποπνέει την επιθυμία και τη ζωώδη ορμή διονυσιακών τελετών.

Το ιδεατό σαρκίο της Αντιγόνης, προστατευμένο από μεγάλα δέρματα ζώων που ως αιωρούμενος χορός κρέμονται από την οροφή, έτοιμο για τη συνειδητή αυτό-θυσία του, καθρεφτίζει την αλήθεια του στο έδαφος, και μαζί και τη δική μας, πάνω σε ένα βωμό από σπασμένους κίονες, κουφάρια ζώων, δοκάρια, κιλίμια και υλικά αρχαιολογίας- ένα συνειδησιακό τοπίο πέρα για πέρα Ελληνικό. Μία κυλινδρική διάταξη που σαν μήτρα χωράει τη ζωή και την εντροπία της, έναντι στην επιβίωση που ορίζει η κανονικότητα και αυστηρότητα των αρχών του δυνάστη Κρέοντα. Είναι η στιγμή πριν τη μίμηση πράξεως, πριν την τοιούτων παθημάτων κάθαρση, η στιγμή που η Αντιγόνη, έχοντας υπάρξει αμνός εν τη σφαγή, εισέρχεται στο παλιό βυρσοδεψείο του Βόλου για να αποχωριστεί την σάρκινη σκευή της. Το αντίθετο του καθολικού προπατορικού αμαρτήματος που καταδικάζει το πνεύμα στην φθαρτή ύλη, η Αντιγόνη επιλέγει η ίδια την εξαΰλωση της υπόστασης της για να αποφύγει το αμάρτημα της παρουσίας της σε μία ζωή που δεν θα είναι δική της, και που δεν θα ορίζει η ίδια.

Συμμετέχοντας στην επιτροπή των προτάσεων του 2013, ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από το έργο του Κώστα Σαχπάζη. Αυτό όμως δεν συνέβη για τους γνωστούς λόγους που συνήθως κερδίζει την προσοχή ένα έργο τέχνης και δη ένα περίοπτο γλυπτό, το οποίο υπόκειται σε συγκεκριμένους κώδικες αισθητικής αξιολόγησης. Τα γλυπτά του Σαχπάζη δεν ήταν άψογα φινιρισμένα όπως του Tony Cragg, ούτε γεωμετρικά στιβαρά όπως του Anthony Caro, δεν ψιθύριζαν αλλόκοτες ιστορίες όπως ο Grayson Perry ή η Rebecca Warren. Τα έργα του Σαχπάζη φέρουν μία ανέλπιστη αίσθηση ισορροπίας, μία σπάνια οικονομία και μία αυτοπεποίθηση που συναντάμε μόνο στην καθαρόαιμη ανεικονική γλυπτική όπου ο καλλιτέχνης γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια διαχείρισης και αντίδρασης της συμπεριφοράς του υλικού του και ορίζει τη μορφή του μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.

Κι όμως να και μια άλλη ανατροπή εδώ- Έργα της έκθεσης όπως τα ‘Of Item’s Free Will, ‘Loose Bonds, ‘Middle Wave, πέραν από τους τίτλους που φανερώνουν μία αυτοδιάθεση των ίδιων των δημιουργημάτων, μετά από την προσεκτική παρατήρηση τους, αντιλαμβανόμαστε ότι ο έλεγχος του καλλιτέχνη ισορροπεί αριστοτεχνικά με την εσωτερική ένταση του υλικού το οποίο έχει ωθηθεί στα άκρα του, με αποτέλεσμα αντικείμενα που μοιάζουν να ακροβατούν, να αναμοχλεύουν, να ‘θροΐζουν’, να προϋπάρχουν και να αντιδρούν με διαρκή Ηρακλείτεια ροή σαν ζώντες βιομορφικοί οργανισμοί σε ένα παράλληλο α-φυσικό σύμπαν. Ο πλουραλισμός των υλικών, βιομηχανικών και φυσικών, εύπλαστων και μη, ενισχύει τη ζωντανή, σχεδόν συναισθησιακή, υλικότητά τους και εντείνει την αλήθεια τους.

Ο Κυπριακής καταγωγής Χριστόδουλος Παναγιώτου υπήρξε μέλος της ‘καυτής’ εξάδας του 2005 στην έκθεση του προηγούμενου κτιρίου στο Νέο Ψυχικό, (όταν σύμφωνα με τα trivia των δημιουργικών ζυμώσεων των συνεδριάσεων, ο θεωρητικός Nicolas Bourriaud πρωτοσυνάντησε τον μεγάλο Ελβετό καλλιτέχνη Urs Fischer, τον οποίο στήριξε νωρίς στην καριέρα του ο Πρόεδρος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ συλλέκτης Δάκης Ιωάννου, αλλά και συνδιοργάνωσε την 3η Μπιενάλε της Αθήνας το 2011 μαζί με έναν άλλο υποψήφιο εκείνης της χρονιάς, τον Poka Yo, σύμφωνα με πληροφορίες που αντλούμε από την πλούσια έκδοση που συνοδεύει την έκθεση). Η μετέπειτα πορεία του Παναγιώτου έχει να παρουσιάσει μεγάλες εμφανίσεις όπως στην 56η Μπιενάλε της Βενετίας και μία εντυπωσιακή objet trouve εγκατάσταση στη 13η Ντοκουμέντα. Στην επετειακή έκθεση του ΔΕΣΤΕ παρουσιάζει εγκαταστάσεις με νοήματα που στιγμιαία ταράζουν καθώς υφέρπουν κάτω από φαινομενικά ήσυχα αντικείμενα.

Η διερεύνηση της ωφελιμιστικής διαδικασίας της εργασίας απασχολεί ακόμα έναν καλλιτέχνη, την Αναστασία Δούκα, αλλά αυτή τη φορά το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τις εργασιακές σχέσεις στο ίδιο το δημιούργημα. Η Δούκα, μετά από πρόταση του Fondation d’ enterprise Hermès to 2016, επιλέγεται να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο έργο, το ‘Le Collant– the thing you can’t get rid of, χρησιμοποιώντας τεχνικές και υλικά του Οίκου και συγκεκριμένα, όπως η ίδια επέλεξε, του αγγλικού εργοστασίου χειροποίητων υποδημάτων John Lobb που διευθύνει ο Οίκος Hermès. Οι εξειδικευμένοι τεχνίτες του εργοστασίου βοήθησαν στη δημιουργία των σχεδίων και των χρωμάτων που επιθυμούσαν για τη δημιουργία δικών τους υποδημάτων.

Όμως τα παπούτσια που δημιουργούνται από τα καλούπια των ποδιών των εργαζομένων διαχωρίστηκαν το δεξί από το αριστερό χωρίς να υπάρχει κάποιο σφάλμα στην παραγωγή, και έτσι έγινε ανέφικτη η χρήση τους, με την επιθυμία να παραμένει ανικανοποίητη, μα και να εκπλήσσεται από το απροσδόκητο αποτέλεσμα. Σαν μετέωρα βήματα προς το άγνωστο, οι φόρμες των παπουτσιών στέκονται μέσα στις γυάλινες ομαδικές προθήκες τους σε μία ξαφνική σχεδόν μεταφυσική ‘στάση’, παγώνοντας το χωροχρόνο.

Η θελκτική εικόνα όλων αυτών των πολύχρωμων ομοιόμορφων υποδημάτων, που βασίζονται σε ένα συγκεκριμένο καλαπόδι του εργαστηρίου, μετατρέπεται σε αμηχανία όταν αντιλαμβανόμαστε ότι η παραγωγή τους δεν αφορά την κατανάλωσή τους αλλά την τυχαιότητα μίας ύπαρξης που δεν οδεύει προς μία συγκεκριμένη κατάληξη, που αρχίζει πριν ακόμα τελειώσει, που αρθρώνεται πριν ακόμα μιλήσει. Όπως είχε αναφέρει το μέλος της κριτικής επιτροπής του 2011, ο Γερμανός Διευθυντής Μουσείων και φετινός καλλιτεχνικός διευθυντής του 5ου Πρότζεκτ Γλυπτικής του Münster Kasper König, το έργο της Αναστασίας Δούκα αποπνέει ενέργεια υψηλού κινδύνου.

Φωτογραφία εξωφύλλου: Έργο του Κώστα Σαχπάζη


Info:

Βραβεία ΔΕΣΤΕ: Μία Επετειακή Έκθεση, 1999-2015 | Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης | Έως 17 Σεπτεμβρίου 2017