“{…} η τέχνη είναι αυτά που μας συμβαίνουν, ότι η τέχνη περνά όπως η ζωή και η ζωή περνά όπως η τέχνη;”.

Ο ΒίλαΜάτας, γνωστός για τις αναζητήσεις του και την φιλοσοφική διάσταση της σκέψης του, δεν εφησυχάζει, απορεί, αναρωτιέται, αρθρώνει λόγο προβληματισμού για όσα συμβαίνουν στον κόσμο της διανόησης και της παραγωγής τέχνης. Η τελευταία δεν είναι κάτι ξένο προς την κοινωνία, τέχνη και κοινωνία είναι συγκοινωνούντα δοχεία και ο δημιουργός/καλλιτέχνης αντλεί έμπνευση από αυτήν ενώ διαδραματίζει ρόλο καίριο και κυρίαρχο σε αυτήν επηρεάζοντας τους ανθρώπους και τις γνώμες τους, μετέχοντας με το έργο στα κοινά. Ο Βίλα-Μάτας εδώ τοποθετεί εύστοχα, πολυεπίπεδα και πολύπλευρα το θέμα της σχέσης του δημιουργού με την κοινωνία, συλλογίζεται σχετικά με την έννοια της σύγχρονης τέχνης και την σημασία της στο σήμερα, τον δικό του ρόλο ως συγγραφέα και πολιτικού ζώου – κατά τον Αριστοτέλη – και πως εκείνος με την αποστολή του καθίσταται κινητήριος μοχλός παραγωγής σκέψης. Ο Βίλα-Μάτας, στην συνήθη τακτική του και με στρατηγική που θυμίζει σκακιέρα οικοδομεί ένα μυθιστόρημα ιδιόμορφο αλλά προσανατολισμένο στον διάλογο της τέχνης με τον αποδέκτη της.

Στο Κάσελ, όπου θα εκτυλιχθεί η ιστορία και η αφήγηση, η τέχνη είναι ο ομφαλός του κόσμου, έτσι όπως οι Δελφοί ήταν στην αρχαιότητα. Και αυτό γιατί στο Κάσελ κάθε πέντε χρόνια διεξάγεται η περίφημη έκθεση Documenta, που έχει γίνει σημείο αναφοράς των τεχνών για την Ευρώπη και τον κόσμο. ” {…} η Ντοκουμέντα δεν ήταν μια συνηθισμένη έκθεση, διότι δεν την έβλεπες απλώς, αλλά μπορούσες και να τη βιώσεις {..}”. Ένα πολύ σημαντικό γεγονός που ετοιμάζεται πολύ καιρό πριν και όπου περίφημοι καλλιτέχνες στα διάφορα περίπτερα της έκθεσης καλούνται να παρουσιάσουν τα έργα τους και να αναμετρηθούν με την πρόκληση της δημόσιας προβολής τους, να αρθρώσουν τον όποιο λόγο τους, να πείσουν για τον λόγο της εκεί παρουσίας τους, να ανοίξουν διάλογο με την κοινωνία που έχει ανάγκη τους καλλιτέχνες ως πρωτοστάτες και γνήσιους καθοδηγητές σήμερα όσο ποτέ. Στην έκθεση αυτή ο πολιτικός λόγος ποτέ δεν έπαψε να είναι σε κεντρική θέση και να απασχολεί διοργανωτές, δημιουργούς και επισκέπτες, ένα τρίπτυχο που συνδιαμορφώνει αυτό που ονομάζεται τέχνη καθώς η εποικοδομητική συνομιλία, που είναι βασικό συστατικό της τέχνης, απαιτεί την συμμετοχή όλων.

Ο Βίλα-Μάτας θα δώσει το παρών στην έκθεση για να έρθει σε επαφή με περαστικούς ανθρώπους, οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία να τον δουν επί τω έργω και παρίσταται για να εμπνευστεί, να αντιδράσει, να σχολιάσει, να εκφραστεί σχετικά με τα έργα τέχνης. Ακόμα και να εντυπωσιαστεί ή να απογοητευτεί και να διαπιστώσει αν όλο αυτό το σκηνικό που οργανώνεται εκεί τόσα χρόνια έχει την λογική του για τον ίδιο και για τον κόσμο, αν αυτός αντιλαμβάνεται την χρησιμότητα και την ανάγκη ύπαρξης μιας τέτοιας έκθεσης. Είναι για τον ίδιο μια ακόμα πρόσκληση στο πεδίο μάχης και μέσα στον πυρετό του δημιουργικού γίγνεσθαι, εκεί που χτυπάει η καρδιά της παραγωγής και εκεί που ο δημιουργός δέχεται αρνητικά και θετικά μηνύματα, τα καταμετρά, τα επεξεργάζεται, τα αφουγκράζεται και μπορεί να δει τον εαυτό του. Ο ίδιος προβληματίζεται και αναρωτιέται καταρχήν αν υπάρχει λόγος να βρίσκεται εκεί, αν πράγματι αποτελεί η πρόσκληση αυτή απαραίτητο βήμα για εκείνον, τι θα αποφέρει τελικά η παρουσία του εκεί για τον ίδιο και την κοινωνία και τελικά μήπως όλο αυτό δεν είναι παρά ένα κακοφτιαγμένο παιχνίδι και μία επινοημένη φάρσα; “{…} η δραματοποίηση των βημάτων μου στη νύχτα, ήταν ένας τρόπος να ενισχύσω την αίσθηση ότι είμαι ζωντανός, δηλαδή ένας ακόμα τρόπος να δημιουργήσω τέχνη”.

Ασυνείδητα και ακούσια μοιάζει ο ίδιος και η παρουσία του στο κινέζικο εστιατόριο Τζένγκις Χαν στο οποίο καλείται να γράφει ενόσω ο ίδιος θα γίνεται αντικείμενο παρατήρησης από τους θαμώνες να αποτελεί μία εγκατάσταση, ένα καλλιτεχνικό γεγονός, ένα ζωντανό καλλιτεχνικό δημιούργημα από μόνο του. Αποτελούν ο ίδιος τελικά αλλά και τα γραπτά του το θέμα του έργου και την λύση στο μυστήριο του “σύμπαντος” του Κάσελ; “{…} εγώ εκεί πέρα λειτουργούσα ως περιπατητής, θεωρούσα εαυτόν περιπατητή της Documenta”. Μοιάζει ο ρόλος του να μην είναι συγκεκριμένος, να είναι αόριστος, να αμφιταλαντεύεται ακόμα και κατά την φυγή του από το Κάσελ αν όλο αυτό που του συνέβη είχε ένα νόημα, μια ουσία, ένα αποτέλεσμα στον ίδιο και στην πόλη. Μήπως όμως και η τέχνη πρέπει ορίζεται από κάποια συγκεκριμένα όρια ή οφείλει να αφήνεται ελεύθερη να δρα δίχως νοητές γραμμές και πρέπει; Θα γράψει πως “δεν υπάρχει καλό ταξίδι αν η μετακίνηση αυτή καθαυτή δεν εμπεριέχει την ατελείωτη ικανοποίηση και την έντονη διέγερση που προκαλούν οι μεγαλειώδεις στιγμές φόβου, εγγενείς του ίδιου του ταξιδιού”.

Η τέχνη, από γέννησής της, δεν παύει να είναι μία αέναη διαδικασία προβληματισμού και ανακάλυψης ιδεών ενώ παλεύει να είναι πρωτοπόρα και να ανοίγει δρόμους ελπίδας για έναν καλύτερο κόσμο. “Η τέχνη ήταν, όντως, κάτι που μου συνέβαινε, που γινόταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Και ο  κόσμος πάλι έμοιαζε πρωτόγνωρος, κινούμενος από μια αόρατη ορμή. Και ήταν όλα τόσο χαλαρωτικά και θαυμάσια, που ήταν αδύνατον να πάψω να κοιτάζω. Ευλογημένο να ‘ναι το πρωί, σκέφτηκα”.


Αποσπάσματα

“Ήρθα για να διερευνήσω ποια είναι η ουσία, ο πυρήνας αυτός καθαυτόν της σύγχρονης τέχνης. Ήρθα για να μάθω αν ακόμα υπάρχει πρωτοπορία στην τέχνη. Στην πραγματικότητα, ήρθα για να κάνω μια έρευνα για το Κάσελ. Έμεινα σκεπτικός”.

“Ν’ αλλάξεις τελείως τη ζωή σου σε δυο μέρες, χωρίς να σ’ ενδιαφέρει καθόλου τι έχει συμβεί προηγουμένως, απλώς να σηκωθείς και να φύγεις. Στο κάτω κάτω, το σωστό είναι να φύγεις”.


Διαβάστε επίσης:

Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική – Enrique Vila-Matas