«Τα ψέματα είναι απαραίτητα για την ζωή,
ως κομμάτι του τρομερού και αμφισβητήσιμου χαρακτήρα της ύπαρξης» – Φρίντριχ Νίτσε

Με μία μεγάλη γιορτή σε αστικό σπίτι ξεκινά η πλοκή της «Αγριόπαπιας» του Ίψεν. Εκεί όπου όλοι θα επιδείξουν τις λαμπερές ζωές τους, θα ανταλλάξουν τυπικές φιλοφρονήσεις και θα ακονίσουν τα μαχαίρια για τις επόμενες πολιτικές και επαγγελματικές τους μάχες. Από εκείνη τη μέρα όμως, τα πάντα σταδιακά ξεφτίζουν, καταρρέουν, σηματοδοτώντας την πτώση ενός μέχρι πρότινος δυναμικού μεγαλοεπιχειρηματία, συζύγου και πατέρα.

Η επιστροφή από μια ιδιότυπη αυτό-εξορία του Γκραίγκερς, γιου του πλούσιου και κοσμοπολίτη Χ. Βέρλε, αποτελεί την αρχή του κακού. Στο επίσημο γεύμα που παραθέτει ο πατέρας του σε διάφορους μεγαλοαστούς, ο Γκραίγκερς θα συναντήσει έναν παλιό του φίλο, τον Γιάλμαρ Έκνταλ, ο οποίος όπως θα αποκαλυφθεί στην συνέχεια, έχει ευεργετηθεί πολλαπλώς από τους Βέρλε. Διαπιστώνοντας σιγά – σιγά σκοτεινά κίνητρα στις πράξεις του πατέρα του, ο Γκραίγκερς θα εισβάλλει απότομα στην ζωή και την καθημερινότητα του Έκνταλ, προκειμένου να ανακαλύψει και να αποκαλύψει την αλήθεια. Γνωρίζεται με την οικογένειά του, την σύζυγο Γκίνα, η οποία παλιά ήταν υπηρέτρια στο σπίτι τους, καθώς και την κόρη του, Χέντβιγκ και δεν αργεί να ξεμπλέξει το κουβάρι μιας τραγικής ιστορίας, στην οποία η μόνη αθώα παραμένει η μικρή. Συμβολικό αντικείμενο της προσοχής καθώς τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο, αποτελεί μια τραυματισμένη αγριόπαπια που περιποιείται η οικογένεια Έκνταλ και η παρουσία της στέκεται αφορμή για να γραφτεί ο τραγικός επίλογος.

Με μια πρώτη ανάγνωση, η «Αγριόπαπια» φαίνεται ως κείμενο στο οποίο ο χρόνος έχει αφήσει επιδεικτικά τα σημάδια του. Κρυμμένα μυστικά, προσωπικές αψιμαχίες, δυσλειτουργικές οικογένειες και μια συζήτηση περί ηθικής, κάπως αταίριαστη με τη φρενήρη εποχή μας. Με μια προσεκτικότερη ματιά όμως, παρατηρεί κανείς ότι δεν πρόκειται απλώς για μια τρικυμιώδη οικογενειακή περιπέτεια, αλλά για ένα έξυπνο και πικρό σχόλιο πάνω στο κοινωνικό οικοδόμημα. Με αυτόν τον τρόπο θα ήταν ίσως πιο ταιριαστό να κριθεί, σε αντιδιαστολή πάντα με το σήμερα.

Το έργο κινείται γύρω από μια σύγκρουση αξιών και χαρακτήρων. Ο βασικότερος προβληματισμός, που καθρεπτίζεται και στην παράσταση του Θεάτρου Πορεία, αφορά έναν ιδεαλιστή «άγγελο-τιμωρό», ο οποίος ταγμένος αυστηρά στους προσωπικούς του κώδικες, θα πυρπολήσει τα ούτως ή άλλως ευαίσθητα οικογενειακά θεμέλια και θα καταρρίψει το «ζωτικό ψεύδος» γύρω από αυτά. Ο πατέρας Βέρλε χειραγώγησε στο παρελθόν πρώτος την οικογένεια Έκνταλ για να καλύψει τις αμαρτίες του. Στην συνέχεια, ο γιος του, ο οποίος τον περιφρονεί συστηματικά, θα είναι αυτός ο οποίος προσπαθώντας να σβήσει τα όποια λάθη, άθελά του ή ηθελημένα, χειραγωγεί με έναν διαφορετικό τρόπο τους χαρακτήρες προκειμένου να επιβάλλει την ιδιάζουσα προσωπική του ηθική. Μια δυνατή σύγκρουση δηλαδή, μεταξύ καλού (;) και κακού (;) με αμφίσημα αποτελέσματα. Η «αξίωση του ιδανικού» του Γκραίγκερς όμως, μοιάζει εν τέλει περισσότερο με μια διαταραχή, παρά μια ηθική ή πνευματική επιταγή. Όταν αποτύχει να εκπληρώσει τον μεγάλο του στόχο, θα κάνει μια μελαγχολική έξοδο, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του ως «τον δέκατο τρίτο στο τραπέζι», κάτι που παραπέμπει στον Ιούδα και τη σκηνή του Μυστικού Δείπνου.

Μέσα στη δίνη όλων αυτών, η μικρή Χέντβιγκ που δεν έχει κανένα μερίδιο ευθύνης, θα πληρώσει ακριβά το τίμημα για τις λανθασμένες κινήσεις του Γιάλμαρ, του Γκραίγκερς, της Γκίνα, αλλά κυρίως του Βέρλε. Τόσο το κορίτσι, όσο και το πτηνό που αυτή φροντίζει, φαίνεται να έχουν συμβολικά την ίδια μοίρα. Όπως η τραυματισμένη αγριόπαπια που βρίσκεται στην αυλή, έτσι και η νεαρή Χέντιγκ βιώνει μια σχετικά άνετη απομόνωση. «Διασώθηκαν» και οι δύο από την «καλοσύνη» κάποιου και ζουν απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο, με αποκορύφωμα το γεγονός ότι γίνονται τελικά αντικείμενο θυσίας.

Ο Δημήτρης Τάρλοου φάνηκε εξαρχής να μη θέλει να αναδείξει την παράσταση ως απλό μελόδραμα. Την αντιμετώπισε με κάποια αποστασιοποίηση, προσπαθώντας έτσι να φωτίσει κάποια σύγχρονα κοινωνικά «ζωτικά ψεύδη». Ταυτόχρονα, μετατόπισε χρονικά το περιβάλλον, με πιο οικείες σε εμάς αναφορές. Για παράδειγμα, ο φωτογράφος Γιάλμαρ (επάγγελμα που, ως δραματουργική επιλογή, ήταν ούτως ή άλλως μπροστά από την εποχή του), δεν τραβά απλά φωτογραφίες, αλλά τις επεξεργάζεται ψηφιακά στο photoshop. Υπήρξαν βέβαια και ορισμένα σημεία που όλο αυτό φαινόταν κάπως αστήρικτο, ενώ σε κάποιες στιγμές έλειπε ο ρυθμός. Αρωγός στην σκηνοθετική σύλληψη ήταν η Ελένη Μανωλοπούλου, με  τα μοντέρνα, εικαστικής αισθητικής, σκηνικά και τα κοστούμια που επιμελήθηκε. Τους υπολογισμένα έντονους φωτισμούς επιμελήθηκε ο Αλέκος Αναστασίου, ενώ τις ηλεκτρισμένες μουσικές πινελιές δημιούργησε η Nalyssa Green.Το κινηματογραφικό μέρος της παράστασης, που εξελίσσεται ταυτόχρονα με το θεατρικό, σκηνοθέτησε ο Χρήστος Δήμας.

Οι ήρωες της Αγριόπαπιας τοποθετήθηκαν απέναντι στα γεγονότα με ψυχρές συναισθηματικές αποχρώσεις, επικεντρωμένοι σε φιλόδοξες και μεγαλόσχημες κοινωνικο-φιλοσοφικές διαφωνίες. Οι ηθοποιοί που κλήθηκαν να τους ενσαρκώσουν, καθοδηγήθηκαν και χειρίστηκαν τις ευαίσθητες ισορροπίες με εξυπνάδα και τρυφερότητα. Ιδιαίτερα ο Γιάννης Κότσιφας, ο οποίος έχτισε τον Γιάλμαρ αποτυπώνοντας τα λεπτά όρια μεταξύ των κωμικοτραγικών ακροτήτων, των ανθρώπινων αδυναμιών, αλλά και της ψυχικής αναταραχής. Ο Γιάννος Περλέγκας φόρεσε στον Γκραίγκερς μια εντυπωσιακά σκληρή, άκαμπτη πανοπλία, ενός ανθρώπου χωρίς μεγάλες αισθηματικές ρωγμές και ταγμένου στον ιερό σκοπό του. Η Λένα Δροσάκη ως Γκίνα διέθετε μια καίρια εκφραστικότητα, ενώ ο Βέρλε του Θέμη Πάνου φαινόταν άτρωτος ακόμη και στις στιγμές φόβου και αδυναμίας. Η Σίσσυ Τουμάση, έδωσε μια δυναμική, ακριβή και φυσική ερμηνεία, η οποία μελλοντικά θα της ανοίξει μεγαλύτερους δρόμους. Ο Αντίνοος Αλμπάνης παρά την δυνατή έναρξη, έχτισε τον Ρέλινγκ του κάπως πιο μονόπλευρα, ο Γιώργος Μπινιάρης ήταν συγκινητικός και ικανοποιητικός ως γερο-Έκνταλ, ενώ η Άννα Μάσχα φώτισε πολύ όμορφα με την ερμηνεία της την κ. Σόερμπι. Επί σκηνής σε διάφορους ρόλους, εμφανίζονται ακόμα οι Ιωάννης Καπελέρης, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Στέργιος Κοντακιώτης, Νίκος Πυροκάκος, Ανδρέας Νάτσιος, Γιάννης Γούνας και Ζύλο Τσαούσι. H επιλογή δεκαπέντε ρόλοι να ερμηνεύονται από δεκαπέντε διαφορετικούς ηθοποιούς, τιμά το Θέατρο Πορεία.

Η ατέρμονη επιμονή του Γκραίγκερς στο κυνήγι του ιδανικού και η τήρηση ενός επικίνδυνου και ψεύτικου προσωπικού «ευαγγελίου», θα μετατρέψουν τις ζωές όλων των ηρώων σε ερείπια και στάχτες.


Διαβάστε επίσης:

Η «Αγριόπαπια», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία