Η Κατερίνα Ευαγγελάτου είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα στον χώρο του θεάτρου και εξελίσσεται με τα χρόνια σε σημαντικό σκηνοθετικό κεφάλαιο της χώρας. Γόνος μιας οικογένειας μεγάλων καλλιτεχνών, με σημαντικές θεωρητικές και πρακτικές σπουδές σε Ελλάδα, Λονδίνο και Μόσχα, ξεκίνησε να παρουσιάζει δουλειές της, πριν περίπου δέκα χρόνια. Έκτοτε, έχει γευτεί αρκετές επιτυχίες με παραστάσεις όπως «Φάουστ», «Χρυσός Δράκος», «1984», «Γυάλινος Κόσμος», «Καλός άνθρωπος του Σετσουάν» κ.α. Το 2015 δε, κλήθηκε να σκηνοθετήσει για πρώτη φορά όπερα στην Περμ της Ρωσίας.
Μετά από μία πρώτη παρουσία στις «Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής» το 2017, επανέρχεται στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, σκηνοθετώντας το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού. Μια φιλόδοξη διασκευή που παρουσιάζει τα γεγονότα γύρω από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Στην συνέντευξη που ακολουθεί, η σκηνοθέτις μιλά για το «Ζ», την διαφορά μεταξύ θεατρικής και οπερατικής σκηνοθεσίας, ενώ αναφέρεται με θέρμη και στην ευρύτερη σχέση της με τη μουσική και ιδιαίτερα την όπερα, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «δημιουργεί έναν θόλο μοναδικών συναισθημάτων πάνω από το κεφάλι σου».
– Το Ζ μεταφέρεται για πρώτη φορά στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής. Πώς προέκυψε αυτή η σημαντική συνεργασία και τι σας έχει γοητεύσει ως προς το δημιουργικό κομμάτι;
Η συνεργασία αυτή προέκυψε μετά από πρόταση του Γιώργου Κουμεντάκη, του διευθυντή της Λυρικής, τον οποίο και θέλω να ευχαριστήσω γιατί πραγματικά μου δίνει την ευκαιρία να σκηνοθετήσω ένα καινούργιο έργο που γράφτηκε μετά από παραγγελία δική του και του Αλέξανδρου Ευκλείδη, που είναι ο διευθυντής της Εναλλακτικής. Αποτελεί πολύ μεγάλη χαρά και τεράστια ευθύνη όταν έχεις να διαχειριστείς ένα τόσο σημαντικό ιστορικό γεγονός, όπως είναι η δολοφονία Λαμπράκη. Έπειτα, είναι πολύ γοητευτικό ότι το λιμπρέτο της παράστασής μας βασίζεται σε ένα σπουδαίο βιβλίο, εκείνο του Βασίλη Βασιλικού. Βέβαια, είναι μια διασκευή για την όπερα σε λιμπρέτο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Και φυσικά, επειδή μιλάμε για όπερα, δεσπόζει η μουσική του Μηνά Μπορμπουδάκη. Έχω μεγάλη χαρά που βρίσκομαι στη γέννηση αυτού του εγχειρήματος, γιατί τώρα παίρνει σάρκα και οστά. Ο Μηνάς ασχολείται δύο χρόνια γράφοντας το έργο και είναι στιγμές που η μουσική μάς γεννά μεγάλη συγκίνηση και ελπίζω ότι θα αγγίξει και το κοινό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Πώς επιλέξατε να το επεξεργαστείτε σκηνοθετικά; Έχετε ως εργαλείο την φαντασία ή θα ακολουθήσετε έναν εντελώς ρεαλιστικό δρόμο;
Έτσι όπως είναι φτιαγμένο το έργο, τόσο μουσικά, όσο και από πλευράς λιμπρέτου, κινείται σε δύο σφαίρες. Της φαντασίας και της πραγματικότητας. Αυτές τις δύο σφαίρες προσπαθούμε να τις υπηρετήσουμε, φτιάχνοντας ένα σκηνικό σύμπαν που κινείται είτε μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, είτε μεταξύ ρεαλισμού και ποίησης. Ένα σύμπαν, θα έλεγα, ποιητικού ρεαλισμού.
– Πώς μπορεί η δομή του μουσικού θεάτρου να υποστηρίξει ένα πολιτικό δράμα, ένα κείμενο-ντοκουμέντο σαν αυτό;
Κοιτάξτε, έχει γίνει σπουδαία δουλειά από τον Μπορμπουδάκη και τον Χατζηγιαννίδη. Πρόκειται για ένα δικό τους, ακέραιο σύμπαν, όπου είναι μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, όπως είπαμε και πριν. Εστιάζει πάρα πολύ στους χαρακτήρες, τα πρόσωπα και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής. Το παρακράτος, η παρανομία, η κοινωνία και φυσικά, η φοβερή προσωπικότητα του Λαμπράκη: οι ιδέες του, η δύναμή του, η γοητεία του, η γυναίκα του, ο έρωτάς της για εκείνον… Έχουν φτιάξει λοιπόν ένα σύμπαν, στο οποίο δεν ξεχνάμε στιγμή ότι πρόκειται επί της ουσίας για μια πολιτική δολοφονία. Βλέπουμε τους ανώτερους αξιωματούχους που οργανώνουν το σχέδιο και εκείνους που το εκτελούν. Πρόκειται για γεγονός που ξεκινά από ψηλά και καταλήγει ιδιαίτερα χαμηλά, σε λούμπεν περιοχές της κοινωνίας. Σε αυτή όμως την μουσική διάσταση, δεν νιώθεις ότι πρόκειται για μια αμιγώς πολιτική παράσταση. Είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό προσπαθούμε και εμείς να πετύχουμε με την σκηνική απόδοσή του.
– Τι διαφορά έχει η σκηνοθεσία μιας όπερας από την πρόζα; Πώς αλλάζει ο τρόπος που δουλεύετε την εικόνα;
Είναι ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα. Σκεφτείτε ότι στις παραστάσεις που σκηνοθετώ για το θέατρο, ξεκινάμε σχεδόν μαθαίνοντας να διαβάζουμε με τους ηθοποιούς. Εδώ, προσέρχονται οι τραγουδιστές έτοιμοι, ξέροντας ήδη τη μουσική απ’ έξω. Δουλεύουμε με άλλες διαδικασίες. Φυσικά υπάρχουν αρκετά πράγματα κοινά σε σχέση με την υποκριτική και την προσπάθεια για δημιουργία χαρακτήρα. Ανάλογα το έργο, την εποχή και την σκηνοθετική ματιά. Υπάρχουν πολλά κοινά και σε σχέση με την προετοιμασία που κάνει ένας σκηνοθέτης μόνος του ή και με τους συνεργάτες του για το ιστορικό πλαίσιο μέχρι να φτιαχτεί η παράσταση, αλλά και τις αρχικές συζητήσεις με τους ερμηνευτές.
Εδώ, όπως καταλαβαίνετε, επειδή πρόκειται για ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη στη χώρα μας όχι ιδιαίτερα παλιά, συζητήσαμε και μελετήσαμε πολύ, μέσα από φωτογραφίες, βιβλία και ντοκιμαντέρ. Αυτά έγιναν όπως και σε μια θεατρική παράσταση, όχι τόσο ανεπτυγμένα βέβαια, μιας και οι χρόνοι είναι εντελώς διαφορετικοί. Στην προετοιμασία μιας παράστασης όπερας μιλάμε για έξι εβδομάδες , ενώ για μια θεατρική παράσταση για περίπου τρεις με τέσσερις μήνες. Οπότε, όλα πρέπει να συμπυκνωθούν και να μπουν σε αυστηρές προτεραιότητες. Στην όπερα έχεις λιγότερες δυνατότητες να δοκιμάσεις πράγματα. Πρέπει να έχεις έρθει έτοιμος στις πρόβες, να ξέρεις τι θες καλλιεργώντας πράγματα στο μυαλό σου, τα οποία πρέπει πολύ γρήγορα να δεις αν λειτουργούν ή όχι. Όμως, όταν υπάρχουν συνεργάτες οι οποίοι είναι επί της ουσίας διαθέσιμοι και γνωρίζεις ότι θέλουν να δοκιμάσουν τα πάντα, έχεις και το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
– Είχατε βρεθεί πριν λίγα χρόνια στην Περμ να σκηνοθετείτε τα «Παραμύθια του Χόφμαν». Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο περισσότερο για αυτό; Τι σας δίδαξε ως εμπειρία;
Την όπερα την αγαπώ από παιδί. Δεν σκεφτόμουν βέβαια ποτέ ότι θα σκηνοθετήσω. Ήρθε στην ζωή μου πριν λίγα χρόνια, μετά από την γνωριμία μου με τον Θεόδωρο Κουρεντζή και ειλικρινά του χρωστάω αυτό το βάπτισμα του πυρός το 2015 στην Περμ. Για μένα ήταν μια πολύ σημαντική εμπειρία.
Κατ’ αρχήν ήταν μια όπερα που όταν μου την έδωσαν τρελάθηκα γιατί είχα πολλές παιδικές μνήμες… Πολλές από τις άριες και τα ντουέτα τα τραγουδούσαν οι γονείς μου και η θεία μου πάνω από το πιάνο στο σπίτι, κατά τη διάρκεια γιορτών και συγκεντρώσεων. Και μάλιστα, με ελληνικούς στίχους γιατί ο πατέρας μου ήξερε την ελληνική εκδοχή. Υπήρξε μια περίοδος μέχρι το ’50 περίπου, όπου τις όπερες τις μετέφραζαν στην Ελλάδα. Έτσι, ήξερα την όπερα στα ελληνικά! Οπότε ήταν πολύ ευχάριστο όταν έπειτα τη μελέτησα κανονικά στα γαλλικά, γιατί στο αυτί μου ηχούσαν ακόμα οι ελληνικοί στίχοι που θυμόμουν από παιδί.
Ήταν λοιπόν μια σπουδαία αλλά δύσκολη εμπειρία, γιατί ήμουν απομονωμένη στην Σιβηρία για δυόμισι μήνες, κινούμενη μεταξύ θεάτρου και σπιτιού. Θα τη χαρακτήριζα ως μια “μοναστική” περίοδο, που αποτέλεσε ταυτόχρονα και τον κατάλληλο τρόπο για να σκληραγωγηθώ και να θυμηθώ τις σπουδές μου στην Ρωσία. Αγάπησα πολύ τους ανθρώπους που δούλεψαν εκεί μαζί μου. Ήταν ένα εξαιρετικό σύνολο καλλιτεχνών από διάφορα μέρη του κόσμου. Και φυσικά, η Musica aeterna που είναι μια από τις κορυφαίες ορχήστρες. Όλη αυτή η εμπειρία πραγματικά, με έκανε να λαχταρήσω πότε θα ξανακάνω όπερα, έτσι ένιωσα ιδιαίτερη χαρά, όταν μου έγινε η πρόταση του Γιώργου Κουμεντάκη.
– Ποιες είναι οι μουσικές σας προτιμήσεις ως ακροάτρια και ποια η προσωπική σχέση με τη μουσική; Υπάρχει κάποιο ειδικό σημείο συνάντησης πέρα από αυτό που συναντιέται κάθε άνθρωπος;
Κοιτάξτε, υπάρχουν περίοδοι που πραγματικά ακούω πολλή μουσική και περίοδοι που δε μπορώ να ακούσω, γιατί δουλεύω όλη μέρα με ανθρώπους, με μία διαρκή κίνηση και θόρυβο μέσα στο κεφάλι μου και πολλές φορές με ενοχλεί ο παραμικρός ήχος. Έτσι, θέλω να γυρίσω σπίτι και να μην ακούσω τίποτα. Αλλά γενικώς προτιμώ διάφορα είδη μουσικής. Έχω κάποια πολύ αγαπημένα τζαζ ακούσματα που με συντροφεύουν γενικά στη ζωή μου. Πολλές φορές μπορεί να θέλω να ακούσω όπερα, μπορεί να θέλω να ακούσω σονάτες για πιάνο ή μπαρόκ μουσική. Εξαρτάται την παρέα και την ψυχική διάθεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δε θα χαρώ και με ένα ωραίο ρεμπέτικο! Άμα ακούσω σκυλάδικα βέβαια, δε θα με δείτε να χαίρομαι ιδιαίτερα (γέλια).
– Παππούς σας ήταν ο σπουδαίος Αντίοχος Ευαγγελάτος και θεία σας η Δάφνη Ευαγγελάτου. Τα ερεθίσματα που πήρατε μέσα σε μια τέτοια οικογένεια, πώς διαμόρφωσαν το καλλιτεχνικό σας στίγμα;
Ο παππούς μου έχει συνθέσει σπουδαία έργα, τα οποία παίζονται συχνά από ελληνικές και ξένες ορχήστρες, αλλά και πάρα πολύ ωραία τραγούδια. Ήταν μια μορφή, που δεν γνώρισα, αφού πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή μου. Όμως, ο πατέρας και η θεία μου μιλούσαν πάρα πολύ για αυτόν και νιώθω ότι έχω ένα κομμάτι του μέσα μου.
Με τη θεία μου από την άλλη, τη Δάφνη Ευαγγελάτου, μας συνδέει ένας πολύ μεγάλος δεσμός. Ζει στο Μόναχο και την επισκέπτομαι όσο πιο συχνά μπορώ. Έρχεται και εκείνη στην Ελλάδα. Η πορεία της είναι πασίγνωστη. Πραγματικά τραγούδησε στα μεγαλύτερα λυρικά κέντρα του κόσμου. Επίσης, είχε μια πολύ μεγάλη καριέρα στο κομμάτι της διδασκαλίας και διετέλεσε αντιπρύτανις στην μεγαλύτερη ακαδημία μουσικής του Μονάχου. Δίδαξε πολύ σημαντικούς τραγουδιστές, Έλληνες και ξένους, που αυτή τη στιγμή μεσουρανούν, μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης Τηλιακός, η Αλεξία Βουλγαρίδου και άλλοι.
Όπως καταλαβαίνετε, το μουσικό ήταν ένα μεγάλο κομμάτι του μεγαλώματός μου. Η μαμά μου επίσης αγαπούσε πάρα πολύ την όπερα και τη τζαζ. Ήταν ένα σπίτι που παίζαμε δίσκους συνέχεια, από όπερες και κλασικά αριστουργήματα, μέχρι Μπομπ Ντύλαν. Όλα αναμειγνύονταν ευχάριστα στην ατμόσφαιρα. Φυσικά και ο πατέρας μου έχει σκηνοθετήσει πάνω από σαράντα όπερες και η Λυρική ήταν ένα κομμάτι των παιδικών μου χρόνων.
Όπως σας είπα και πριν πάντως, δεν είχα στο νου μου ότι εγώ θα ασχοληθώ με την όπερα όταν άρχισα να σκηνοθετώ πριν δέκα χρόνια. Αυτό ήρθε μαλακά και ομολογώ ότι μου αρέσει πάρα πολύ, είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από το θέατρο. Όμως, σε καμία περίπτωση δε θα ήθελα να κάνω μόνο αυτό γιατί ο μεγάλος μου έρωτας είναι η δουλειά με τους ηθοποιούς, που ξεκινάμε από το απόλυτο μηδέν. Είναι κάτι που δε θα το αντικαταστούσα εύκολα. Όμως, στην όπερα αισθάνεται κανείς μια πλημμύρα συναισθημάτων στο άκουσμα της ορχήστρας και των ερμηνευτών. Δημιουργείται ένας μοναδικός θόλος πάνω από το κεφάλι σου όταν έρχεσαι σε επαφή με τόσο σπουδαία έργα.
Νομίζω ότι κάθε σκηνοθέτης οφείλει να δοκιμάσει τη σκηνοθεσία όπερας, αν φυσικά το επιθυμεί, γιατί σε εξασκεί σε πολλά πράγματα: να είσαι πιο έτοιμος, πιο γρήγορος, να βρίσκεις λύσεις, να κινείς σύνολα και να δουλεύεις με τη μουσική. Στις θεατρικές σκηνοθεσίες μου τα πράγματα είναι οργανωμένα σαν παρτιτούρα. Ο λόγος είναι ραμμένος μαζί με την πρωτότυπη μουσική. Λόγω των ανάλογων σπουδών μου, έχω μια μεγάλη αίσθηση της μουσικότητας του λόγου, αλλά και του εσωτερικού ρυθμού μιας παράστασης. Το ένα βοηθά το άλλο, σε σημείο να γίνεσαι σοφότερος σαν καλλιτέχνης.
– Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια γενιά σκηνοθετριών που προσφέρει πολλά στο ελληνικό θέατρο. Πώς βλέπετε τη δουλειά που γίνεται και επιπλέον, θεωρείτε πως υπάρχει πια μια εξισορρόπηση μεταξύ γυναικών και ανδρών σκηνοθετών;
Η αλήθεια είναι πως δεν σκέφτομαι ποτέ το φύλο μου ως κάτι το ιδιαίτερο, σε σχέση με το άλλο φύλο. Νομίζω στην Ελλάδα, ανέκαθεν είχαμε πολλές γυναίκες που ασχολούνταν με τη σκηνοθεσία. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είναι κάπως μοιρασμένα τα πράγματα. Πριν είκοσι χρόνια δεν αναγνωριζόταν τόσο η δουλειά τους. Νομίζω ότι είναι πολύ ωραίο, αλλά δεν πρέπει να το ξεχωρίζουμε. Υπάρχει πάντως γενικότερη έξαρση σκηνοθετών, τόσο γυναικών, όσο και ανδρών.
– Αλήθεια, πώς πρέπει να είναι μια παράσταση για να σας γοητεύσει πάνω απ’ όλα ως θεατή;
Δεν υπάρχει κανόνας σε αυτό! Το ενδιαφέρον θέαμα είναι συνισταμένη πολλών πραγμάτων. Μπορώ να θαυμάσω πολύ διαφορετικά στοιχεία κάθε φορά. Φυσικά, θα με γοητεύσει πάντα μια ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία, μία βαθιά ερμηνεία ενός ηθοποιού, μια οξεία και διαφορετική ματιά πάνω σε ένα έργο, την οποία δεν θα σκεφτόμουν ποτέ… Θα θαυμάσω την εικαστική πλευρά της παράστασης αν είναι δραματουργικά ενωμένη με τον πυρήνα του έργου και όχι απλώς φτιαγμένη για εντυπωσιασμό… Προσέχω την τεχνική αρτιότητα, το έμψυχο δυναμικό, μιας και με συγκινούν οι ερμηνείες, η κίνηση των σωμάτων και το πώς διαβάστηκε εν τέλει το κείμενο.
– Το επόμενο βήμα για εσάς μετά το Ζ ποιο θα είναι;
Δυστυχώς ακόμη δεν μπορώ να ανακοινώσω κάτι, είναι νωρίς.
– Σας ευχαριστώ πολύ!
Και εγώ! Να είστε καλά.
Φωτογραφίες Κατερίνας Ευαγγελάτου: © Δημήτρης Σακαλάκης
Διαβάστε επίσης:
Το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού σε όπερα στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ