Κατ’ εμέ, σε αυτή τη συλλογή μπορεί να βρει κάποιος ίσως τους πιο ευφάνταστους τίτλους στην ιστορία της νεοελληνικής ποίησης των τελευταίων δεκαετιών.

Αυτό που ξεχωρίζει στη συλλογή έρχεται στο τέλος: κάτι σαν συλλογή έξυπνων στιγμών, ποιητικών αναλαμπών που, όπως έχει πει κι ο ίδιος, «μάλλον η δυναμική τους είναι τόσο ισχυρή που δεν θα μπορούν να ενταχτούν σ’ ένα μεγαλύτερο ποίημα». Οι στιγμές αυτές (φράσεις, προτάσεις: «Πλούσια τα L.A. σου», «Ε+Γ=Ω», «Ναζί; Κανείς!», «[Με]θηλυκή αλκοόλη») δεν έχουν ως σκοπό να κοινωνήσουν την αισθητική του ρυθμού, όπως άλλα ποιήματα, αλλά την αίσθηση του εύστροφου σαρκασμού που συνήθως ο ποιητής συλλαμβάνει και μπορεί να χωρέσει σε μια αράδα. Η αράδα αυτή εδώ γίνεται στίχος μόνος και ακέραιος, γιατί φέρει αρκετό ποιητικό βάρος ώστε να μπορεί να στέκεται μόνος. Στην ουσία περαιτέρω στίχοι θα ήταν περιττοί και δεν θα προσέδιδαν τίποτα παραπάνω σε κανένα επίπεδο.

Δεν είναι ποίηση της αφαίρεσης, δεν υπάρχει κάτι άλλο που εννοείται, δεν γίνονται εκπτώσεις· για να χρησιμοποιήσουμε γνωστές λέξεις, ο Καλοκύρης περισσότερο λακωνικός είναι παρά σύντομος. Αλλά και λακωνικός δεν προσπαθεί να είναι. Απλώς δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο για να δώσει αυτό το αποτέλεσμα.

Θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα για το κατά πόσο μια τέτοια προσέγγιση (αυτή της «ποίησης των μοναδικών στίχων», όπως θα την ονομάσω, δηλαδή στίχων μόνων και εξαιρετικών μαζί) θα γινόταν αποδεκτή (εκ μέρους του αναγνώστη) από κάποιον ποιητή χωρίς τα προηγούμενα δείγματα ποίησης που έχει δώσει ο Καλοκύρης. Νομίζω ότι ο Καλοκύρης τρόπον τινά απαντά, τόσο με την ποσότητα αυτών των στιγμών, όσο και με τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής.

Ο ποιητής στη συλλογή αυτή προσφέρει μια ποικιλία ποιητικών τρόπων, που αντανακλούν την ικανότητά του σε διαφορετικές πραγματώσεις του λόγου και του ρυθμού: από κείμενα υβριδικά μεταξύ πεζού και ποιητικού μέχρι ποιήματα που ακροβατούν μεταξύ παραδοσιακής και μοντέρνας ποίησης (π.χ. γραμμένα σε ομοιοκαταληξία που θυμίζει παρνασσισμό αλλά με βαθμό συνυποδήλωσης που θυμίζει μοντερνισμό). Ο  ποιητής δίνει και κάποια ξεκάθαρα δείγματα μοντέρνας ποίησης (π.χ. Έλλης Island, Παγκόσμιο), που θυμίζουν παλαιότερές του συλλογές.

Ωστόσο κάποιες φορές, όταν απουσιάζει η ομοιοκαταληξία, οι πραγματώσεις αυτές δεν καταλήγουν εσωτερικά ρυθμικές (π.χ. το ποίημα «Μεταλλική σκιά πάνω στα βλέφαρα»), με το μόνο ηχητικό παιχνίδισμα που κοινωνείται επιτυχώς να είναι αυτό που καταφέρνει ο ποιητής «μετρώντας» τις συλλαβές που χρησιμοποιεί σε κάθε στίχο. Σε άλλα ποιήματα, όμως, ο ρυθμός επιτυγχάνεται και κοινωνείται κυρίως με τις τεχνικές που έχουμε δει να χρησιμοποιούνται και αποκλειστικά σε ολόκληρα ποιήματα, όπως αυτή της ομοιοκαταληξίας (εντός στίχου: «της Εφταλούς, ξημερώνοντας, τον κάβο/να χυθεί κατακόκκινο περιμένοντας το φεγγάρι»), αλλά και της τροχάδην ρυθμικότητας που δίνει η «απαρίθμηση» ουσιαστικών, σαν απαγγελία καταλόγου (π.χ. στους «Κριτές»).

Η ομοιοκαταληξία υπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς στη συλλογή. Σε άλλα ποιήματα ακούγεται σαν εξαναγκασμένη, καθώς κόβει λέξεις στη μέση μήπως και ακουστεί («Η άλλη σκοτωμένη σε τροχαίο, στην Κατοχή/Ο παππούς χονδρεμπόριο αποτυχί-/ας με τριψήφια ουρία»). Αλλού όλο το ποίημα χτίζεται, ουσιαστικά, πάνω στην ειρωνεία και στο χιούμορ που προσδίδει η ομοιοκαταληξία (π.χ. «Ψηφίζουμε ή ού;/ (αγόραζαν Ακρόπολη, μα σταύρωναν Ηλιού»). Τέλος, σε κάποια ποιήματα η ομοιοκαταληξία γίνεται φορέας που σαν να ξεκλειδώνει νοήματα για τον ποιητή, όπως η ακόλουθη ομοηχία: «Είμαστε κάπου Βικτωρίας, Μάρνη/ή Φωκίωνος Νέγρη/πλήθος από ποικίλα έθνη/-Κινέζοι, Ινδιάνοι, νέγροι».

Εντύπωση στην ποίηση του Καλοκύρη προκαλεί το πόσο εμπνέεται από τη «λεξικογραφία». Εννοώ ότι για τον ποιητή τα γνωσιακά του σχήματα -σε αρκετά ποιήματα- δεν κινούνται με άξονα τη μνήμη (μια λέξη σε ένα γνωσιακό σχήμα απαντάται στο πού την συναντά/χρησιμοποιεί κάποιος, και τροφοδοτεί συχνά την επόμενη λέξη που θα χρησιμοποιηθεί), αλλά με άξονα την ίδια τη λέξη, σαν να γράφει ο ποιητής το ποίημα παράλληλα κοιτώντας την καταχώριση μιας λέξης στο λεξικό (βλ. «Φαγιούμ»). Όμως, πολύ έξυπνα ο ποιητής φέρνει και το μνημονικό στο προσκήνιο και καταλήγει να δίνει λογική/χρονική/μνημονική/γνωσιακή ροή στα όσα γράφει («Μια ζωή τρωγόμουν με τα ρούχα μου: μασούσα τα λόγια μου….παράλληλα, έφαγα ξύλο, εννοείται, ως παιδί, έφαγα πρόστιμα…με ορισμένους από σας φάγαμε ψωμί και αλάτι…αλλά μας έφαγαν και τα χρέη»).

Μια παρόμοια τακτική ακολουθείται και στο «CV», όπου ο ποιητής συνθέτει ένα ποίημα σαν να γράφει το βιογραφικό του μόνο μέσα από ακρωνύμια (π.χ. ΟΝΝΕΔ, ΟΗΕ, FYROM, DVD), ακρωνύμια που χαρακτήρισαν την κάθε χρονική περίοδο της ζωής του. Ίσως κάποιοι αναγνώστες να διερωτώνται και να διστάζουν για την «ποιητική» φύση του «CV», ωστόσο κατ’ εμέ η σύλληψη είναι τόσο καινοτόμος και τόσο καλά πραγματωμένη, η σειρά με την οποία τοποθετούνται τα ακρωνύμια φέρουν ειρωνεία και χιούμορ, αλλά και διάσπαρτα ρυθμό, με το τελευταίο «SOS» να δίνει συγκινησιακό φορτίο, που δεν μπορώ παρά να το θεωρήσω ένα από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής.

Θα μπορούσαν πολλά ακόμη να ειπωθούν για αυτή τη συλλογή. Σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη. Ο αναγνώστης καλείται σε εγρήγορση, καθώς οι λέξεις μπορούν και αλλάζουν για τον Καλοκύρη όταν έτσι απελευθερώνουν νόημα. Ποιος θα περίμενε πέντε στίχους μετά από μια αναφορά σε «Μήθυμνα, Πολυχνίτος ή Αγιάσος» να διαβάσει: «κάτι σαν έκρηξη σιωπής μυτιλήνει τα χείλη»;


Διαβάστε επίσης:

Ισαύρων – Δημήτρης Καλοκύρης