Με αφορμή τα 35 χρόνια από τον θάνατο του Σέρο (Σεροβπέ-Σεραφείμ) Αμπραχαμιάν, η έκθεση αυτή στηρίχθηκε στη συλλογή σχεδίων του που απόκειται στο ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ Θεσσαλονίκης (δωρεά Ελένης Λαζαρίδου) και στο πλούσιο αρχείο του αδελφού του, Αρθούρου Αμπραχαμιάν. Περιλαμβάνει πρωτότυπα σχέδια από όλη την πορεία του έλληνα μοντελίστ, φωτογραφικό υλικό και τεκμήρια από τη ζωή του καθώς και δύο σχέδιά του προς την Μαργαρίτα Καλαφάτη. Η έκθεση διανθίζεται με αναφορές στον τύπο, αλλά και με πρωτότυπα περιοδικά της εποχής. Εκτίθεται επίσης η αυθεντική δημιουργία (μια γυναικεία φούστα), με την οποία ο Αμπραχαμιάν πρώτευσε, σε ηλικία 21 ετών, στον διαγωνισμό μοντελίστ που διοργάνωσε το περιοδικό Γυναίκα το 1970.
Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη το 1949, ο Σέρο Αμπραχαμιάν ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες σχεδιαστές που εκείνη την εποχή έσπασε τα ελληνικά όρια και διακρίθηκε σε διεθνές επίπεδο. Από το 1970, που ξεκίνησε την καριέρα του, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του κέρδισε τρία διεθνή βραβεία. Ήταν μόλις δύο ετών όταν ζήτησε ως δώρο Χριστουγέννων μολύβια, μπογιές και χαρτί για να ζωγραφίσει. Στα σχέδιά του των επτά χρόνων ξεχωρίζουν ήδη τα ρούχα και τα χαρακτηριστικά πρόσωπα των γυναικών με τα μεγάλα μάτια. Τελειώνοντας το γυμνάσιο πήγε στην Αθήνα για σπουδές μοντελίστ στη Σχολή Βελουδάκη.
Την ίδια χρονιά, το 1970, ανακηρύχτηκε καλύτερος έλληνας σχεδιαστής μόδας στον διαγωνισμό που διοργάνωσε το περιοδικό Γυναίκα με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής τον Γιάννη Μόραλη. Στη συνέχεια, εκπροσώπησε την Ελλάδα στο φεστιβάλ μόδας Eurofashion 1970 στο Άμστερνταμ, όπου και διακρίθηκε κατακτώντας την τρίτη θέση. Ο γάλλος μαιτρ Ζακ Εστερέλ τον παρότρυνε τότε να σπουδάσει στο Παρίσι. Στον δεύτερο κιόλας μήνα των σπουδών του στη γαλλική πρωτεύουσα, βραβεύτηκε ως τρίτος καλύτερος νέος στυλίστας στον διαγωνισμό που διοργάνωσε το 1972 στο Παρίσι η Ένωση Γαλλικών Μπουτίκ και το Σαλόνι του Πρέτ-α-πορτέ σε συνεργασία με το Elle, το Paris Match, το Woman’s Wear Daily και άλλα περιοδικά. Από τότε, η επαγγελματική άνοδος του Σέρο υπήρξε εντυπωσιακή: έγινε μέλος των Ηνωμένων Γάλλων Στυλίστ και το 1974 πήγε στην Αμερική όπου εργάστηκε για ένα χρόνο ως σχεδιαστής.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι ειδικεύτηκε στο δερμάτινο, το πλεχτό και το γούνινο ένδυμα και δούλεψε για διάφορους οίκους, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση τμημάτων που πουλούσαν ρούχα στην Αμερική και τη Γερμανία. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1978 και άρχισε να συνεργάζεται με εξαγωγικές μονάδες ως ανεξάρτητος στυλίστας / μοντελίστ καθορίζοντας τις τάσεις της ελληνικής μόδας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι Γάλλοι τον αποκάλεσαν «ο διεθνής της ελληνικής μόδας». Στη δεκαετία του 1970, πέρα από τον Γιάννη Τσεκλένη, υπήρξε ο μόνος έλληνας μοντελίστ που κατόρθωσε να ξεπεράσει τις ελληνικές ανεπάρκειες και να ανοιχτεί στη διεθνή αγορά. Είναι χαρακτηριστική η άποψή του για το αμφιλεγόμενο ζήτημα της ελληνικότητας, που ταλάνιζε όχι μόνο τον χώρο της μόδας, αλλά και ολόκληρης της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας στην Ελλάδα: …δεν με βρίσκει σύμφωνο μια αντίληψη που τείνει να γίνει καθεστώς: αυτή που αναφέρεται στην περίφημη «ελληνική μόδα». Φοβάμαι ότι η έως τώρα χρήση της «ελληνικότητας» ως ιδιόμορφου χαρακτηρισμού υποβιβάζει την οποιαδήποτε δημιουργία σε φολκλόρ. Ο μόνος τρόπος για να αποφύγουμε την παγίδα του φολκλόρ είναι να αξιοποιήσουμε δημιουργικά την έμπνευσή μας, σε βαθμό που να κάνουμε πράγματα ελληνικά έτσι όπως είναι γαλλικό ό,τι κάνουν οι Γάλλοι σχεδιαστές, αμερικάνικα όσα κάνουν οι Αμερικανοί συνάδελφοί τους κ.ο.κ. Με άλλα λόγια, πράγματα που –χωρίς να παραγνωρίζουν την αξιοποίηση του ιδιαίτερου “χρώματος”– να μένουν στο τέλος διεθνή, άρα προορισμένα για παντού…
Σε μια εποχή που την Ελλάδα κατέτρυχε ακόμη το αρχαιολατρικό κιτς της επταετίας και η Ευρώπη κινούνταν στον απόηχο των χίππυς, ο Αμπραχαμιάν είχε την έμπνευση και την ευφυΐα να γελοιοποιήσει το πρώτο, φτάνοντας στα άκρα τον προσωπικό του ενδυματολογικό κώδικα, και να εξευγενίσει το δεύτερο προσδίδοντάς του μια κλασική ευγένεια και φινέτσα. Ο πρώιμος θάνατός του στέρησε την ελληνική μόδα από έναν εμπνευσμένο δημιουργό που, πέρα από το να τη συνταράξει, υποσχόταν, ήδη από τότε, να τη διεθνοποιήσει.