Στο θέατρο «Σταθμός» παρουσιάζεται «Ο ήχος του όπλου», της Λούλας Αναγνωστάκη, ένα διαχρονικό έργο, σε σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη, με ένα αξιόλογο καστ ηθοποιών. Είναι μία υγιής, δραματικά κομψή και ποιοτική συμπαραγωγή του «Σταθμός» και του «ΔΗΠΕΘΕ Σερρών».
Ο σκηνοθέτης διαχειρίστηκε το υλικό του με απόλυτη συνέπεια / ακεραιότητα και με τη σύμπραξη των υπολοίπων συντελεστών εστιάζει στο κέντρο της ιστορίας. Μιας ιστορίας που αφορά όλους μας, χωρίς σύνορα, όπως είναι και ο προβληματισμός της συγγραφέως. Έχουμε μπροστά μας μία ριψοκίνδυνη πρόταση, για πλήρη αλλαγή ζωής, που μεταποιείται κατά την εξέλιξη της παράστασης σε δραματική πράξη. Στο πέρασμά της εξαγοράζει όνειρα και συνειδήσεις και ευτελίζει προσωπικά οράματα, στο όνομα του φόβου της ήττας και της συνθηκολόγησης. Η χρεωκοπία των ιδιωτικών ζωών, αντιμετωπίζεται από τους ήρωες πολυμορφικά, ανάλογα με τα βιώματα,την παιδεία, τις προκλήσεις και τη γενιά.
Λιτά σκηνικά του Γιάννη Αρβανίτη, σωστά κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, κατάλληλοι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου και σφριγηλή η μουσική του Αντώνη Παπακωνσταντίνου.
Ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, προεκλογικός αγώνας, εφαλτήρας αναμόχλευσης κρυφών επιθυμιών, αδιέξοδα ατομικά και ιδεολογικές συγκρούσεις. Και όλα αυτά συμβαίνουν μέσα σε μια χώρα που «πνίγεται» από τις προσδοκίες της, χωρίς αυτοκριτική, μέτρο και κοινωνική συνοχή.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Πέγκυ Σταθακοπούλου ταιριαστή στο χαρακτήρα, ως Κάτια, μεταφέρει την αγωνία για το τώρα και το αύριο με τον κλασικό, ήπιο και αγέρωχο συνάμα αέρα της έντιμης και πληθωρικής ερμηνείας της. Σκιαγραφεί αυτοτελώς το πορτραίτο της Ελληνίδας μάνας που ευάλωτη μέσα στα διλήμματά της προσπαθεί να κρατηθεί, από ένα άπιαστο όνειρο, μία χίμαιρα. Η αγάπη για το γιο της, το Μιχάλη, φωτίζει πεντακάθαρα το οιδιπόδειο και την αδυναμία της να καταλάβει το τέλμα και την τάση φυγής του. Μία γυναίκα δυστυχισμένη, ψυχολογικά ασταθής, με άδεια προσωπική ζωή.
Σε κάποια σημεία «φαίνεται», μία κάπως άνευρη αντίδραση στα τεκταινόμενα, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι, «σκηνοθετική αδεία», η ηρωίδα καταθέτει όλο το συναισθηματικό της σύμπαν, χωρίς θόρυβο. Απλώς με μία σιωπηρή μεγαλοπρέπεια στέκεται στο σανίδι, ως μία τραγική μάνα, βουτηγμένη στα δικά της σκοτάδια. Παρακολουθούμε μία εσωτερική διαδρομή της Κάτιας, ικανή να μας βάλει μέσα στην ανατομία του μύθου. Έτσι νιώθουμε αβίαστα, με όλες τις ενδόμυχες διακυμάνσεις της, την εμβέλεια της παθογένειας των προσώπων του έργου. Μία παθογένεια που επίσης απεικονίζει τη δομή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, με τη ρευστότητα σε αξίες και αμφισβήτηση στα ιδανικά που την διακρίνουν.
Η Φανή της Βασιλικής Τρουφάκου αυθόρμητη, θαρραλέα, με τάση αποδέσμευσης από τα στερεότυπα της εποχής της. Συμβολίζει την εργαζόμενη γυναίκα που παίρνει τη ζωή στα χέρια της και μάχεται για την ανεξαρτησία της. Με τη δυναμική της παρουσία, συνθέτει επιδέξια την προσωπικότητα της νεαρής κοπέλας, με ενδιαφέρουσα πειστικότητα.
Η Τζένη Σκαρλάτου υποδύεται την Μαρίκα, φίλη της Κάτιας από παλιά, μία περσόνα, χαρούμενη, διασκεδαστική επιφανειακά, με πολλές άμυνες, καθώς δεν αντέχει την πραγματικότητα. Παίζει με σύνεση και ευστοχία, αναδεικνύοντας καθαρά την υφή του σφιχτοδεμένου και απαιτητικού κειμένου.
Πολύ καλοί οι Αγησίλαος Μικελάτος – Μιχάλης -, Κώστας Νικούλι -Γιαννούκος, αδελφός Φανής – και Σταύρος Μερμήγκης, σύντροφος της Μαρίκας. Με το ταλέντο τους υποστηρίζουν αυτή την παραγωγή, της οποίας ο δραματικός ιστός γεμάτος εγκλεισμούς, ενοχές και τραύματα, διανθίζεται με στοιχεία χιούμορ, που ελαφρύνουν το κλίμα.
Ο Σταύρος Μερμήγκης, μετρημένος και θεατρικά σύννους, κινείται στη σκηνή με αξιοπρέπεια, ανάλογη της εμπειρίας και της υποκριτικής του ικανότητας.
Ο Μιχάλης του Αγησίλαου Μικελάτου, είναι ένας καταπιεσμένος νεαρός, που ακροβατεί ανάμεσα στη λογική και το χάος. Μπλοκαρισμένος ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, ενσαρκώνει το χαρακτήρα με σεβασμό, υπευθυνότητα και με τις σωστές κορυφώσεις, όπου χρειάζεται.
Ο Κώστας Νικούλι, παίζει το Γιαννούκο, έναν επαναστατημένο δεκαεξάχρονο, παρορμητικό και μεθυσμένο από την έξαψη της νιότης. Η συμπεριφορά του προοικονομεί την ανάγκη της νεολαίας να αλλάξει τα πράγματα, αλλά την εμποδίζει η εκάστοτε υπάρχουσα πολιτική υποδομή, που επιθυμεί διακαώς την φίμωσή της. Ενθουσιώδης, γεμάτος αντιφάσεις, κινείται με μία άνεση που ορισμένες στιγμές φαίνεται κάπως υπερβολική.
«Ο ήχος του όπλου» και ας μην εκπυρσοκρότησε ποτέ, είναι μία θεατρική δουλειά, επαρκώς οργανωμένη, με ποιητικό πυρήνα που δείχνει την ανάγκη των πρωταγωνιστών να επιλέξουν νέες βιοθεωρίες και στάσεις ζωής, με επίκεντρο τη διαφυγή από τους προσωπικούς τους εγκλωβισμούς.
«Φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια. Κάποιος μας τα κλέβει μυστικά. Φεύγουν και οι άνθρωποι. Με κρότο, μακριά. Ακόμα κι αν δεν εκπυρσοκροτεί το όπλο. Και τι μένει; Ο ήχος μιας ζωής ή μάλλον ο απόηχος».
Ο ταλαντούχος Μάνος Καρατζογιάννης, σκηνοθετώντας με γόνιμο τρόπο, διαχειρίζεται αριστοτεχνικά το υλικό ενός ρωμαλέου συγγράμματος και υλοποιεί με επιτυχία την πρόθεσή του. Μεστό και έντονα αλληγορικό θεατρικό πόνημα, αφιερωμένο στους αγωνιστές του ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού ή σε όσους δηλώνουν εραστές του.
Ο μεγάλος Κάρολος Κουν σκηνοθέτησε το συγκεκριμένο έργο το 1987 και συνέκρινε τις ευαισθησίες και το χιούμορ του κειμένου με τα κείμενα της τσεχωφικής δημιουργίας. Το θεωρούσε ένα μεγάλο ελληνικό έργο, που χτίστηκε από πολύ μικρά πράγματα.
«Ο ήχος του όπλου», στο θέατρο Σταθμός, είναι ένα αφιέρωμα στη μνήμη της αξιόλογης Λούλας Αναγνωστάκη, ένα χρόνο μετά το θάνατό της. Ένα έργο που οποίου η δραματική υπόσταση αποδεικνύεται άρτια, χωρίς παράβαση των ορίων, που χαρακτηρίζουν μια ρεαλιστική δημιουργία. Μία «αριστοκρατική» θεατρική εμπειρία, που σεβόμενη τον εαυτό της, δεν προδίδει.