Γράφει σχετικά με το ερώτημα ο David Byrne στον πρόλογο του βιβλίου του “How Music Works” (Εκδ. McSweeney’s, 2012. Προς το παρόν αμετάφραστο στα ελληνικά).
«Ασχολούμαι με τη μουσική σε όλη την ενήλικη ζωή μου. Δεν το σχεδίασα, και στην αρχή δεν ήταν καν μια σοβαρή φιλοδοξία μου, αλλά έτσι ήρθαν τα πράγματα. Ευτυχές το ατύχημα αν με ρωτάς.
Είναι κάπως παράξενο παρόλα αυτά να συνειδητοποιώ πως ένα μεγάλο κομμάτι της ταυτότητας μου συνδέεται με κάτι το οποίο είναι τελείως εφήμερο. Δεν μπορείς να αγγίξεις τη μουσική – η ύπαρξη της γίνεται αντιληπτή μόνο όταν την ακούς – αλλά παρόλα αυτά είναι σε θέση να αλλάξει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο και την θέση που έχουμε μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Η μουσική μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε δύσκολα σημεία της διαδρομής της ζωής μας, μεταβάλλοντας όχι μόνο τον τρόπο που νιώθουμε για τον εαυτό μας, αλλά επίσης μεταβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο νιώθουμε οτιδήποτε έξω από τον εαυτό μας. Είναι δυνατό πράγμα.
Από πολύ νωρίς όμως, κατάλαβα ότι αναλόγως του περιβάλλοντος στο οποίο ακούγεται μια συγκεκριμένη μουσική αλλάζει και ο τρόπος που ο ακροατής αντιλαμβάνεται τη μουσική αυτή. Και όχι μόνο αυτό, αλλά το συγκεκριμένο περιβάλλον μπορεί να κάνει τη μουσική να αποκτήσει τελείως διαφορετική σημασία. Αναλόγως το από που την ακούς (σε μια αίθουσα συναυλιών ή στο δρόμο) ή αναλόγως του ποια είναι η πρόθεση, το ίδιο μουσικό κομμάτι μπορεί να γίνει αντιληπτό ως μία ενοχλητική εισβολή, κάτι βάναυσο και καταπιεστικό ή μπορεί να βρεθείς να χορεύεις στους ρυθμούς του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το πώς λειτουργεί η μουσική ή το πώς δεν λειτουργεί καθορίζεται όχι απλώς από το πώς ακούγεται η μουσική σε περιβάλλον απομόνωσης (αν δεχτούμε ότι κάποιο τέτοιο περιβάλλον μπορεί πράγματι να υπάρξει) αλλά στο μεγαλύτερο βαθμό καθορίζεται από το τι περιβάλλει τη μουσική – πού την ακούς και πότε την ακούς. Με ποιον τρόπο εκτελείται, πως πωλείται και πως διανέμεται, πως ηχογραφείται, ποιος είναι ο εκτελεστής, μαζί με ποιον άλλον την ακούς, και φυσικά, τελικά, το πώς είναι ως άκουσμα: αυτά είναι τα πράγματα που καθορίζουν όχι μόνο το αν ένα μουσικό κομμάτι λειτουργεί (το αν καταφέρνει με επιτυχία αυτό που ξεκινά να επιτύχει) αλλά και το τι είναι το μουσικό κομμάτι αυτό καθ’εαυτό.»
Τα παραπάνω σημειώνει ο David Byrne στις πρώτες παραγράφους του προλόγου του βιβλίου του.
Τον καιρό που εργαζόμουν ως dj έπιανα τον εαυτό μου να επηρεάζεται ως προς το αν ένα κομμάτι μου αρέσει ή όχι, από το αν μου λειτουργούσε ή όχι στο πρόγραμμα που έφτιαχνα.
Αρκετά αργότερα εργάστηκα συστηματικά στην τηλεόραση ως μουσικός επιμελητής (πλέον μόνο περιστασιακά). Εκείνη την περίοδο, επίσης έπιανα τον εαυτό μου να ενθουσιάζομαι με ένα κομμάτι που άκουγα σε ανύποπτο χρόνο, μόνο και μόνο επειδή διαπίστωνα (ή απλώς εκτιμούσα) ότι θα μου ήταν χρήσιμο στη δουλειά μου στην τηλεόραση.
Το πως λειτουργεί η μουσική για τον καθένα από εμάς ξεχωριστά και τελικά το πώς την αντιλαμβανόμαστε, είναι – στα δικά μου μάτια – το αποτέλεσμα ενός περίπλοκου πλέγματος που συνίσταται από όσα αναφέρει ο Byrne στον πρόλογο του και ακόμη περισσότερα. Και αυτό είναι μέσα στην ίδια τη φύση της μουσικής.
Το «πρόβλημα» ξεκινάει όταν ο οποιοσδήποτε από εμάς (ακροατής, μουσικός, συνθέτης, τεχνικός ήχου, ραδιοφωνικός παραγωγός, μουσικός δημοσιογράφος, media επενδυτής κλπ) δρα ανυποψίαστος ως προς αυτήν την παράμετρο της φύσης της μουσικής. Και ως αποτέλεσμα αυτού, ελαφρά την καρδία αφορίζει ή αγνοεί επιδεικτικά τραγούδια, μουσικές, συγκεκριμένους καλλιτέχνες ή και (και αυτό είναι το χειρότερο) ολόκληρα νέα ρεύματα και νέες τάσεις.
Σκέφτομαι μερικές φορές ότι επειδή ως μονάδες (αλλά ίσως και ως κοινωνία ακόμη) δεν είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε τον όγκο της πληροφορίας στον οποίο έχουμε πρόσβαση (παρά τα άφθονα εργαλεία που μας παρέχονται προς αυτόν τον σκοπό) αδυνατούμε να δούμε τη συνολική εικόνα. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει μια συνολική εικόνα, αλλά επειδή θεωρούμε ότι είναι ίσως αδύνατο να τη συλλάβουμε καταφεύγουμε στον εξής μηχανισμό άμυνας: Επιλέγουμε να μην βλέπουμε το δάσος και επικεντρωνόμαστε σε ολιγάριθμα και συγκεκριμένα δέντρα.
Τα δέντρα αυτά συνιστούν το comfort zone μας.
Αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα «κακό» και επιβλαβές. Αλλά γίνεται τέτοιο όταν ασυνείδητα (ή πολύ χειρότερα εσκεμμένα) επιθυμούμε να βλάψουμε (έμμεσα ή ακόμη χειρότερα άμεσα) τα δέντρα του δάσους τα οποία κάνουμε πως δεν βλέπουμε.
Ξέρετε, ένα τάχα μου αθώο σχόλιο, μία παράλειψη που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, είναι πράγματα που δημιουργούν εντυπώσεις. Και συχνά η εντύπωση δεν μένει μέσα στο μυαλό των ανθρώπων που τη σχηματίζουν, αλλά μεταφέρεται. Ταξιδεύει και συναντά και άλλους ανθρώπους.
Και έτσι, τα δέντρα του δάσους που επιλέγει να βλέπει κανείς γίνονται όλο και λιγότερα. Και ο συντηρητισμός σταδιακά υψώνεται ως κάτι το αυτονόητο.
Τον πρόλογο του βιβλίου του ο David Byrne τον κλείνει ως εξής:
«Η μουσική κυκλοφορεί ανάμεσα μας από όταν οι άνθρωποι σχημάτισαν κοινωνίες. Δεν πρόκειται να σταματήσει να υπάρχει, απλώς οι χρήσεις της και η σημασία της εξελίσσονται. Με συγκινούν περισσότερες μουσικές από ποτέ. Και το να προσπαθώ να δω τη μουσική από μία ευρύτερη και βαθύτερη οπτική, μου κάνει ξεκάθαρο το ότι και η λίμνη η ίδια είναι μεγαλύτερη και βαθύτερη από όσο νομίζαμε».
Προσυπογράφω. Με συγκινούν περισσότερες μουσικές από ποτέ. Και ξέρω ότι είμαστε πολλοί που νιώθουμε αντίστοιχα.
Προστατέψτε τα δάση.