Περίπου αυτοβιογραφία
Με τις αναμνήσεις και τις εξομολογήσεις νιώθω σαν τον βρεγμένο ως το κόκαλο που όταν ανοίγουν οι ουρανοί, τελείως φυσικά, κλείνει την ομπρέλα του …
Επι τροχάδην λοιπόν. Μικρός εκδήλωσα μια μελαγχολική ενεργητικότητα που τη διοχέτευα στα μυστικά και στα ψέματα. Έστηνα απίθανες ιστορίες και βίωνα τρομερές φαντασιοπληξίες, που για να ξεμπλέξω μετά έδινα μεγάλο αγώνα.
Δεν ήμουν ποτέ φιλολογικό παιδί. Πέρασα κατευθείαν από τα εικονογραφημένα περιοδικά στον Κάφκα, από τα παιχνίδια στην απομόνωση. Διάβασα τη Μεταμόρφωση μ’ έναν φακό στο λεωφορείο Κομοτηνή – Αθήνα, τα Χριστούγεννα του 1970. Μετά για μέρες ένιωθα να με πλακώνει μια γλυκιά ενοχή. Λες και ο Μίκυ Μάους εκδήλωσε συμπτώματα κατάθλιψης.
Η Κομοτηνή σήμαινε για μένα πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Ένα κολάζ χαρτοκοπτικής, σαν αυτά που φτιάχναμε στο δημοτικό. Ο γλωσσοδέτης, το δύσκολο σπίτι, η φωνή του μουεζίνη, η χαμένη φωνή του ραβίνου, οι στρατιωτικοί παιάνες της Κυριακής, οι καμήλες στους δρόμους, το άρωμα του καφέ και των στραγαλιών, τα ξυπόλυτα γυφτάκια, ο σκουπιδοπόταμος (Μπουκλουντζάς) που διέσχιζε οφειοιδώς την πόλη, τα σπαραχτικά συνθήματα έξω από τα μπουρδέλα, η ομίχλη που την έκοβες με το μαχαίρι.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Βέβαια με το που ήρθα στην Αθήνα (ενδεκαετής) έχασα και το έδαφος κάτω από τα πόδια μου (συγκεκριμένα την πολύτιμη αθλιότητα της παιδικής ηλικίας). Καταρχήν από γιος του δερματολόγου έγινα ο γιος του Κανένα – ειδικά σ’ ένα καθολικό και αυστηρό γυμνάσιο σαν τη Λεόντειο όπου με έγραψαν.
Τότε, λίγο αργότερα μάλλον, γύρω στα 14 γλίστρησα στον εαυτό μου και βγήκα πολύ αργά, γύρω στα δεκαπέντε χρόνια αργότερα.
Περίπου εργαστήρι γραφής
Όλοι αυτοί που ξημεροβραδιάζονται μπροστά στη λευκή σελίδα άλλοτε χάνονται στη γλυκιά τύρβη της ζωής κι άλλοτε προσηλώνονται στο παγωμένο σκοτάδι της ύπαρξης. Συγγραφέας είναι αυτός που μεταμορφώνει τους δυο αυτούς πειρασμούς σε γραφή.
Βέβαια η γλώσσα είναι μια δύστροπη και συχνά αχάριστη πραγματικότητα. Οι λέξεις δεν χαρίζονται σε κανέναν. Οι λέξεις έχουν μόνο δικαιώματα και καμία υποχρέωση-συχνά αρνούνται και το αυτονόητο: να σημαίνουν αυτό που γράφουν τα λεξικά. Ο συγγραφέας όμως δεν παλεύει με τις λέξεις, κυρίως παλεύει με τη σιωπή τους. Μ’ αυτό το αστείρευτο απόθεμα σιωπής κοιμάται και ξυπνάει. Αυτό προσπαθεί να μεταμορφώσει με διάφορα τεχνάσματα– ένα από αυτά είναι και η λογοτεχνία.
Όταν μαθαίνεις να γράφεις πιστεύεις σε κάτι αδιόρατο, σχεδόν μεταφυσικό ή μαγικό. Πιστεύεις ότι τα θέματα κινούνται τριγύρω σου και απλώς πρέπει να αποκτήσεις την κατάλληλη τεχνική ώστε να τα μεταμορφώσεις σε ήρωες, ιστορίες, πλοκές.
Βαθμιαία διαπιστώνεις ότι αυτό το κάτι έχει σχέση με την γραφομανία και όχι με τη λογοτεχνία. Αφού καταπιείς βιβλιοθήκες και ζήσεις εφτά ζωές μέσα από δάνειες λογοτεχνικές ζωές διαπιστώνεις ότι τα θέματα δεν τα βρίσκουμε αλλά πάντα μας βρίσκουν.
Ξεμπερδεύει κανείς με την αναπνοή του ή το δέρμα του; Άλλο τόσο ξεμπερδεύει και με τις εμμονές του, τα ριζώματά του, τους δαίμονες του (αυτά που, αβαρότερα, η κριτική και οι θεωρία χρήζει θέματα).
Ειλικρινά διασκεδάζω με εκείνους τους αναγνώστες (απλούς ή ειδικούς) που αναζητούν μονίμως ανανεώσεις ή τομές στο έργο αγαπημένων τους συγγραφέων.
Περίπου πραγματικότητα
Η μαζική δημοκρατία επιδιώκει να μας κάνει όλους να διαφέρουμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Γι‘ αυτό ντυνόμαστε, τρώμε, ερωτευόμαστε, πεθαίνουμε τόσο διαφορετικά όμοια. Η Βίβλος αυτού του πολιτισμού είναι εμβληματικές εικόνες που αγκαλιάζουν όλους και κανένα.
H τέχνη της γραφής, ως τόπος κοινωνικού εκτοπισμού και, ταυτόχρονα, ως τεχνική υπνωτισμού του αινίγματος της ύπαρξης, αποστρέφεται τη δημοφιλία και την αναγνωρισιμότητα. Δεν γράφουμε ούτε για να γίνουμε γνωστοί, ούτε για να αλλάξουμε τον κόσμο. Το πολύ πολύ γράφουμε για να αλλάξουμε το αίσθημα του χρόνου (αυτήν την τυραννία αλλεπάλληλων θανάτων στο μήκος μιας μέρας, μιας ζωής) μεσολαβώντας ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα, εισπνέοντας αυτό το πολύτιμο τίποτα που κυκλοφορεί ανάμεσά τους.
Ίσως γι‘ αυτό να λένε πως τα βιβλία έχουν ψυχή. Είναι πασίγνωστη η παράδοση που τα αναγνωρίζει ως πρόσωπα: βιβλία που γεννιούνται, βιβλία που ταξιδεύουν, πάσχουν ή ευτυχούν, αρρωσταίνουν, βιβλία που, με φυσικό ή βίαιο τρόπο, πεθαίνουν.
Info:
Ο Μισέλ Φάις (Κομοτηνή, 1957) εργάζεται στη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, διδάσκει δημιουργική γραφή στο ΕΚΕΒΙ και επιμελείται λογοτεχνικές σειρές (Εκδόσεις Πατάκη). Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου, Το μέλι και η στάχτη του Θεού και Ελληνική αϋπνία, τη συλλογή διηγημάτων Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες και το αφήγημα Αegypius Monachus. Το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ρουμάνικα. \’Εργα του δραματοποιήθηκαν επι σκηνής. Συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο (\”Delivery\”, 2004, \”Αθήνα-Κωνσταντινούπολη\”, 2008). Έχει πραγματοποιήσει ατομικές εκθέσεις φωτογραφίας.