20 χρόνια πέρασαν από την αναδρομική του Αλέξη Ακριθάκη στην Εθνική Πινακοθήκη, και η ανάγκη για μία εκ νέου αναθεώρηση του έργου ενός καλλιτέχνη με ένα καθαρά προσωπικό ιδίωμα, που παραμένει το ίδιο σύγχρονος όπως όταν ζούσε και δημιουργούσε τη δεκαετία του 60, ήταν επιτακτική. Έργα του κατά καιρούς εμφανίζονται σε μεγάλες ομαδικές εκθέσεις όπως η Ντοκουμέντα 14, όμως η εμβύθιση σε αυτή την διαδικασία οπτικού μάντρα που τελείται όταν το σχέδιο του μας περιβάλλει από κάθε οπτική γωνία, και μας κυριεύει, είναι μια πραγματική αριστοτελικά καθαρκτική εμπειρία.

Κύκλοι, κορδέλες, ήλιοι, βέλη, βαλίτσες, σύννεφα, ακτίνες, φτερούγες, πλοκάμια, καρδιές, μορφοποιούν ένα έργο ζωής ελαφρύ σαν τον άνεμο, ρευστό σαν το ταξίδι, γλυκόπικρο σαν το φευγιό, πολύπλοκο σαν την ψυχή, τις αγωνίες και τις ελπίδες της. Ως ‘Pollock with a cause’ θα χαρακτηρίζαμε τον Ακριθάκη που άντλησε από όλες τις εποχές της τέχνης καθώς διάβαινε επιμελώς την ιστορία της, για να δημιουργήσει τη δική του οπτική Εδέμ που θα εξοστράκιζε τους προσωπικούς του δαίμονες και θα γινόταν το καταφύγιο μιας ολόκληρης γενιάς. Εκεί ριζώνουν και η βλάστηση του Durer, και η λεπτομέρεια του Goya, εκεί και οι βοτανολογικές μελέτες του Morris, ο βιομορφικός σουρεαλισμός του Miro, τα καρτούν των Basquiat και Herring. Όλα αυτά δουλεμένα με την επιμονή ενός κηπουρού της τέχνης και με απαράμιλλη και ανερυθρίαστη λυρικότητα.

Φωτιά, 1970 μελάνι και τέμπερα σε χαρτί 50×70 εκ. © 2019 The Estate of Alexis Akrithakis

Σαν να βλέπεις μαθηματικές εξισώσεις να ζωντανεύουν και να αναπαριστούν εμβληματικούς συμβολισμούς, έτσι και η τέχνη του Αλέξη είναι πυκνή, στιβαρή, υπολογισμένη στην τελευταία της λεπτομέρεια. Παρόλα αυτά, η θέαση της είναι από τις πιο αβίαστα αρμονικές εμπειρίες αποκρυπτογράφησης της εικόνας που δύναται να ζήσει ο θεατής. Στα μονόχρωμα μελάνια, το αραβούργημα είναι δαιδαλώδες και ρέει σαν μονοκονδυλιά ενώ στα έγχρωμα, μία κορνοκούπια από ψυχρά και θερμά, από πλακάτο μπλε του αψεντιού, ίασπη και κόκκινο του αιματίτη, με κίτρινο του καδμίου, δημιουργούν περιοχές επίπεδου, κορεσμένου χρώματος που στρογγυλεύουν σαν ζωντανοί οργανισμοί, σαν παλλόμενα πολύχρωμα κύτταρα.

Ο αλχημιστής Ακριθάκης φτιάχνει εικόνες χωρίς να θέλει να ‘φτιάξει τέχνη’. Αυτόνομα σύμπαντα δημιουργούνται και εξελίσσονται στο χώρο του θεατή καθώς η ψευδαίσθηση του βάθους και της περιοχής του έργου δεν τον απασχολεί. Το στοίχημα είναι να απλωθούν πλοκάμια από μελάνι και να ρουφήξουν το θεατή, που έξαφνα θα δει το είδωλο του να μπαρκάρει σε χάρτινες βαρκούλες, να τυλίγεται και να ξετυλίγεται σε ρολά από μαγικά χαλιά, να αιωρείται ανάμεσα στο πάνω και στο κάτω χωρίς ποτέ να ξέρει ποιο είναι ποιο και που βρίσκεται χωροχρονικά κι ο ίδιος.

Ένα αναπόδραστο σύμπαν από ροδέλες, κοχλίες και παραλληλόγραμμα κινείται παντού τριγύρω και συχνά το αίσθημα της αδυναμίας απόδρασης από το στροβιλιστικό αυτό σινοθύλευμα τείνει να γίνει ασφυκτικό. Ο δημιουργός έρχεται να δώσει λύση με το χρώμα και την παράσταση. Φλόγες, σπίτια, πεταλούδες εμφανίζονται, με το φυσικό να εισέρχεται στο χώρο του τεχνητού και του μηχανιστικού, και τον Ακριθάκη να περνάει μέσα από το σπασμένο παράθυρο της ψευδαίσθησης στον τόπο μιας αιώνιας Άνοιξης, εκεί στο άχρονο τοπίο των αισθήσεων μαζί με τον Matisse και τον Mondrian, όπως τότε, όταν μέτραγαν και έκοβαν με το σχέδιο, και γέμιζαν με το χρώμα, τα περιθώρια της ψυχής.

Πώς είναι δυνατόν να μην μιλήσεις ποιητικά για τον Ακριθάκη; Αφού κάθε σχήμα είναι φθόγγος και κάθε συστάδα τους διαγράφει μία ποιητική στροφή σε ένα νοητό ιαμβικό μέτρο σχηματοποιημένων ήχων, χρωμάτων και εγγραφών που στέκονται σαν παραστάτες σε μία διαδρομή, η οποία δεν οδηγεί σε κάποιον προορισμό, δεν αφηγείται εφήμερες ιστορίες, είναι πέρα και από την ίδια την οπτική τέχνη. Είναι η ίδια η τέχνη-ζωή του Ακριθάκη που είναι ‘πέρα από’.

Πορτραίτο Φ.Α., 1968 μελάνι σε χαρτί 65×50 εκ. © 2019 The Estate of Alexis Akrithakis

Αργότερα, η δυστοπική πραγματικότητα θα οδηγήσει σε πιο σκούρα κλουαζονέ περιγράμματα, ένα αλλόκοτο μαύρο που αντανακλά ακόμα περισσότερο την ένταση και το πύρωμα των χρωμάτων αλλά και το θάμπος των μονόχρωμων σχεδίων. Όλα γίνονται πιο ανάγλυφα, σαν να βαριανασαίνουν, εμφανίζονται κολάζ και δημιουργούνται τρισδιάστατα έργα φυγής όπως οι περίφημες βαλίτσες που ξεβράζει η μνήμη του ανθρώπου, και οι οποίες συχνά γίνονται σκηνές για κουκλοθέατρο. Η δυστοπική πολιτική κατάσταση της χούντας τριβελίζει το μυαλό του γκασταρμπάιτερ καλλιτέχνη; Στο Βερολίνο, ο Ακριθάκης ζωγραφίζει τα τανκς πάνω στην ελληνική σημαία, ενώ σκιερές φιγούρες ξεπροβάλλουν στα επιτοίχια, ένας σπαραχτικός, τοτεμικός κόσμος πλανόδιων τσιρκολάνων, που κουβαλούν επάνω τους το φως της νύχτας και στάζουν αγωνία στο φόβο της εποχής που έρχεται.

Και ο Ακριθάκης σαν ζογκλέρ να κινεί κρεμασμένους σαλτιμπάγκους με μόνο μέσο το σιγανό ‘τσίκι τσίκι’ του που αντλεί ενέργεια από το πυρακτωμένο του πνεύμα. Σε κάποια έργα γκρι περιοχές σχεδίου διατρέχουν και διαγράφουν το χρώμα και πετρώνουν σαν λάβα που μόλις έσβησε, με μια δεύτερη ματιά όμως αναμοχλεύουν κάτω από την επιφανειακή ηρεμία και ενίοτε στερεοποιούνται σε σκοτεινά τρισδιάστατα γλυπτά όπως η σειρά από φέρετρα, μία ανατριχιαστική εικόνα που προφητεύει το φευγιό του καλλιτέχνη και μας θυμίζει τον Bocklin στην είσοδο της Νήσου των Νεκρών. Και δίπλα ίπτανται ψυχές σαν πολύχρωμες πεταλούδες.

Ο φόβος της επερχόμενης προσωπικής αποκάλυψης χλευάζεται μέσα από την ασίγαστη αγάπη για ζωή- τι κι αν καεί σαν πυροτέχνημα η δημιουργία, τουλάχιστον θα λέμε ότι άξιζε τον κόπο!

Five-dollar bill (Πεντοδόλλαρο), 1969, μελάνι και τέμπερα σε χαρτί, 70×100 εκ., © 2019 The Estate of Alexis Akrithakis

Ο Ακριθάκης επιδιώκει να ζωγραφίζει σαν μελετηρό παιδί, πιστός στα καλέσματα του Baudelaire για την καλλιτεχνική σημασία της ανάκτησης της παιδικής αθωότητας. Για αυτό, ο εσχατολογικός φόβος του επέκεινα δεν κρύβεται αλλά τραγουδιέται μέσα από το χρώμα, όπως θα το γλεντούσε κι ένας πιωμένος πειρατής. ‘Μα την άγρια νύχτα, έκανα ανταρσία και έκλεψα τη ζωή απλώνοντας την εδώ πάνω!’ αναφωνεί ο δημιουργός στη φαντασία μας με συγκίνηση μπροστά στο έργο του, κοιτώντας σφιχτά τα πινέλα του σαν τα λάφυρα του ταξιδιού. Και τα αεροπλάνα και τα βαπόρια συνεχίζουν το ατέρμονο ταξίδι μεταφέροντας σε κάθε σπιθαμή σχεδίου ένα κομμάτι από την ψυχή του καλλιτέχνη, που αρνιέται το όριο του θανάτου, και που παίρνει μεγάλη χαρά να διαλύει αυτά τα σπαράγματα για να κάνει το θεατή να σκύψει και να αφουγκραστεί το μουρμουρητό του αίματος όταν. ‘αρχίζει τη ζωή από το τέλος’.

Και συνεχίζει από ψηλά να σκιτσάρει καρδιές πιο κόκκινες από τις ανθρώπινες, ήλιους πιο κίτρινους από αυτόν ψηλά, βέλη πιο αιχμηρά από την αλήθεια, μια προσευχή.

Την έκθεση επιμελούνται η Chloe Geitmann-Ακριθάκη και ο Αλέξιος Παπαζαχαρίας.


Διαβάστε επίσης:

τσίκι-τσίκι: Έκθεση με έργα του Αλέξη Ακριθάκη στο Μουσείο Μπενάκη


Κεντρική φωτογραφία θέματος: Το Όνειρο του Πυλάδη, 1967 μελάνι σε χαρτί 50×80 εκ. © 2019 The Estate of Alexis Akrithakis