“Σε δύο μέρες θα βρίσκομαι στο Παρίσι”, είπε, “όλα τέλειωσαν δια παντός ͘ τα ύδατα της ανθρώπινης μετριότητας, σαν παλιρροϊκό κύμα, θα υψωθούν ως τον ουρανό και θα καταποντίσουν το καταφύγιο του οποίου τα αναχώματα, παρά τη θέλησή μου, διαρρηγνύω. Αχ! το σθένος μου φθίνει, η ψυχή μου φεύγει! Κύριε, λυπήσουμε τον χριστιανό που αμφιβάλλει, τον άπιστο που θέλει να πιστέψει, τον κατάδικο της ζωής που σαλπάρει μόνος, μες στη νύχτα, κάτω από ένα στερέωμα που δεν το φωτίζει πια ο παρηγορητικός φάρος της αλλοτινής ελπίδας!”.
Αυτά είναι τα λόγια με τα οποία κλείνει το μυθιστόρημα ο Ουισμάνς, ένα τέλος δραματικό αλλά και υποδόρια ελπιδοφόρο για ένα απολωλός πρόβατο όπως λογίζει τον εαυτό του ο ντεζ Εσσέντ, χαμένος στην μετάφραση μιας παρακμής που τον προσεγγίζει και πάλι και εκείνος πάσχει να ξεφύγει.
Ένας γοητευτικός και αινιγματικός παρακμιακός
Το τέλος της ζωής του πρωταγωνιστεί βρίσκεται στα χέρια ενός Θεού που ίσως να μην πιστεύει απόλυτα, και όμως του δίνεται ψυχή τε και σώματι για να μην υπαναχωρήσει στον βάλτο μιας παρακμής που βίωσε ολοκληρωτικά και τον έσυρε στα Τάρταρα, στον κάτω κόσμο από τον οποίο όμως βγήκε. Η καταβύθιση στον Άδη της ηδονής και η επάνοδος στον κόσμο των ζωντανών αποτέλεσε για τον ίδιο μία επώδυνη ιεροτελεστία, μία οδυνηρή διαδικασία, ένα λαβυρινθώδες έργο που παίχτηκε με πρωταγωνιστή εκείνον και την θλιβερή ζωή που έζησε στα καταγώγια του Παρισιού. Τώρα απαλλαγμένος από τα βαρίδια ενός ολέθριου βίου ατενίζει τη ζωή μόνος και απομονωμένος από τα μάτια της κοινωνίας. Ο Ουισμάνς περιγράφει τη ζωή ενός μετανιωμένου, ενός ανθρώπου δοσμένου στη γνώση, ενός γοητευτικού πρίγκιπα εσώκλειστου στο κάστρο της σοφίας, μέσα σε άπειρα βιβλία.
Τα βιβλία και οι συγγραφείς είναι το επίκεντρο της ζωής του, εκεί αφιερώνει όλο του τον χρόνο, ίσως για να ξεχάσει, ίσως για να αντλήσει αναδρομικά όλο αυτό το χαμένο έδαφος από έναν έκλυτο βίο στον οποίο κολύμπησε μέχρι τελικής πτώσης και τώρα το φως ήρθε ως Άγιο Πνεύμα για τον δικό του προσωπικό Ευαγγελισμό. Στα βιβλία, στα οποία αναφέρεται αποκαλύπτουν το ευρύ φάσμα των γνώσεών του, της αφοσίωσής του, αυτά αποτελούν πλέον τη μοναδική του συντροφιά και την λύτρωσή του ουσιαστικά από μία πραγματικότητα που έχει αφήσει πίσω του ανεπιστρεπτί. Δεν θέλει να έχει πια επαφή με την κοινωνία, το δικό του σύμπαν βρίσκεται ανάμεσα στα χιλιάδες βιβλία που κατακλύζουν το σπίτι του στο Φοντεναί μιας και αποφάσισε να αποχωρήσει από το Παρίσι και την ματαιότητα της σύγχρονης κοινωνίας που απομυζούσε κάθε του ανάσα και κάθε του στιγμή.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
“Τι αλλόκοτη εποχή και τούτη”, έλεγε μέσα του ο ντεζ Εσσέντ, “μια εποχή που, επικαλούμενη τα συμφέροντα της ανθρωπότητας, προσπαθεί να τελειοποιήσει τα αναισθητικά για να εξαλειφθεί ο σωματικός πόνος και, την ίδια στιγμή, επινοεί τέτοια διεγερτικά για να εντείνει τον ψυχικό πόνο”. Απαλλαγμένος πια από τα μικρόβια και την άστατη ζωή, έγκλειστος από δική του επιθυμία σε αυτόν τον πλούσιο αναγνωστικό πλανήτη που έχει δημιουργήσει, βυθίζεται όλο και περισσότερο στη μοναξιά, έρμαιο ακόμα των παλιών φαντασμάτων που τόσο τον έχουν στοιχειώσει και δεν θέλει επ’ ουδενί να θυμάται. Αυτός που ταυτίστηκε με τον κόσμο της παρακμής αρνείται τώρα να επιστρέψει, λέει εμφατικά το όχι στον κόσμο της ψυχαγωγίας για τον οποίο οι γιατροί είναι σίγουροι πως θα τον βγάλει από την νεύρωση που τον έχει κυριεύσει.
Ο Ουισμάνς και ο καθρέφτης του
Όπως διαβάζουμε στο χρονολόγιο λίγα χρόνια πριν την έκδοση του βιβλίου ο Ουισμάνς περνά τον χρόνο του στο Φοντεναί-ω-Ροζ, η κατοικία αυτή άλλωστε θα αποτελέσει και την έμπνευσή του για την κατοικία του πρωταγωνιστή του. Πίσω από τον ήρωά του κρύβεται αναμφίβολα ο ίδιος, καθώς μαθαίνουμε επίσης πως έπασχε και ο ίδιος από νευρώσεις. Πέρα όμως από αυτά τα στοιχεία, κατανοεί κανείς πως η αποχώρησή του από τους κύκλους του Μεντάν και η ψυχρότητα της σχέσης του με τον Ζολά, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω δεν επικρότησε την έκδοση του Ανάστροφα, τον οδηγούν σε μία απομάκρυνση από τις μέχρι τότε συντροφικές παρέες και τον αποξενώνουν από τους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς κύκλους στους οποίους σύχναζε.
Αυτό που διαφαίνεται από την αφήγηση είναι πως ο ντεζ Εσσέντ είναι μια ευκαιρία αναγέννησης του ίδιου του συγγραφέα, ένας αγώνας για την αναζήτηση της ταυτότητάς του, ένα va et vient (πήγαινε έλα) της ίδιας του της υπόστασης, μια ακροβασία ανάμεσα στην απόλυτη παρακμή και την επιστροφή στον κόσμο για τον οποίο είναι φτιαγμένος, αυτόν της μουσικής, της ζωγραφικής, της ποίησης, της λογοτεχνίας.
Επιδίδεται ασυνείδητα ή συνειδητά – τείνω προς την δεύτερη εκδοχή – σε μία ανάλυση των όσων αφηγείται με στόχο τον εξαγνισμό των ίδιων του των ενδόμυχων ανησυχιών και αγωνιών. Ο Ουισμάνς και ο ντεζ Εσσέντ παλεύουν να απεκδυθούν των σκοτεινών αλεών που οδήγησαν για παράδειγμα τον Μπαρμπέ ντ’ Ωρεβιγύ στη συγγραφή των Διαβολικών του, ενστερνίζονται και οι δύο πλήρως και καθ’ ολοκληρία την ανάγκη να πουν απεταξάμην, να ξεστομίσουν λόγια των συγγραφέων που παρήκμασαν για να αυτοκαθαρθούν. Ο ασπασμός του καθολικισμού ως το μοναδικό μονοπάτι απελευθέρωσης από δεσμά του παρελθόντος που τον κατατρέχουν είναι για τον ντεζ Εσσέντ μονόδρομος.
Η πορεία προς το μέτωπο της αυτοκάθαρσης γίνεται μέσω των βιβλίων, των λιμανιών αυτών που του χαρίζουν νηνεμία και απάγκιο. Όντας θαλασσοπόρος στην ανοιχτή θάλασσα τώρα βρίσκεται ασφαλής στο λιμάνι του Φοντεναί και μπορεί να στοχάζεται μακριά από πειρασμούς σαν αυτούς που περιγράφει ο Φλωμπέρ στον “Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου”.
Και αυτή η πορεία είναι δικό του και προσωπικό του στοίχημα, σαν ιεραπόστολος που συνομιλεί με τον Θεό. Εξάλλου θα αναφωνήσει με θεατρικότητα “πού, πότε, στα τρίσβαθα ποιανού κόσμου έπρεπε να εισχωρήσει για να βρει ένα αδελφό πνεύμα, ένα πνεύμα απελευθερωμένο από τις κοινοτοπίες, ένα πνεύμα που να δοξάζει τη σιωπή ως ευεργεσία, την αχαριστία ως ανακούφιση, τη δυσπιστία ως καταφύγιο, ως απάνεμο λιμάνι;”. Να σημειωθεί τέλος πως τα νοήματα γίνονται κτήμα του αναγνώστη και η ανάγνωση πραγματική απόλαυση χάρη στη μοναδική μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη που αξίζει πραγματικά συγχαρητήρια για το μεγαλειώδες έργο που επιτέλεσε.
Αποσπάσματα
“Οι λέξεις αντηχούσαν στο μυαλό του σαν ήχοι δίχως νόημα ͘ η στενοχώρια του τις διέλυε, τις απογύμνωνε από κάθε σημασία, κάθε καταπραϋντική ιδιότητα, κάθε ήπια, αποτελεσματική ικμάδα”
“Πόσα και πόσα βράδια, κάτω από τη λάμπα που αχνοφώτιζε το σιωπηλό δωμάτιο, δεν είχε νιώσει το ακράγγιγμα εκείνης της Ηρωδιάδας που στον, τυλιγμένο απ’ το μισοσκόταδο πίνακα, του Γκυστάβ Μορώ, χανόταν ολοένα και πιο ανάλαφρη, αφήνοντας μόνο μια ακαθόριστη αναλαμπή ενός λευκού αγάλματος μέσα σε μια σβησμένη ανθρακιά από πολύτιμα πετράδια!”