Ένα κτήριο με όνομα εβραϊκό, στην περιοχή Istira (όπως ήταν γνωστή στις αρχές του 20ου αιώνα η περιοχή Άνω Λαδάδικα) στην οδό Εδέσσης 6, τη νοτιότερη οδό της Malta Cedid, γνωστή ως Tas Hani. Το Μπενσουσάν Χαν χτίστηκε, μεταξύ του 1894 και 1907. Το πρώτο έγγραφο που αφορά το κτήριο, είναι ένα συμβόλαιο του 1920, με το οποίο διαμοιράζεται η περιουσία του αποθανόντος Σαμουήλ Γ. Μπενσουσάν, στους κληρονόμους του.
Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει πως τον 17° αιώνα υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη 16 χάνια περίπου, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα, το 1886, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, δίνει πληροφορίες για 50 χάνια στην πόλη. Τα χάνια ήταν χώροι υποδοχής και διανυκτέρευσης των ταξιδιωτών και των ζώων τους κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, χτισμένα συνήθως στις εισόδους των πόλεων. Προς το τέλος του 17ου αιώνα, τα χάνια πέρα από χώροι υποδοχής, αρχίζουν να λειτουργούν και ως εργαστήρια. Αιτία για την αλλαγή αυτή ήταν η διαφοροποίηση της κοινωνικοοικονομικής ζωής της Θεσσαλονίκης.
Στη συγκεκριμένη περιοχή (Άνω Λαδάδικα) κατοικούσαν κυρίως Εβραίοι και Φράγκοι. Εκεί δραστηριοποιήθηκε ο έμπορος Σαμουήλ Γ. Μπενσουσάν, αγοράζοντας οικόπεδα το σύνολο των οποίων συνέθετε έκταση μεγαλύτερη από αυτή του σημερινού κτηρίου. Μετά την κατεδάφιση του τείχους (1869 και μετά) αγοράζει μεγάλη έκταση στην περιοχή, μεγαλύτερη από αυτή του σημερινού κτηρίου, το οποίο αποτελείται από ισόγειο που στεγάζει καταστήματα και έναν όροφο που έχει χαρακτηριστική οκταγωνική οργάνωση και μεταλλική γυάλινη στέγη.
Οι κατοπινοί ιδιοκτήτες υποστηρίζουν ότι το κτίριο προϋπήρχε, χωρίς ωστόσο επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.Προς το τέλος της δεκαετίας του 1920 (και μέχρι το 1980 περίπου) και μετά το χάνι αλλάζει χρήσεις και ιδιοκτήτες. Γίνεται κατάστημα αποικιακών ειδών, καφενείο, δικηγορικά και συμβολαιογραφικά γραφεία, αποθήκες χονδρικής πώλησης τροφίμων, καταστήματα αποικιακών ειδών, μπαχαρικών και ψιλικών, καθώς και ένα καφενείο.
Οι εσωτερικοί χώροι του κτηρίου υπόκεινται σοβαρές αλλαγές και φθορές. Το 1985 με εισήγηση της Εφορείας Νεοτέρων Μνημείων, τα Λαδάδικα χαρακτηρίζονται ως ιστορικός τόπος (για την ακρίβεια η περιοχή που περικλείεται από τις οδούς Αβέρωφ, Αξιού, Κουντουριώτη, Σαλαμίνος, Τσιμισκή, Εδέσσης – Ίωνος Δραγούμη, Ναυάρχου Βότση και Αβέρωφ). Το 1994, διατηρητέα κηρύσσονται μόνο τα Κάτω Λαδάδικα, δηλαδή η περιοχή κάτω από την οδό Τσιμισκή), με συνέπεια τα Άνω Λαδάδικα, να έχουν διαφορετική τύχη. Κάποια από τα κτήρια της περιοχής μετατρέπονται σε καταστήματα τροφίμων, εστιατόρια, μπαρ, χώρους για πρόβες και συναυλίες, θεατρικές πρόβες και παραστάσεις.
Σήμερα παραμένει ένας χώρος με έντονο άρωμα και γοητεία από το παρελθόν, επιβλητικός και αναμφίβολα ιδιαίτερος, στον οποίο φιλοξενούνται ξεχωριστές θεατρικές παραστάσεις και δρώμενα.