H Judith Butler, Αμερικανίδα θεωρητικός σε θέματα ταυτότητας φύλου, στο βιβλίο της με τίτλο “Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity”, (1989), δηλώνει ότι «ο όρος “γυναίκα”, από τη φύση του, είναι ένας όρος σε εξέλιξη, σε διαδικασία, ένας όρος υπό κατασκευή που δεν μπορεί με ασφάλεια να καταδειχθεί η αφετηρία του και το τέλος του, που είναι ανοιχτός σε παρεμβάσεις και επανατοποθετήσεις». Τα υφασμάτινα γλυπτά της Ελένης Χριστοδούλου προκαλούν ανοιχτά́ τα συμβατικά́ στερεότυπα σεξουαλικής ταυτότητας του φύλου. Η δουλειά της εισχωρεί πιο βαθιά από το κέλυφος των πραγμάτων, ερευνώντας την φύση της απόλαυσης ή του πόνου και τις εναλλασσόμενες κλίμακες τους, με τρόπους που δημιουργούν αμηχανία.

Η Ελένη Χριστοδούλου χρησιμοποιεί ποικιλία υλικών και υφών για να εκφράσει την τρωτότητα της γυναικείας φύσης, την ανθεκτικότητα και ταυτόχρονα το εύθραυστο του ανθρώπινου σώματος. Προτείνει μια διευρυμένη ιδέα της θηλυκότητας, που δεν την αφορά και δεν την επηρεάζει η αντρική ματιά επάνω της. Τα γλυπτά της Ελένης Χριστοδούλου, είναι εμπνευσμένα και έχουν σχεδιαστεί ως Aφηγήματα που μιλούν για την ταυτότητα του ατόμου (Gender Narratives), μοιάζουν με μυθικά τοτέμ και περιστρέφονται γύρω από την σωματική υποκειμενικότητα, τις επιθυμίες που ζητούν να ενσαρκωθούν και τις αντίστοιχες πρακτικές όσων τοποθετούνται στα περιθώρια της κοινωνίας.

Στα γλυπτά που έχουν για τίτλους ουδέτερες ως προς το φύλο αντωνυμίες είναι εγγεγραμμένο ένα αμάλγαμα αφηγήσεων για την αγάπη πέρα από το αποδεκτό. Αγάπες πολυμορφικές, αγάπες που ζητούν την υποταγή, τραυματικές αγάπες, αγάπες που δημιουργούν δυσφορία και αγάπες που γονιμοποιούν, επιθυμίες ταμπού που συναντώνται έξω και από τα όρια της ετεροκανονικής κοινωνίας. Στο έργο με τίτλο «Μούσα», που μοιάζει με μια διπλής όψεως εγκυμονούσα οντότητα, η Χριστοδούλου επανασυρράπτει ένα πάτσγουορκ με αιματοβαμμένα κουρέλια από ποιμενικό μανδύα συμβολίζοντας το μακρύ και δόλιο ταξίδι της Μούσας από την Αγνή και αθώα βουκολική Αρκαδία, με σκοπό να μεταφέρει τα χρυσά δώρα της άθικτα.

Όπως τα γλυπτά του Joseph Beuys που τονίζουν διαδικασίες σε εξέλιξη παρά σταθερές καταστάσεις, έτσι και τα γλυπτά από τσόχα της Χριστοδούλου αντιπροσωπεύουν μια πορεία που αναδύεται από τη ρευστότητα στο φως. Φαίνεται σαν η καλλιτέχνης να έχει σχεδιάσει τσόχινα κοστούμια του Joseph Beuys για κάθε ένα από τα γλυπτά της.

Οι μονωτικές ιδιότητες της τσόχας και το χνουδωτό εσωτερικό των καπιτονέ της υφασμάτων θυμίζουν μαλακό πάπλωμα που απορροφά και προστατεύει. Πράγματι, ο Beuys δήλωνε ότι το τσόχινο κοστούμι του αποτελούσε ένα μέσο προστασίας του ατόμου από τον κόσμο, καθώς και σύμβολο απομόνωσης. Σε ένα άλλο επίπεδο, η αισθητική του Joseph Beuys σηματοδοτεί για την Χριστοδούλου το μακρύ και σύνθετο ταξίδι της επιστροφής στην Ευρώπη μετά από μια εκτεταμένη επαφή με την τέχνη της Νέας Υόρκης, όπου ζούσε, εργάστηκε και σπούδασε Τέχνη σε μεταπτυχιακό επίπεδο.

Όσοι είναι εξοικειωμένοι με την χαρακτηριστική αφηρημένη ζωγραφική της Χριστόδουλου της δεκαετίας του ’90, είναι σίγουρο ότι θα αναγνωρίσουν στοιχεία εκείνης της δουλειάς ενσωματωμένα μέσα σε κάθε ίνα των νέων γλυπτών της. Κατά κάποιο τρόπο, η έκθεση αυτή, σηματοδοτεί́ μια σημαντική στιγμή Σύνθεσης στην καριέρα της καλλιτέχνιδας μετά από μια μεταβατική περίοδο επαναξιολογήσεων, όπου εργάζοταν ιδιωτικά.

Η Ελένη Χριστοδούλου συμμετείχε πρόσφατα στην ομαδική έκθεση “Same River Twice: Contemporary Art in Athens”, με επιμελητές τους Margot Norton και Natalie Bell, που διοργάνωσε το Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ και το New Museum της Νέας Υόρκης σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη της Αθήνας.

Η έκθεση “Ambivalent Spaces – Anarchic Identities” είναι η δεύτερη ατομική έκθεση της Ελένης Χριστοδούλου με την γκαλερί The Breeder στην Αθήνα, μετά την έκθεση “Wave Optics” (2006).


Κεντρική φωτογραφία θέματος: Ελένη Χριστοδούλου, όψη εγκατάστασης Same River Twice, Μουσείο Μπενάκη, 2019, οργάνωση Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ και New Museum NY