Μια μυστηριώδης γραία στοιχειώνει και καταδυναστεύει τη ζωή ενός λαμπρού νέου· ένας εξόριστος στον απώτατο Βορρά εξαπολύει έναν αδιανόητο αγώνα ενάντια στην αμείλικτη φύση· ένας προδομένος σύζυγος επιχειρεί να εκδικηθεί με απρόσμενη κατάληξη· και δύο αρχετυπικοί γραφιάδες επιδίδονται σ’ έναν απρόσμενο και σπαρταριστό διάλογο με τη Μούσα τους… Τα διηγήματα της ανά χείρας συλλογής αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα των ποικίλων εκφάνσεων του φανταστικού, ενώ παρουσιάζουν εκλεκτικές συγγένειες κι επιρροές από τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, για την ποιητική του οποίου έτρεφε ιδιαίτερο θαυμασμό ο Αλαρκόν. Κοινό παρονομαστή των αναπάντεχων αυτών αφηγήσεων αποτελεί ο Θάνατος, ως ελλοχεύουσα σκιά και αέναη απειλή (έτσι που καθένα από τα διηγήματα αποτελεί κι ένα mementomori), ενίοτε δε και ως λύτρωση, αφού σύμφωνα με το συγγραφέα «ο θάνατος είναι το απάγκιο κάθε οδύνης»…
«“Ένα απ’ τα δύο πρέπει να συμβαίνει” συλλογίστηκα με την ταχύτητα της αστραπής: “είτε ο φόβος μου είναι βάσιμος είτε πρόκειται για μια τρέλα· αν είναι βάσιμος, αυτή η γυναίκα θα πρέπει να μ’ έχει πάρει στο κατόπι, ετούτη τη στιγμή θα πρέπει κιόλας να με φτάνει, και δεν υπάρχει σωτηρία για μένα στον κόσμο… Αν πάλι πρόκειται για μια τρέλα, για μια παράλογη ανησυχία, για έναν πανικό άνευ λόγου και αιτίας, θα πειστώ γι’ αυτό άπαξ διά παντός, βλέποντας πως αυτή η φτωχή ηλικιωμένη έχει μείνει στην κόγχη εκείνης της πόρτας προσπαθώντας να προφυλαχτεί από το κρύο ή περιμένοντας απλώς να της ανοίξουν […]”.
»Αφού έκανα αυτόν το λογικό συλλογισμό, και καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, γύρισα το κεφάλι.
»Α! Γκαμπριέλ! Γκαμπριέλ! Αλίμονο! Η ψηλή γυναίκα με είχε ακολουθήσει αθόρυβα, ερχόταν ξοπίσω μου, σχεδόν με άγγιζε με τη βεντάλια, σχεδόν πρόβαλλε το κεφάλι της πάνω απ’ τον ώμο μου!»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν
Ο Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν (1833-1891) γεννήθηκε στην πόλη Γουάδιξ της Γρανάδας και πέθανε στη Μαδρίτη. Ύστερα από ημιτελείς νομικές και ιερατικές σπουδές, στράφηκε στη δημοσιογραφία, ιδρύοντας και διευθύνοντας, σε πολύ νεαρή ηλικία, εφημερίδες αντιμοναρχικού και ριζοσπαστικού, εν γένει, προσανατολισμού. Η πνευματική του πορεία σημαδεύτηκε, ωστόσο, από την ιδεολογική στροφή που σημείωσε (αρκετά νωρίς κι αυτή), αποκηρύσσοντας τις επαναστατικές ιδέες του και προσεγγίζοντας το στρατόπεδο των συντηρητικών, υπέρμαχων της παράδοσης. Το 1859 κατατάχθηκε και πολέμησε στην ισπανο-μαροκινή σύρραξη, επιστρέφοντας από την οποία έγραψε, ως απόσταγμα της εμπειρίας του, το Diario de un testigo de la Guerra de África (Ημερολόγιο ενός αυτόπτη του Πολέμου της Αφρικής). Αργότερα ασχολήθηκε με την πολιτική κι εκλέχθηκε βουλευτής, ενώ το 1877 ανακηρύχθηκε μέλος της Ισπανικής Βασιλικής Ακαδημίας. Συγγραφέας γόνιμος όσο και πολυσχιδής, έγραψε μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, θέατρο, ποίηση, ενώ άφησε πίσω του και μια εκτενή αρθρογραφία. Το πεζογραφικό του έργο μοιράζεται ανάμεσα στο Ρεαλισμό και το Ρομαντισμό, με την πρώτη αισθητική σχολή να υπερισχύει ποσοτικά στην πεζογραφική παραγωγή του, και τη δεύτερη ποιοτικά. Στα σημαντικότερα έργα του συγκαταλέγονται η νουβέλα El sombrero de tres picos (1874 – Το τρίκωχο, Αθήνα, Οδυσσέας, 2018) και τα εκτενή διηγήματα El clavo (1853 – To καρφί, Αθήνα, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2012), El amigo de la Muerte (1852 – Ο θάνατος και ο φίλος του, Αθήνα, Ροές, 2014) και La mujer alta (1881 – η ανά χείρας Ψηλή γυναίκα).