Η alphadelta gallery παρουσιάζει την έκθεση του Κωστή Βελώνη με τίτλο «Ο Μαρξ στην Αρκαδία». Αντλώντας στοιχεία από διάφορες πηγές, την πολιτική

Θεωρία, την ιστορία της τέχνης και την αρχιτεκτονική, η δουλειά του Κωστή Βελώνη αποτελεί μια μακρόχρονη μελέτη και επανεξέταση της έννοιας του αρχείου ως βασικού εργαλείου της τέχνης και τελικά της ίδιας της ανθρώπινης γνώσης.

Η έκθεση εγκαινιάζεται τη Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010 και θα διαρκέσει μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 2011.

Στην έκθεσή του με τον τίτλο «Πώς Μπορεί Κανείς να Σκέπτεται Ελεύθερα στη Σκιά ενός Ναού» που πραγματοποιήθηκε το 2009 στην Kunstverein του Αμβούργου, ο Βελώνης συστηματοποιεί την ενασχόλησή του με την έννοια του αρχείου χρησιμοποιώντας μια εικαστική γλώσσα, που επανεξετάζει θέματα της μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής της δεκαετίας του ‘50, σε σχέση με τη ριζοσπαστική αισθητική και θεωρία της Ρωσικής Πρωτοπορίας.

Η έκθεση αυτή στην γκαλερί Α.Δ., συνέχεια της έκθεσης του Αμβούργου όπως και της πρόσφατης ατομικής του στο Ε.Μ.Σ.Τ., περιέχει μια σειρά μικρής και μεσαίας κλίμακας γλυπτά, τα οποία αναφέρονται σε στιγμές που σημάδεψαν την ιστορία. Στα έργα του ωστόσο οι αναφορές σε ιστορικές φόρμες δεν επιδιώκουν την μίμηση, ούτε την δημιουργία γραμμικής ανάγνωσης, αλλά στοχεύουν στην μελέτη της ίδιας της κατασκευής της ιστορίας.

Σημαντικά γεγονότα, όπως η πτώση του ανατολικού μπλοκ, η ανθρώπινη αποξένωση στα μεγάλα αστικά κέντρα και η εν γένει αποτυχία στην πράξη των σύγχρονων ουτοπιών, του προκαλούν την ανάγκη για αναστοχασμό πάνω στην ιστορία και στην αυθεντία που προσδόθηκε στο αρχείο, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως ουδέτερο, διαφανές, αδιαμφισβήτητο και αληθές, αλλά ως το ίδιο το αντικείμενο της μελέτης.

Στο έργο του ο Βελώνης διερευνά τις ιδεολογίες που βρίσκονται πίσω από τις κοινωνικές και πολιτικές δομές εξουσίας και θέτει υπό αμφισβήτηση τις παραδεδεγμένες γνώσεις επιδιώκοντας να διασώσει την ουτοπική σκέψη από τη σκληρή πραγματικότητα της πολιτικής πράξης.

Σ

το έργο «Πώς μπορεί να σκεφτεί κανείς ελεύθερα στη σκιά ενός ναού» του 2010, το οποίο είναι μια προβολή διαφάνειας από μια διαφημιστική έκδοση του Ε.Ο.Τ. του 1973, ο Βελώνης χρησιμοποιεί απευθείας την αρχειακή εικόνα που δείχνει ένα ζευγάρι καθισμένο στον ναό του Ασκληπιού στην Κω. Αυτή ακριβώς η εικόνα σε συνδυασμό με τον πολύ ελκυστικό και υπαινικτικό τίτλο της, παραπέμπει στην αυθεντία του αρχείου / του μουσείου / της ιδεολογίας ή σε αυτή την περίπτωση του ναού και το βάρος που επικρέμεται σε όσους προσπαθούν να σκεφτούν «ελεύθερα» στην «σκιά» τους.

Στην έκθεση παρουσιάζεται επίσης ένα γλυπτό με τίτλο «Κατειλημμένο εργοστάσιο» που το συνοδεύουν μια σειρά μελέτες – ακουαρέλες σε χαρτί καθώς και η «Ανακατασκευή της μακέτας του μνημείου του Vladimir Tatlin για την Τρίτη Διεθνή ως ένα εργαλείο για την οικιακή ζωή».

Ο Βελώνης εξετάζει την σχέση μεταξύ οικιστικού περιβάλλοντος και επανάστασης και αντιπαραθέτει τη Ρωσική επικυριαρχία των συλλογικών ουτοπιών στα προσωπικά όνειρα και  στην φιλική – προς το ιδεώδες της οικογενειακής ζωής – αισθητική και ιδεολογία της δεκαετίας του \’50.

Στον 2ο όροφο της γκαλερί παρουσιάζονται δύο έργα: Το How One Can Think Freely in the Shadow of a Temple, που παρουσιάστηκε στην τελευταία έκθεσή του στο Ε.Μ.Σ.Τ. και μία εκδοχή του παλαιότερου έργου του It comes through the shy glance of the moon, when darkness can give the brightest light (από την σειρά La bohème est un pays triste).

Το πρώτο είναι προβολή μιας εικόνας που χρησιμοποιήθηκε από τον Ε.Ο.Τ. το 1973 και δείχνει ένα ζευγάρι καθισμένο στον ναό του Ασκληπιού στην Κω. Ο Βελώνης χρησιμοποιεί την προβολή για να μιλήσει για τον θαυμασμό που προκαλεί κάθε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς στην συνείδηση, αλλά ταυτόχρονα και για τα ασφυκτικά περιθώρια αυτόνομης σκέψης και αυτενέργειας που αυτό επιτρέπει.

Για την ανάγκη ιστορικής συνέχειας σε κάθε τομέα ανθρώπινης γνώσης αλλά και την αλλοτρίωση που συνεπάγεται η «τοτεμοποίηση» της τελευταίας. 

Στο άλλο έργο το αρχέτυπο ενός γοτθικού ναού στο φως του φεγγαριού συνδέεται με μια βάση πάνω στην οποία στέκεται ένα μοναχικό γύψινο φάντασμα. Στην ουσία ο Βελώνης πραγματεύεται την ίδια μοναξιά απέναντι στο μνημείο και το βάρος της ιστορίας στην οποία αναφέρεται και η προβολή.

Στον 1ο όροφο το αρχείο παίρνει την μορφή της μεγάλης αφήγησης ενώ στον 2ο εκείνη του ναού / του μνημείου. Στην πρώτη περίπτωση ο καλλιτέχνης πραγματεύεται την απόσταση ανάμεσα στην υπόσχεση της συλλογικής ουτοπίας και την σκληρή πραγματικότητα της πολιτικής πράξης, την σχέση μεταξύ οικιακού περιβάλλοντος και επανάστασης.

Στην δεύτερη την αποτυχία των προσωπικών ονείρων και την συνακόλουθη ρήξη μεταξύ προσωπικού και δημόσιου χώρου, μεταξύ πραγματικότητας και προσωπικού δράματος.

Η δουλειά του καλλιτέχνη μετεωρίζεται ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, μεταξύ της δραματουργίας και της σύγχρονης πραγματικότητας.