Από την Κατερίνα Πεσταματζόγλου
Ήταν 13 Απριλίου του 1926 όταν η Αναστασία Σταμάτη γέννησε τον μικρό Τάκη και λίγα λεπτά αργότερα, ένα ακόμη μωρό θα έβγαινε από μέσα της. Ήταν φιλάσθενο και αδύνατο, φαινόταν πως δε θα ζήσει. Το ονόμασαν Έλλη. Η Έλλη έπαιζε με τα έξι αδέλφια της στην αυλή του σπιτιού τους στα Βίλια. Ο δρόμος που έτρεχε μικρή και συναντούσε τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς, σήμερα φέρει το όνομά της. Οδός Έλλης Λαμπέτη. Οι γονείς της, ο Κώστας και η Αναστασία, ήθελαν να τη δουν δασκάλα, μουσικό ή ζωγράφο, μα η Έλλη από έξι ετών ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός κι ας μην το έλεγε σε κανέναν.
Έφηβη ακόμη, μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αθήνα και το 1941, με παρότρυνση του θείου της, έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, μα απέτυχε. Έπειτα πήγε στη σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη όπου όχι μόνο τη δέχτηκαν, αλλά έγινε και η αδυναμία της δασκάλας της. Όταν η Έλλη Λούκου, όπως ήταν το επίθετο του πατέρα της, διάβασε το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για τον Αστραπόγιαννο (1867) αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της και να υιοθετήσει ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο το Λαμπέτη.
Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου.
Μέσα στα στήθια σου θέλω να βρω στερνό λημέρι μου,
θέλω η πνοή μου να βρει στα σπλάχνα σου τον ουρανό.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Εν μέσω Κατοχής λοιπόν, η Έλλη φοιτά στη σχολή υποκριτικής. Τα μαθήματα γίνονταν στο θέατρο Ρεξ και στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη. Η Έλλη ήταν αγαπημένη μαθήτρια της Κοτοπούλη, η οποία την καμάρωνε για το ταλέντο της και την αγαπούσε τόσο που συχνά της έλεγε πως θα ήθελε να ήταν κόρη της – πράγμα που έκανε την Έλλη να ερυθριά από ντροπή, αφού δε θα άλλαζε με τίποτε την αγαπημένη της μητέρα. Λένε μάλιστα, πως η Κοτοπούλη είχε δείξει στη Λαμπέτη τα γράμματα που της είχε στείλει ο παλιός της αγαπημένος, Ίων Δραγούμης.
Η Μαρίκα, εντυπωσιασμένη από τη νεαρή της μαθήτρια, της ανέθεσε το 1942 τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο», ένα έργο του Γκέρχαρτ Χάουπτμαν που ανέβηκε στο θέατρο Ρεξ. Η Έλλη Λαμπέτη ξεχώρισε για την υποκριτική της δεινότητα. Λίγα χρόνια μετά, στο διάστημα 1946-1948 η Λαμπέτη έπαιξε στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι, στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον κορυφαίο σκηνοθέτη Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης και κάπως έτσι καθιερώθηκε ως μία από τις καλύτερες Ελληνίδες ηθοποιούς.
Λίγα χρόνια μετά η Έλλη Λαμπέτη γνώρισε τον Μάριο Πλωρίτη με τον οποίο παντρεύτηκε το 1950, αλλά χώρισαν γρήγορα, όταν ερωτεύτηκε τον Δημήτρη Χορν. Η σχέση τους είχε ξεκινήσει με αμοιβαία αντιπάθεια, αλλά εν τέλει κατέληξαν να γίνουν ένα από τα πιο δημοφιλή θεατρικά ζευγάρια της Αθήνας.
Ο σκηνοθέτης της ταινίας Κυριακάτικο Ξύπνημα (1954), Μιχάλης Κακογιάννης, έλεγε πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στην Αίγυπτο (τα εξωτερικά πλάνα της ταινίας γυρίστηκαν στην Αθήνα, ενώ τα εσωτερικά σε στούντιο της Αιγύπτου) έμαθε πως οι δύο πρωταγωνιστές ήταν ζευγάρι. Αργότερα, οι δυο τους έπαιξαν στην Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (1955), όπου υποδύονταν ένα ζευγάρι που παρά τον μεγάλο τους έρωτα χώρισαν εξ αιτίας των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν. Η τελευταία παράσταση που έπαιξαν σαν δίδυμο ήταν το 1959, στο έργο Εραστής από Χαρτόνι. Έμειναν μαζί περίπου επτά χρόνια.
Εκείνη την περίοδο ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης γνώρισε στη Λαμπέτη τον Φρέντερικ Γουέϊκμαν, έναν αμερικανό συγγραφέα με τον οποίο παντρεύτηκε το 1960 ενώ ακολούθησε γαμήλιο ταξίδι στα νησιά της Καραϊβικής. Επιστρέφοντας εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη, μα η Έλλη επιθυμούσε να γυρίσει στην Ελλάδα και στο θεατρικό σανίδι.
Αγαπούσε τη χώρα της και λάτρευε το θέατρο. Ο κινηματογράφος δεν τη γοήτευσε τόσο ώστε να αφοσιωθεί σε μια αμιγώς κινηματογραφική καριέρα, παρ’ όλο που είχε πολλές προτάσεις και μάλιστα από εταιρείες παραγωγής του Χόλλυγουντ. Η εταιρεία Φοξ τής πρότεινε να συμπρωταγωνιστήσει σε μια ταινία με τον Γκρέγκορι Πεκ, μα η ίδια βαθιά μέσα της δεν το πίστευε κι ας είχε το συμβόλαιο μπροστά της. Το σημαντικότερο όμως, ήταν πως δεν ήθελε να αποκοπεί από την Ελλάδα, από το θέατρο.
Οι ταινίες της είναι λίγες, μα σημαντικές. Για την ερμηνεία της στο Τελευταίο Ψέμα (1958) ήταν υποψήφια Α’ γυναικείου ρόλου για το βρετανικό βραβείο BAFTA. Το κύκνειο άσμα της στον κινηματογράφο, η ταινία Μια μέρα ο πατέρας μου (1968), γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από τον συζύγό της Φρέντερικ Γουέϊκμαν και συμπρωταγωνιστούσαν οι Ρότζερ Μπράουν, Τζον Τέρνερ και Μάνος Κατράκης. Αν και η Λαμπέτη ενσάρκωσε άψογα την κόρη ενός ηγέτη του ανατολικού μπλοκ που πασχίζει να πάει σε μια δυτική χώρα, το έργο δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία. Παραγωγός της ταινίας ήταν ο Μίλτος Σταύρου και πολλοί του χρεώνουν την αποτυχία της ταινίας εξ αιτίας της φιλίας που διατηρούσε με τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η πορεία της Έλλης στο σινεμά τελείωσε οριστικά και οι κόπιες της τελευταίας της ταινίας αγνοούνται.
Ένα χρόνο πριν μπει η δεκαετία του ’70, η Έλλη Λαμπέτη διαγνώστηκε με καρκίνο. Ήταν άνοιξη και έμενε στο σπίτι της οδού Δελφών, στην Αθήνα. Κι όμως αυτό δεν ήταν το πιο οδυνηρό πράγμα που θα αντιμετώπιζε. Η Λίζα της, το μικρό κοριτσάκι που είχε υιοθετήσει, έπρεπε να επιστρέψει στους βιολογικούς της γονείς. Η Έλλη γνωρίζοντας πως θα την παραμελούσαν και πάλι – αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που την είχε υπό την προστασία της – επέμενε να την κρατήσει. «Δεν μάχομαι για να έχω παιδί, μάχομαι για να ΄χει το παιδί μάνα» έλεγε και για μεγάλο διάστημα ταλαιπωρείτο με δικαστικές διαμάχες ώστε να κερδίσει την κηδεμονία της Λίζας που τη μεγάλωσε με στοργή ως τα πέντε της χρόνια.
Συχνά πήγαιναν στο εξοχικό της Λαμπέτη στον Άγιο Ιωάννη του Πηλίου. Ο κήπος ήταν μεγάλος και η Έλλη είχε φυτέψει πολλά λουλούδια με ωραία χρώματα. Της άρεσε να περνά ξέγνοιαστες στιγμές μαζί με τη Λίζα, τον Φρέντερικ και το σκύλο τους, τον Λάντι, όμως η ευτυχία τους δεν κράτησε για πολύ. Όταν η Έλλη έπαιζε τον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ στο θέατρο, έμαθε πως έχασε την κηδεμονία της Λίζας και αργότερα, το 1976, χώρισε από τον σύζυγό της.
Ο καρκίνος από το μαστό μετατοπίστηκε στις φωνητικές χορδές. Το αγαπημένο εξοχικό του Άη-Γιάννη πουλήθηκε για να καλυφθούν τα έξοδα των νοσοκομείων. Το 1980 η Έλλη Λαμπέτη πήγε στην Αμερική όπου της αφαίρεσαν τη μία φωνητική χορδή, αφού πρώτα είχε υποστεί ολική μαστεκτομή. Λίγο πριν φύγει, πήγε στο θέατρο Ρεξ, εκεί που έπαιξε παλιά τη Χάνελε. Είδε το θέατρο καμένο και ξέσπασε σε λυγμούς. Σκέφτηκε να ανεβάσει μια παράσταση εκεί, έστω για μια φορά. Δεν έγινε ποτέ.
Παρ’ όλ’ αυτά το 1981 η Λαμπέτη ερμήνευσε το ρόλο της κωφάλαλης Σάρας στο έργο Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού του Μαρκ Μέντοφ. Αυτή ήταν η τελευταία της παράσταση. Έτσι λέγεται και το βιβλίο που έγραψε για την Έλλη η Φρίντα Μπιούμπι: Η Τελευταία παράσταση• ένα βιβλίο που το 2006 μεταφέρθηκε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες μέσω της ομώνυμης σειράς. Την Έλλη Λαμπέτη σε νεαρή ηλικία ενσάρκωσε η Μαρίνα Καλογήρου και σε μεγαλύτερη, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.
Μεγάλο απωθημένο της Λαμπέτη ήταν η αρχαία τραγωδία, αφού όπως της έλεγε και ο Γιάννης Τσαρούχης, για εκεί προοριζόταν. Μα δεν έπαιξε ποτέ. «Αντί για αρχαία τραγωδία έπαιξα την Πέπσι», έλεγε απαξιωτικά.
Το τελευταίο της καλοκαίρι το πέρασε στην Κυψέλη. Πού και πού σηκωνόταν από το κρεβάτι και ζωγράφιζε στο μικρό καβαλέτο της, αφού από παιδί αγαπούσε πολύ τη ζωγραφική. Όταν ήταν μικρή είχε σκιτσάρει τη Μάρλεν Ντίντριχ και φυσικά το είδωλό της, τη Γκρέτα Γκάρμπο.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983 η Έλλη Λαμπέτη πέθανε σε ένα νοσοκομείο των ΗΠΑ• το τελευταίο της έργο έμεινε ημιτελές.